Further tags

Αλλάζει η τύχη μου, αρχίζουν να μου συμβαίνουν ευχάριστα γεγονότα, γυρίζει ο τροχός.

Τις προάλλες που πήγα στο καζίνο κέρδισα 2.000 ευρώ! Μάλλον άνοιξε ο κώλος μου!

Βλέπε και ανοίγει, σούφρα. Δες και ανοίγει ο κώλος μου στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συχνές, επίμονες συνουσιάσεις, ιδίως με άμαθες, πρωτάρες ή παρθένες. Στην κυριολεξία το καλαπόδι είναι ένα εργαλείο, στο οποίο τοποθετούν τα στενά παπούτσια για λίγες μέρες με σκοπό να ανοίξουν.

- Καλά ε; Την ξεπάτωσε την γκόμενα. Την έχει βάλει στο καλαπόδι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφέρεται ΓουΤουΠου. Ακρωνύμια των λέξεων Για Τον Πούτσο. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αθλιότητα διαφόρων συμπεριφορών και χαρακτήρων.

- Κοίτα πως οδηγεί ρε!
- Τελείως Γ.Τ.Π

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι που γίνεται για πλάκα, για χόμπυ, απο γούστο, χωρίς ιδιαίτερο κίνητρο.

- Καλά ρε, πώς σού ρθε και δήλωσες για το Σουρβάιβορ;
- Έτσι ρε, για τη γκαύλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Δύσκολη εργασία ή θέμα που καταπιανόμαστε για να βγεί εις πέρας.

  2. Συνουσία.

  1. Λοιπόν φίλε το βάψιμο στο σπίτι μου ήταν πολύ μανίκι, έναν μήνα πάλευα για να τελειώσω.

  2. Φιλαράκο χτες είχα πολλές κάβλες και πήγα στα μπουρδέλα να ρίξω ένα μανίκι να ισιώσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίπα-κώλο.

- Δεν είναι εύκολα τα θέματα μάγκα.
- Θα μας πάνε (=8 Β=8!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κάνω έρωτα, καταφέρνω να συνουσιαστώ μ' αυτήν που θέλω. (χυδαία)

  2. Την φέρνω πισώπλατα σε φίλο, συνάδελφο, κ.λ.π.

  1. - Χτες το βράδι την πηγα σπίτι μου και της τον φόρμαρα.

  2. - Μας τον φορμάρει συνέχεια στη δουλειά ο Τάδε, όλο κοπάνες κάνει.

Βλ. και φερμάρω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απειλή, η οποία αναφέρεται στην σεξουαλική κακοποίηση άνω των δύο (2) ατόμων. Άμυνα απέναντι σε οργανωμένη ομάδα συνομιλητών, η οποία διαφωνεί μαζί μας. Καλαμάκι θεωρείται το πέος και κομματάκια κρέας οι κώλοι των συνομιλητών.

Ουδεμία σχέση με τη φράση «αγοράζω σουβλάκι».

- Πάρε Γιώργο και Νίκο και ελάτε από το σπίτι μου!
- Λέγαμε να αράξουμε απο το δικό μου...
- Έτσι και με κρεμάσετε θα σας πάρω σουβλάκι, ρε!

Got a better definition? Add it!

Published

  1. (ενν. μαλακία): αυνανίζομαι (για άντρες). Συνώνυμα: τραβάω, τον παίζω

  2. Σε φράσεις του τύπου βαράω + ουσιαστικό: κάτι που με αφορά πλησιάζει σε (άσχημο) τέλος. Συνώνυμα: πάω / κοντεύω για, χτυπάω

  1. Πω ρε μαλάκα, είχα να βαρέσω μια βδομάδα και άσπρισα τους τοίχους μιλάμε σήμερα...

  2. - Αλήθεια, πώς πάν τα παιδιά με το μαγαζί; - Πώς να πάνε... Από τότε που τα τίναξε το αφεντικό, τους πήρε η κάτω βόλτα. Τους βλέπω να βαράνε διάλυση όπου νά 'ναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπάω τα νεύρα.

Ήρθε να μου σπάσει το καυλί με τις μαλακίες της και έφυγε χαρούμενη λες και δεν τρέχει τίποτα. Τι να πω, με αυτή τη γυναίκα τα έχω χάσει τελείως...

Δες επίσης και σπάστης, σπασαρχίδης,o, σπασικαύλιος / σπασικάβλιος, ο,

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified