Further tags

Κλασική έκφραση υποχωρητικότητας, η οποία έχει τις ρίζες της στην χαρτοπαιχτική ορολογία (παραίτηση λόγω πρόβλεψης καλύτερου χαρτιού από τον αντίπαλο, το οποίο συνεπάγεται μικρότερες απώλειες για τον παραιτηθέντα, αγγλ. pass), ήτοι βλέπω το σημείο σου και αναγνωρίζω την ανωτερότητα των επιχειρημάτων σου, οπότε κάνω πίσω δικαιολογημένα.

Πολλές φορές λέγεται και σκέτο «πάσο», χάριν συντομίας.

- ..και δεμελές... Λίτσα ή Σούλα;
- Σούλα χαλαρά! Ω ρε Ισπανία...!
- Πάσο...

Got a better definition? Add it!

Published

Εκτός των γνωστών ερμηνειών, η λέξη έχει τις επιπλέον χρήσεις:

  1. Τεμάχιο δόσης ηρωίνης, λόγω περιτυλίγματος (βλ. «πίνω ένα χαρτί») αν και σήμερα συνήθως το «τζί» (=gram.) πουλιέται σε ασημόχαρτο, αλλά και αυτούσιο ποτισμένο χαρτί σε ψυχωσιομιμητικά φάρμακα (βλ. «έφαγα ένα χαρτί»=LSD, goof balls, βενζοδιαζεπίνες κλπ).

  2. Επίσημο έγγραφο (βλ. γραφειοκρατική απειλητική έκφραση «θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί», δηλ. θα σε εμπλέξω στα γρανάζια της δημόσιας διοίκησης-δικαιοσύνης κι άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας, «έχω χαρτιά με βουλοκέρια», δηλ. είμαι νόμιμος τιτλούχος, «κάνε τα χαρτιά σου», δηλ. κάνε επίσημα μια αίτηση, καθώς και την εύστοχη κρητική παροιμία «τα ζώα τα δένουν με σχοινιά-τους ανθρώπους με χαρτιά» που δηλώνει την δεσμευτικότητα των νομικών εγγράφων).

  3. Τραπουλόχαρτο και μετωνυμικώς η χαρτοπαιξία. Προ αιώνος, η τράπουλα (ιταλ. Trappola = παγίδα, σήμερα carte da gioco / ναπολιτάνικα: piacentine) λέγονταν «χαρτάκια». Βλ. έκφραση «έχω καλό χαρτί», «δώσ' μου χαρτί», «θα παίξω το τελευταίο μου χαρτί» (δηλ. τελική κι αποφασιστική ενέργεια για την έκβαση ενός αγώνα) κ.α.

  4. Κωλόχαρτο. Συγκεκριμένα, όταν κάποιος παράτολμος (όχι τολμηρός) καθ’ έξιν κλανιάρης το παραξηλώσει, οι παριστάμενοι φωνάζουν: «Χαρτί! Δώστε του χαρτί!» (δηλαδή θα χεστείς!) Ανάλογη σημασία, έχει και η ιαχή αγανακτήσεως «σκίσου πούστη!» (= ξεκωλιάστηκες πια)...

  1. - Ψψψτ φιλαράκι! Θες γυναίκα;
    - Όχι!
    - Γουστάρεις να ποιείς κανα χαρτί; -Άσε με ήσυχο ρε φίλε...
    - Κοίτα ’δω, έχω ένα ρολόι χρυσό, ένα πενηντάρικο, το θες;
    - Μη μου γίνεσαι παλτό ρε φίλε! Ξεκουβάλα τ’ άκουσες;
    - Καλά ρε φίλε, πώς κάνεις έτσι; Το ψωμάκι μας πα’ να βγάλουμε...

  2. - Θα σου δείξε εγώ! Θα πάω σε δικηγόρο! Έχω χαρτιά εγώ!
    - Θα μου κλάσεις μια μάντρα λιμουζίνες...

  3. - Μπα-μπα; Τί βλέπω; Χαρτάκι-χαρτάκι; Το στρώσαμε βλέπω...
    - Ουστ από δω βρε κατσικοπόδαρε κι έχω φύλλο σήμερα!

  4. - Ωχ! Μεγάλε, μας την πέσανε... Πού είναι η τουαλέτα;
    - Από κει, αλλά νομίζω δεν έχει χαρτί.
    - Και τώρα;
    - Έχει κονφετί στο πάνω ντουλάπι, αν δε βαριέσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρτοπαικτική έκφραση που σημαίνει ότι δεν «σηκώνουμε» φύλλο, ότι έχουμε τα χειρότερα φύλλα απ' όλους.

  1. - Τι κώλος είμαι, σήκωσα δυο άσους.
    - Άλλος φύλλα κι άλλος μήλα…

  2. - Έχω ένα φύλλο σήμερα, ρε παιδιά. Τι σηκώνω!
    - Εγώ σκατά! Τι περιμένεις; Άλλος φύλλα κι άλλος μήλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιούμε προς διασκέδασιν γενικευμένης πικρίας μετά από ήττα σε οποιοδήποτε ομαδικό άθλημα. Ευγενής εκδήλωση αποδοχής τής ήττας, συνδυασμένη, όμως, με υποφώσκουσα ενδόμυχη πίστη στην ανωτερότητα της ομάδας μας. Χρησιμοποιείται κατά κόρον σε επιτραπέζια τεχνικά παιχνίδια, όπου η τύχη παίζει πολλές φορές καθοριστικό ρόλο, π.χ. μπριτζ, μπουρλότο, πρέφα, κούπες κλπ. Την μπιρίμπα σκοπίμως δεν την αναφέρω, καθώς δεν πρόκειται για παιχνίδι αλλά για βάναυσο σκότωμα της ελεύθερης ώρας.

Ενίοτε η έκφραση χρησιμοποιείται και στο σκάκι, αλλά μόνο σε παρτίδες blitz· σε παρτίδες πέραν του δεκαλέπτου, η επίκληση της συγκεκριμένης φράσης ως διαλύτου της υπερίσχυσης του αντιπάλου δέον να αποφεύγεται, καθώς μόνον θυμηδίαν μπορεί να προκαλέσει και ουχί μείωσιν καθ' οιονδήποτε τρόπο της δίκαιης και άξιας νίκης του αντιπάλου.

-Άντε, μοίρασε!
-Τι να μοιράσω, ρε παπάρα, αφού βγήκαμε!
-Μήτσο, παίξαμε τίμια και χάσαμε άδικα

Παίξαμε τίμια και χάσαμε άδικα! (από panos1962, 07/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναθέτω αυθαιρέτως και ευθαρσώς σε κάποιον (οποιονδήποτε αρκεί να μην είμαι εγώ) την ευθύνη ή την συνέχεια / τις συνέπειες των λόγων, των πράξεων, των αποφάσεών μου.

Ένα παμπάλαιο παιχνίδι συναναστροφής, είναι η πηγή της έκφρασης: στην παρέα, τίθεται κάποιο θέμα προς ανάλυση ή προς επεξεργασία. Πχ: «Ωραία μέρα σήμερα». Αυτός που μιλάει πρώτος και αναλύει ή περιγράφει το κυρίως αυτό θέμα, κρατάει ένα μπαλάκι. Λέει ό,τι έχει να πει και, τη στιγμή που τελειώνει τον λόγο του, πετάει αίφνης το μπαλάκι σε κάποιον άλλον της παρέας, ο οποίος είναι απροετοίμαστος όσο και αναγκασμένος να συνεχίσει πάνω στο ίδιο θέμα. Όποιος μείνει με το μπαλάκι στο χέρι χωρίς να έχει να προσθέσει ούτε μια ατάκα, χάνει και βγαίνει από το παιχνίδι. Και πάει λέγοντας μέχρι τον τελευταίο.

Το παιχνίδι αυτό είναι παρομοίας εμπνεύσεως με τις «Καρέκλες» και με τα τρισχιλιάδες τέτοια παιχνίδια, τα οποία κάποτε παιζόντουσαν στα σαλόνια, ενώ τώρα έχουν αποκλειστεί στις κατασκηνώσεις προσκόπων, μαζί με τους προσκόπους.

  1. Ααααααααα, μη μου πετάς το μπαλάκι τώρα! Το ξέρεις καλά ότι εσύ έκανες τη μαλακία...

  2. Το «μπαλάκι» στους ευρωπαίους ομολόγους του «πετά» ο Γκόρντον Μπράουν για τα τραπεζικά μπόνους και τα Golden Boys.
    (από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published

Το παιχνίδι ποδοσφαιράκι, η κατ' εξοχήν διασκέδαση παλαιάς κοπής, επειδή οι παίκτες κατά πολύ Γκραν Γκινιόλ τρόπο είναι σουβλισμένοι, σαν τον Αθανάσιο Διάκο. Παρεμπίπταμπλυ, ένας αστειάτορας Τούρκος πολιτικός δήλωσε εύστοχα: «Διαψεύδω τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο ότι ο Ελληνισμός της Πόλης είναι σταυρωμένος. Ουδέποτε σταυρώσαμε κανέναν Έλληνα. Μόνο τους κρεμάγαμε και τους σουβλίζαμε».

Επίσης, λόγω ρίμας, χρησιμοποιείται μαζί με το έτσι, σε φάσεις έτσι-γιουβέτσι. Για τη ναρκοσλάνγκ σημασία του μας τα 'πε η συναγωνίστρια. Για ετυμολογία δες την Βικούλα. Για παρετυμολογία την Φρικούλα.

Πάμε για κοκορέτσια, φλιπεράκια και ούφο;

Έτσι, γιουβέτσι, κοκορέτσι, όνομα βλογίου.

Το άθλημα εξελίσσεται (από poniroskylo, 16/01/10)

Σχετικά: κοκό, κοκόρι, κοκακόλα, αναψυκτικό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουτσαβακικὴ ἔκφρασις ποὺ σημαίνει ὀργανώνω, στήνω κυβοπαιξία, κοινῶς μπαρμποῦτι καὶ κατ' ἐπέκτασιν χαρτοπαιξία. Ὁ παππᾶς, τὸ περίκο καὶ τὰ παρόμοια δὲν παίζονται σὲ κουβέρτα, ἀλλὰ σὲ ἄλλη, ἀνένδοτη κατὰ προτίμησιν, ἐπιφάνεια. Στοὺς κυριλὲ (καὶ καλά) κύκλους ἡ ἔκφρασις ἀκούγεται ἀναλόγως παρηλλαγμένη: Στρώνω τὴν πράσινη τσόχα.

Προέρχεται ἀπὸ τὸν τονισμὸ τῆς προπαρασκευαστικῆς ἐνεργείας ἀντὶ τῆς κυρίας τοιαύτης.

Ἔλα βρὲ Μανωλάκη νὰ τὰ λιμάρουμε
Νὰ στήσουμε κουβέρτα νὰ τοὺς τὰ πάρουμε...
(Ἀπὸ τὸ ᾆσμα: Ὁ Μανώλης ὁ Χασικλῆς)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστό σχολικό παιχνίδι και ως «παλαμάκια».

Πώς παίζεται:

5 άτομα τουλάχιστον σχηματίζουν έναν κύκλο. Ένα τυχαίο άτομο χτυπάει μια φορά τις παλάμες (σα χειροκρότημα), ο διπλανός του (πχ από τα δεξιά) χτυπάει κι αυτός τις παλάμες του -και πάει λέγοντας, εκτός και αν χτυπήσει παλαμάκια δυο φορές, οπότε αλλάζει η φορά. Αν όμως χτυπήσει παλαμάκια κάποιος που δεν είναι η σειρά του, τότε το κλαίει. Οι υπόλοιποι του σκάνε σύννεφο, σφαλιάρες ή οποιαδήποτε τιμωρία ορίσουν από πριν.

Περιτεύει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος προερχόμενος από την πόκα. Τα βλέπω - ή, σε βλέπω - στην πόκα σημαίνει «ακολουθώ» το ποντάρισμά του προηγούμενου παίκτη.

Το «ακολουθώ» είναι σε εισαγωγικά, διότι εννοεί την ακολουθία στο ποσό (και όχι κάποιο ανέβασμα), αλλά επίσης διότι σλανγκοποιεί την έκφραση εκτός της πράσινης τσόχας. Όπου, Τα βλέπω σημαίνει σε ακολουθώ, συμφωνώ, τα λες καλά, μαζί σου.

Άλλος ένας όρος που ξεφεύγει σε ποκαδόρους, όπως το πάσο, ή το ντούκου...

  1. - Λέω σήμερα να πάμε από Θησείο μεριά....
    - Πάλι; - Εσυ ρε Πάνο, τι λες:
    - Εγώ σας βλέπω σε ότι αποφασίσετε. - Εντάξει, πάσο από μένα, πάμε Θησείο.

  2. - Λοιπόν συνεχίζουμε για ορεινή Αρκαδία;
    - Μέσα, ας το εξαντλήσουμε, αφού φτάσαμε ως εδώ, και ακόμα δεν νύχτωσε. Εσύ Μήτσο;
    - Τα βλέπω... εγώ θα χαλάσω την παρέα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην χειρότερη κατάσταση στην οποία θα μπορούσε να πέσει ένας άνδρας.

Άσ' τα να πάνε φίλε μου, με διώξανε απ' τη δουλειά, η σπιτονυκοκυρά μου μού έκανε έξωση, οι λογαριαμοί τρέχουν... Το μουνί και το μπουκάλι μ' έφεραν σ' αυτό το χάλι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified