Further tags

Ορισμός που παρουσιάζει απροσεξία ή καθυστέρηση σε αντίδραση. Μπορούμε να πούμε ότι πιαστήκαμε στον ύπνο.

- Πήγες να δηλώσεις συμμετοχή;
- Ω ρε , το ξέχασα....
- Εμ, χεστήκαμε εκεί που κλάναμε...

Δες και εχεκλάνω, χέκλασα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νόημα της παραπάνω φράσης είναι πολυσχιδές, καθώς ακριβώς ανακλά τον πλούτο που έχει η ελληνική γλώσσα συγκεντρώσει γύρω από την ομιλία και τον έναρθρο λόγο. Η φράση λοιπόν προκύπτει από την αντιπαράθεση:

α. της ομιλίας ως λόγου, δηλαδή όχι μόνο ως του πρωταρχικού μέσου ορθού σκέπτεσθαι του νοήμονος ανθρώπου, αλλά και ως βάσης ενός κώδικα ηθικής που βασιζόταν στην άμεση διανθρώπινη συναλλαγή (βλ. και λογοτιμήτης)

β. με το πέρδεσθαι ως λόγου του κώλου, που χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει την τελείως αποστερημένη από νόημα ομιλία, εξ ου και την ομιλία η οποία δεν δεσμεύει τον άλλο (βλ. παραπλήσιο νόημα στο μιλάνε όλοι, μιλάνε και οι κώλοι, όπου ακριβώς το να μιλάει κάποιος απαξιωμένος όπως ο κώλος, καθιστά και αυτό που λέει απαξιωμένο, δηλαδή κουβέντα του του κώλου, καθώς και το μαγκιά, κλανιά και κώλο φινιστρίνι, όπου η κλανιά είναι ίδιον του πορδήθεν μάγκα).

Ο ερωτών «μιλάμε ή κλάνουμε;» μπορεί να εγκαλεί κάποιον είτε για έλλειψη σοβαρότητας έναντι σοβαρού αντικειμένου συζήτησης, ή για την προκλητική ανευθυνότητά του στην τήρηση συμφωνιών. Η φράση στη δεύτερη και πιο σοβαρή περίπτωση ουσιαστικά δοκιμάζει τη σχέση και το κατά πόσο αυτή μπορεί να βασίζεται στην εμπιστοσύνη.

- Γεια σου ρε Νικόλα αρχηγ....
- έκλασες;
- Α ρε μαλάκα, πάω για καφέ, θα' ρθείς;
- Μπααα, έχω δουλειάάά....
- Να σου πω ρε συ, έδωσες τα λεφτά του Χαρίδημου;
- Όχι, αύριο.
- Καλά ρε μαλάκα, μιλάμε ή κλάνουμε;
- Με πληγώνεις με αυτό που λες...

Αυτός που μιλάει δεν κλάνει, κι αυτός που κλάνει δεν μιλά. Δώστε βάση στο νόημα. (από Galadriel, 04/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν η κατάσταση είναι παραπάνω από σκατά.

- Πώς πάνε τα επαγγελματικά σου Λουζερίδη;
- Πώς να πάνε; Σκατά κι απόσκατα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το… μουσικό ταλέντο. H επιδέξια χειρίστρια της πίπας της ειρήνης. Ο Βασίλης Σαλέας του κλαρίνου.

Είναι έμφυτο ταλέντο και εντελώς αυτοδίδακτη. Ξέρει τα τερτίπια του ανδρικού μορίου. Παίζει όλες τις νότες κατ' αριστουργηματικό τρόπο. Είναι ικανή να δώσει ανεπανάληπτες ...σόλο στοματικές παραστάσεις.Έχει αναμφισβήτητο χάρισμα. Δίνει... κονσέρτα που είναι ικανά να διεγείρουν κατάλληλα τους νευρώνες του εγκεφάλου του μονομελούς κοινού της και να το οδηγήσουν στην υπέρτατη απόλαυση (βλ. παράδειγμα 1).

2.Γεννήθηκε κι αυτή με ένα χάρισμα. Έχει κώλο, σωστό τρομπόνι που παράγει όλη τη γκάμα των κλανιών(κούφιες, ξυπόλητες, κομπολογάτες, κ.λπ.). Στην περίπτωση αυτή μπορεί να υπάρχει ή να μην υπάρχει κοινό.

Δίνει μοναδικό κονσέρτο κι αυτή. Πολλές φορές η «ουράνια λαλιά» της διαχύνεται αυθόρμητα, πέρα απ' τη θέληση της. Προκειμένου όμως να αξιοποιηθεί αυτό το χάρισμα της, θα πρέπει να έχει εφοδιαστεί με κατάλληλες εκρηκτικές ύλες (βλ. συνπορδία). Βλ. παράδειγμα 2.

  1. - Άκουσα απ' το Λευτέρη πως η Αφροξυλάνθη είναι καλή στα πνευστά. Τον ξελίγωσε λέει στο τσιμπούκι.
    -Το πιστεύεις;
    -Tι να πω; Δεν το 'χω διαπιστώσει. ιδίοις πούτσασιν. Λες να κλείνει έναν Γιώργο Μάγκα μέσα της;

  2. -Χθες είχαμε πάει με τη Βούλα σινεμά και μπροστά μας ήταν κάποια τετράχουφτη που ήταν καλή στα πνευστά.
    -Έκλανε;
    -Αν έκλανε; Δεν έκανε τίποτα άλλο. Η... ηχορύπανση! Απ' το πρώτο εικοσάλεπτο και πέρα, άρχισε ο κόσμος να φεύγει κακήν κακώς. Λίγο αργότερα έγινε μποτιλιάρισμα στην έξοδο.
    -Και παρακολουθούσε μόνη μέχρι το τέλος;
    -Δεν ξέρω γιατί έφυγα. Μάλλον. Εκτός αν δεν άντεχε τον κώλο της. -Άντε ρε κολλημένοι. Σηκωθήκατε και φύγατε;Η βρομιά είναι μισή αρχοντιά φίλε μου χα χα χα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστόν ξενοδοχείον εν Αθήναι. Πλην όμως, εν τιαύτη περιπτώσει αναφερόμεθα εις στον όρο Σοκολάτα-Μπανάνα δια τον πλέον κόσμιο και, τρόπον τινά, εξευρωπαϊσμένον τρόπον. Ήτοι, το απόλυτο αίσχος... αγγλιστί!

Παρακαλείσθε όπως μεταβείτε εις το λήμμα: Σοκολάτα-Μπανάνα. Αποτελεί πλήρης εξήγηση τοιαύτου λήμματος.

Got a better definition? Add it!

Published

Χρησιμοποιείται ως υποτιμητική «προτροπή» όταν κάποιο άτομο βήχει έντονα, πνίγεται από φαγητό, όταν αρχίσει να αναγουλιάζει ή όταν έχει ήδη αρχίσει να ξερνάει.

- Δεν αισθάνομαι καλά, θα κάνω εμετό.
- Γρήγορα στην τουαλέτα.
- Μπλλουυαααα...
- Ε που να ξεράσεις τα άντερα σου και τα συκώτια σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς το χέσιμο, ιδίως υπό την μορφή διάρροιας.

- Μα καλά, τι έκανες στην τουαλέτα τόσες ώρες;
- Άσε, με έπιασε μια μαύρη αιμορραγία άλλο πράγμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να τονίσει την κατάσταση κάποιου μετά από πραγματικά υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.

Συγγενικό λήμμα με διάφορα άλλα που φανερώνουν την σχέση που έχει η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ με την αδυναμία ελέγχου και των πιο απλών λειτουργιών του σώματος (στην προκειμένη περίπτωση τον έλεγχο του σφιγκτήρα του πρωκτού).

- Πώς πέρασες χθες ρε;
- Άσε μαλάκα, έχεσα παντελόνια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση αντίθεσης όταν ακούμε ένα βαρύ και φορτωμένο πρόγραμμα είτε που πρόκειται να μας αναθέσουν ή που κάποιος άλλος έχει.
Σημαίνει δηλαδή ότι εμείς βαριόμαστε πάρα πολύ, είμαστε τεμπέληδες ενώ ο άλλος μας μοιάζει Βέγγος.

Παρόμοια με την δεν παίζω ούτε τα βλέφαρά μου.

Μπορούμε επίσης να αλλάξουμε υποκείμενο αν μιλάμε για κάποιον άλλο.

- Μανόλη πήγαινε ρε συ αύριο να πληρώσεις τις τράπεζες! Με το δίκαννο θα μας κυνηγάνε.
- Τι λε ρε... εδώ εγώ βαριέμαι να κλάσω! όχι που θα τρέχω να ξεπληρώνω και τους μαλάκες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουράδα η οποία ξεγελάει τον σφιγκτήρα καταλαμβάνοντας με το εξέχον τμήμα της ένα μέρος του χώρου μεταξύ πρωκτού και σωβράκου.

Πωπω θα χεστώ πάνω μου... έχω μια κουράδα σε θέση offside.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified