Further tags

Κατά το ήμισυ λατινογενής φράση, αφού συντίθεται από το ελληνικό «σαύρα» και το ιταλικό «ραγκάτσα», που σημαίνει κοπέλα.

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποια κοπέλα είναι πολύ άσχημη.

(εμπνευσμένο από πραγματικό διάλογο σε 5ήμερη εκδρομή λυκείου των Νοτίων Προαστείων)
Αγόρι σε μια κοπέλα γυρισμένη πλάτη αλλά με ωραίο σώμα: -Bella ragazza! (=ωραία κοπέλα)
Το ίδιο αγόρι όταν η κοπέλα γύρισε: -Α!(επιφώνημα φρίκης), σαύρα ραγκάτσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία της φράσης Για τον πούτσο παλικάρι (gia ton poutso palikari).

-Είναι τελείως άχρηστος, είναι gtpp.

Βλ. και gtb, GTP, gtpk.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός του βλάκα στη Ρόδο, στην τοπική διάλεκτο.

Ρε συ ο Τσαμπίκος πολύ χλωρός, όλο βλακείες κάνει...

%

Βλ. και Τσαμπικία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πραγματικό γεγονός, όταν μια παρέα φαντάρων αφού είχαν κάνει χοντρή μαλακία και τους έπιασε η αστυνομία, έβαλαν τον gay της παρέας να «βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά». Οπότε και η προσέγγιση του gay ήταν πολύ χαριτωμένη. Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την εκδηλωμένη ομοφυλοφυλία.

- Δε μας τα λες καλά...
- Ντιγκι-νταγκ κυρ αστυνόμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τον παίρνει σε υπερθετικό βαθμό, ο γκέουλας, το καραπουσταριό, η κραγμένη αδερφάρα.

Στο κλαμπ ο γκέι βλέπει ένα τεκνό και νιώθει την ανάγκη να του μιλήσει:
- Καλέ πώς σε λένε χρυσό μου, εσένα κάπου σε ξέρω...
- Άει γαμήσου ρε τομπαίρνουλα, που θα μου την πέσεις μέσα στο μαγαζί εμένα, τον πρώτο γαμιά της Πετρούπολης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ άσχημη γυναίκα. Σε πιο χυδαία μορφή, να μασάς σκατά και να φτύνεις.

Παναγία μου, η Παρθενόπη δεν βλέπεται! Είναι να μασάς κουκιά και να φτύνεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιός χαρακτηρισμός για οπαδούς του ΚΚΕ (εσ.) και αργότερα του Συνασπισμού, προερχόμενο κυρίως από οπαδούς του ΚΚΕ (εξ.). Εκ του οπορτουνιστής.

- Α ρε οπορτούνα, θέλεις και τον σκύλο χορτάτο και την πίτα ακέραιη!
- Ούστ ρε Σταλινικό φυτό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαν + μούτζα σημαίνει επίσης και ανάποδο γαμώτο, δηλαδή άνθρωπος απεριποίητος, ακαλαίσθητος, που είναι γενικά άσχημη εικόνα για τα μάτια, σαν να βγήκε από ανέκδοτο. Όταν τον δεις αυτομάτως παίρνεις μία έκφραση λύπης και αηδίας, που σου σηκώνεται το μισό χείλι και μικραίνουν τα μάτια σου.

Σαν μούτζα πχ. είναι μία γυναίκα που έχει λιώσει στο σολάριουμ και φοράει άσπρο κονσίλερ, ή ένας τύπος που φορά μπλουζάκι κολλητό και διαγράφεται από μέσα το δάσος του αμαζονίου από τις τρίχες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο τόσο απαίσιο σε χαρακτήρα, προσωπικότητα, συμπεριφορά μυρωδιά και εμφάνιση, που μόνο η παρομοίωση του με ένα κάρο σάπια λεμόνια μπορεί να τον περιγράψει επαρκώς.

- Για τον Θανάση τι γνώμη έχεις;
- Άλλο κάρο με σάπια λεμόνια κι αυτός.

Got a better definition? Add it!

Published

Η ηχομιμητική προσέγγιση της λέξης «ιός», στη λέξη «υιός» (γιος), είναι υπεύθυνη για αυτόν τον σλανγκισμό.

Η γρίπη πάλι, είναι μολυσματική ασθένεια που μεταδίδεται με ιό. Είναι κατά κανόνα επιδημική και χαρακτηρίζεται συνήθως από πυρετό, καταρροή, νευραλγίες. Μακρυά από μας! Ο όρος έχει προφανώς αρνητικές συνδηλώσεις, που θα δούμε πιο κάτω.

Αν χορέψουν τώρα τον χορό του Ησαΐα η λέξη «γιος» κι η λέξη «γρίπη», τότε προκύπτει μετά βαΐων και κλάδων «ο γιος της γρίπης». Τι θέλει να πει ο ποιητής;

1) Ο όρος εκφέρεται απαξιωτικά, στα πλαίσια κουτσομπολιού ή/και αγανάκτησης για κάποιον, που κάποιοι θεωρούν πως μπορεί να κάνει ή να πει τις... μαλακίες, να είναι γκαντέμης, να είναι μούχλας, να είναι ανεπρόκοπος, να κάνει τις... καταχρήσεις και γενικότερα ό,τι κακό μπορεί να σκεφτεί και να φανταστεί κάποιος, λες κι αποτελεί μετάλλαξη του υιού της γρίπης σε ανθρώπινη έκδοση (βλ. παρ. 1).

Πολλές φορές, ο όρος μπορεί να λεχθεί κι από έναν πατέρα στα πλαίσια αγανάκτησης για το γιο του (βλ. παρ. 2).

2) Φυσικά ό όρος θα μπορούσε να αναφερθεί για κάποιον, στα πλαίσια πειράγματος (βλ. παρ. 3).

  1. - Καλά... ο Πέτρος, πολύ μαλάκας αδερφάκι μου. Χθες στην παρέα, έδωσε πάλι ρεσιτάλ μαλακίας. Παιδί βιολί.
    - Παιδί βιολί; Δε λες καλύτερα, γιος της γρίπης;
    - Ε... Ετς!

  2. - Είσαι αχαΐρευτος, ανεπρόκοπος, ακαμάτης, ατάλαντος. Όλα τα κακά πάνω σου τα' χεις. Βρε γιος μου είσαι εσύ, ή γιος της γρίπης; Μα που σε βρήκαμε; Στο Λίντλ σε ψωνίσαμε;

  3. Κώστας: - Πού 'σαι ρε γιε της γρίπης;... χα χα χα...
    O άλλος απομακρύνεται.
    Κώστας:
    - Μα γιατί απομακρύνεσαι;
    - Για να μη σε κολλήσω... χα χα χα...

ιός της γρίπης (από GATZMAN, 23/04/09)Ταινία "Θύμα". Εδώ είχε αποκαλέσει ο Κώστας Βουτσάς το μικρότερο αδερφό του, Αλέκο Τζανετάκο, ως γιό τη γρίπης. Ο "ιός" βέβαια δεν έκανε διακρίσεις.Χτύπησε και τους δυό  (από GATZMAN, 23/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified