Παλαιομοδίτικη φράση, συνώνυμη με τις εκφράσεις:

  • να χαθεί
  • να πάει στο διάολο
  • να πά' να γαμηθεί
  • να πά' να χεστεί
  • να πά' ν' αυτώσει
  • δεν (μου) γαμιέται

κλπ. Εδώ προφανώς υπονοείται το χρώμα του σπέρματος.

Δεν πά' να γαμηθείς ν' ασπρίσεις, λέω 'γω, που ήρθες να μου πεις ότι δεν οδηγώ καλά... Αν δεν σ' αρέσει, να παίρνεις ταρίφα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχηματίζεται κατά το στα τσακίδια, του οποίου είναι και συνώνυμο.

  1. - Ουφ, έφυγε επιτέλους αυτός ο ψωλοβρόντης! - Στα γαμήδια!

  2. - Ρε άντε στα γαμήδια από δω!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήπια βρισιά, συνήθως μεταξύ φίλων. Λέγεται ως απάντηση σε ανοησία, πείραγμα και λοιπά.

- Ρε, τι μαλλί είν' αυτό ρε βλάκα;! Σαν μουνί κλαμένο είσαι ρε!...
- Δεν μου λες, σε γάμησα ή μου ξέφυγες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος μας εκνευρίζει. Η έκφραση εννοεί «γαμώ το μουνί της Εύας που σε γέννησε».

Επίσης:

Γαμώ τον Χριστό σου
Γαμώ το σπίτι σου
Γαμώ το σόι σου
Γαμώ την τύχη σου
Γαμώ το κέρατό σου

Και για μας:

Γαμώ την πουτάνα μου
Γαμώ την τύχη μου
Γαμώ την πανακόλα μου
Γαμώ την τρέλα μου
Γαμώ το μουνί μου
Γαμώ το κέρατό μου
Γαμώ το σπίτι μου

Ουδέν σχόλιον...

Δες και γαμώ + αντικείμενο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γιαούρτια, εν προκειμένω, είναι τα χύσια.

Η πλήρης έκφραση είναι «στα μπούτια τρέχουν τα γιαούρτια». Και τρέχουν στα μπούτια όχι διότι για εκεί προορίζονταν (βλ. μπαντανάς), αλλά διότι το μουνί -ή ο κώλος- αδυνατεί να συγκρατήσει τέτοια μεγάλη ποσότητα σπέρματος και, βασικά, έχει ξεχειλίσει. Υπονοείται ίσως ότι δεν έχυσε μόνον ένας, αλλά πολλοί.

Πρόκειται για παλιά γηπεδική ιαχή η οποία, για κάποιο λόγο, ήταν δημοφιλέστερη στο μπάσκετ απ' ό,τι στο ποδόσφαιρο. Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δείξει την πλήρη κατατρόπωση.

  1. "Στα μπούτια, στα μπούτια τρέχουν τα γιαούρτια". (Ιαχή της εξέδρας)

  2. - Την αρπάξατε πάλι την κατοστάρα, αγορίνα μου ... στα μπούτια τα γιαούρτια, μαλάκες, που πήγατε και να μας κουνηθείτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασίγνωστη έκφραση αποδοκιμασίας αυτών που έχουν μόλις ειπωθεί από τον αποδέκτη της, η οποία μεταξύ όλων των συνδυασμών συγγενών και μερών του σώματος κατέχει περίοπτη θέση στην καρδιά του Έλληνος (δηλαδή, δεν ακούμε και ποτέ "της συνυφάδας σου το αυτί" ή "του μπατζανάκη σου η ωμοπλάτη").

Μαθηματικά αποτελεί την πρώτη παράγωγο άλλης πασίγνωστης έκφρασης, η οποία αναφέρεται στο ιερό πρόσωπο της Μητέρας και στο όργανο το οποίο γέννησε τον αποδέκτη της και μην κάνετε ότι δεν καταλαβαίνετε διότι δεν πείθετε κανέναν. Η χρήση της πρώτης αντί της δεύτερης προτιμάται όταν ο αποδέκτης (α) είναι πιο δυνατός από μας άρα παίζει χοντρά η πιθανότητα του να μας κάνει γκάιντα στο ξύλο, (β) δεν είναι και τόσο γνωστός μας ή (γ) δεν είπε και κάτι τόσο τρομερό για να φάει τέτοιο χοντρό ξέχεσμα.

Οι εκφράσεις του τύπου "του / της [συγγενούς] σου ο / η / το [μέρος σώματος], απαντώνται ενίοτε και στη μορφή "του / της [συγγενούς] σου ο / η / το [περίεργο αντικείμενο].

- Νώντα, σήμερα πληρώνεις εσύ.
- Της θείας σου ο κώλος ρε τσίπη, όλο εγώ πληρώνω γιατί εσύ έχεις καβούρια στις τσέπες.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που τον παίρνει σε υπερθετικό βαθμό, ο γκέουλας, το καραπουσταριό, η κραγμένη αδερφάρα.

Στο κλαμπ ο γκέι βλέπει ένα τεκνό και νιώθει την ανάγκη να του μιλήσει:
- Καλέ πώς σε λένε χρυσό μου, εσένα κάπου σε ξέρω...
- Άει γαμήσου ρε τομπαίρνουλα, που θα μου την πέσεις μέσα στο μαγαζί εμένα, τον πρώτο γαμιά της Πετρούπολης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλος ένας ελληνικός ορισμός για τους ομοφυλόφιλους άντρες.

- Πολύ στο σούξουμούξου την έχει την Μαρία ο Μάκης και θα μου την φάει στο τέλος.
- Ποιος μωρέ; ο τσιριμπίμ τσιριμπόμ; Σαν φιλενάδες τα λένε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ άσχημη γυναίκα. Σε πιο χυδαία μορφή, να μασάς σκατά και να φτύνεις.

Παναγία μου, η Παρθενόπη δεν βλέπεται! Είναι να μασάς κουκιά και να φτύνεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή και επίταση της συμβατικής βρισιάς «γαμώ το μουνί που σε γέννησε». Κάνει τη γέννα (του υβριζόμενου) να ακούγεται ως εναπόθεση επιπλέον σκουπιδιών στον κόσμο, αλλά και το μουνί (της μάνας του) ως πρωκτό, τον ίδιο ως κουράδα κλπ...

(Παράβαλε και «το μουνί που σε ξέρναγε»)

Νομίζω ότι η όλη φράση απέκτησε μεγάλη ικανότητα να δημιουργεί νοητικές παραστάσεις και εικόνες μετά το παλιό ανέκδοτο που φωνάζουν το Σαργκάνη στο μαιευτήριο.

Στερεότυπα: «γαμώ το μουνί που σε πέταγε, ρε».

Το μουνί που τα πέταγε. (από Galadriel, 18/03/09)(από Vrastaman, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified