Το χρησιμοποιούμε σε εκφράσεις υπερβολής, όπως επίσης και σε σχόλια που θέλουμε να υπερτονίσουμε την «ανυπαρξία» και την τραγικότητα ενός άνθρωπου από άποψη ένδυσης, εξωτερικής εμφάνισης, αλλά και αντίδρασης σε κάποια κατάσταση!

  1. Ρε μλκ, τον είδες αυτόν με τη ροζ παντόφλα, δεν υπάρχει ούτε στο google το παλικάρι!

  2. Είδες την γκόμενα που πέρασε τί βυζάρες είχε; Δεν υπάρχουν ούτε στο google!!!!

Δεν γουγλίζομαι άρα είμαι ανύπαρκτος (με την καλή έννοια) (από Khan, 18/12/12)Κάποια βυζιά, ωστόσο, υπάρχουν στο Google, βλ. παράδ. 2. (από Khan, 18/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση για να δηλώσεις ότι ένα μέρος είναι απαράδεκτο και δε θα ήθελες να (ξανα)πάς με την καμία, οπότε το αποφεύγεις όπως ο διάολος το λιβάνι.

Συνδυάζεται με πικρές εμπειρίες από αυτό το μέρος, είτε προσωπικές είτε από φήμες που έχουμε ακούσει, και μας κάνουν εξαιρετικά διστακτικούς στο να πάμε εκεί.

  1. - Πωω μού έσκασε επαγγελματικό ταξίδι στην Ινδία, στο Βισακαπατνάμ
    - Όοοχι ρε φίλε, έχω πάει και είναι πίκρα, εκεί δε στέλνεις ούτε τη φωτογραφία σου. Δεν μπορείς να το αποφύγεις;

  2. - Πάμε να κάνουμε τα 5G στο Αλλού;
    - Είσαι τρελός ρε; Εκεί δε βάζω ούτε τη φωτογραφία μου στο βαγονάκι, με πάει χεσμεντέν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση δανεισμένη από την αγγλική «the best». Χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική της έννοια για να περιγράψει κάτι το τέλειο , το ανώτερο, αλλά και κυριολεκτικά για το αντίθετο. Άρχισε δε να εμφανίζεται στα ελληνικά απ' την εποχή που έπαιζε ποδόσφαιρο στην Manchester United ο George Best, που παρόλη την κρασοκατάνυξη και γενικά κραιπαλώδη ζωή του, είχε δεινές ποδοσφαιρικές ικανότητες. Εξού και η χρήση της έκφρασης για κάτι το αναπάντεχα καλό (λίρα εκατό), κάτι που όλα δείχνουν ότι δεν θα πάει καλά και διαψεύδει τους πάντες με τις επιδόσεις του (βλ. Εθν. Ελλάδας Πρωταθλήτρια Ευρώπης).

Είναι προφανές ότι το «δεν παίζεστ'» αποτελεί παράφραση του αρχικού αγγλικού «the best».

Αντιπροσωπευτικό τραγούδι: Simply the best από τη «γιαγιά» Tina Turner

  1. Κυριολεξία:
    - Πήγαμε στη συναυλία των Scorpions και ήταν ανπέκταμπλ !
    - Σώπα ρε, δε μπεστ ;
    - Δεν παίζεστ' σου λέω, χαμός έγινε.

  2. Ειρωνεία :
    - Γνώρισα χτες την αδερφή του Μήτσου που φαγώθηκε ότι με γουστάρει.
    - Έλα ρε, για λέγε , δε μπεστ;
    - Δεν παίζεστ', άσε . Σκέτη αραχνομούνα, λέμε.

(από granazis, 24/04/10)(από granazis, 24/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάντηση στην προσφιλή των νεοελλήνων ερώτηση «από πού είσαι;» (βλ. και «τίνος είσαι συ;»), προκειμένου να διαμορφώσουν άποψη (sic) για το ποιόν κάποιου.

Η έκφραση λέγεται με καζαντζίδικη περηφάνεια και υπονοεί καταγωγή πάνω απ’ το αυλάκι = καλό παιδί (αλλά άτυχο).

Βέβαια, καίτοι πάνω απ’ το αυλάκι είναι και η Αθήνα κι ο Πειραιάς, που ανήκουν στη Στερεά Ελλάδα (Ρούμελη), ωστόσο αποκαλούνται συλλήβδην καταχρηστικά «χαμουτζία». Καίτοι ουδείς αμφισβητεί (ούτε ασχολείται με) το αν οι νησιώτες και οι Κρήτες είναι «καλοί αθρώποι» ή όχι, την έκφραση φαίνεται να έχουν οικειοποιηθεί αποκλειστικώς οι βορειοελλαδίτες.

Περί του ποίοι και γιατί θεωρούνται «καλοί αθρώποι» στην Ελλάδα, για να μην πλατειάζουμε (και για να μην ρίξω κανά γαμώσταυρο), ας λάβει τον κόπο ο αναγνώστης να κοιτάξει τα λήμματα-σχόλια-ορισμούς: απέκης, Eίδες Bλάχο; Σ' είδε πρώτος!, μένω στον τόπο κ.α.

- Απο πού είσαι, πατρίδα;
- Απο ’κεί που βγαίνουνε οι καλοί αθρώποι.
- Όπα της! Καρντάσι είσαι βρέ; Εγώ είμαι τεμέτερον απο την Αριδαία! ΠΑΟΚάρα και τα μυαλά στα κάγκελα!
- Εγώ Μανιάτης απο τον Πειραιά...
- Μμμμ... Μπερδεύτηκα τώρα...
- Να σε ξεμπερδέψω εγώ άμα θές!

Έργα Ισθμού: Σκάβοντας το λάκκο τους... (από HODJAS, 29/01/10)Κουίζ: Ποιά είναι η καλή και ποιά η κακή μεριά? (από HODJAS, 29/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται η δημόσια ή ιδιωτική υπηρεσία, όπου βρίθουν οι όμορφες και καλοβαλμένες γυναίκες. Δηλαδή ο χώρος, όπου εκδηλώνεται η μουνοθύελλα.

Για παράδειγμα, μπαράκι είναι μια Δ.Ο.Υ. με φρέσκες ασεπατζούδες ή stagiaires, η Ευελπίδων την άνοιξη (οι δικηγορέσσες τα πετάνε όλα όξω), η Φιλοσοφική στου Ζωγράφου (όταν έχει μπαζοαπαγόρευση στο δακτύλιο της Ούλωφ Πάλμε), όλα τα ιδιαίτερα γραφεία πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών, των μεγαλοκαρχαριών (γιατρών-δικηγόρων-οικονομολόγων-μπισνεσμάνων κλπ) καθώς και όλα τα καταστήματα καλλυντικών.

Σε τέτοιες υπηρεσίες, μ’ ένα μικρό σκρίνιο με ποτά, ένα σιφόν στην εταζέρα, απαλή μουσική και ο Μούτσιος να χαμογελά πονηρά «ας πιούμε κάτι» με δυο ποτήρια στο χέρι, η απελευθέρωση του ω(ρ)αρίου δεν θα ήταν κακή ιδέα...

- Με στείλανε να παραδώσω τα απόρρητα σήματα προσωπικά στο ναυαρχούκο κι έπαθα πλάκα!
- Δηλαδή; Έφαγες καμιά καμπάνα;
- Όχι ρε! Καθόμουν και περίμενα στο διαγγελείο μέχρι να με φωνάξουνε και πρέπει να πέρασαν απο μπροστά μου και δέκα μοντέλες πιλαφίνες! Μιλάμε, το ΓΕΝ είναι σκέτο μπαράκι, φίλος!
- Άτιμη ιεραρχία! Εμας περνούν μπροστά μας και του ναυαρχούκου περνάνε απο κάτω του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερθετικός του μπόμπα. Σημαίνει άριστα, τέλεια, απίθανα. Προφανώς αποτελεί συμφυρμό τής μπόμπας με τον Πομπιντού (Ζορζ Πομπιντού: πρόεδρος της Γαλλίας από το 1969 μέχρι το 1974, οπότε και αποδήμησε).

  1. Πήγαμε Βελούχι για τριήμερο και περάσαμε μπομπιντού! Δε σου λέω τίποτα!

  2. Πήραμε καινούριο server και σύνδεση 100Mb μέσω οπτικής ίνας. Μιλάμε, μπομπιντού! Όλα σφεντόνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «κάτσε καλά», αλλά χρησιμοποιείται κύρια ως επιθετικός προσδιορισμός πραγμάτων, προσώπων και καταστάσεων. Βλέπε και γαμάτο, τζαμάτο, μερακλαντάν κλπ.

  1. - Καλή η αφρικάνα;
    -Κατσεκαλάν! Δεν παίζεται.

  2. Τη Μαριώ δεν την πιάνει το μάτι σου, αλλά μου 'κανε κάτι κατσεκαλάν κλαρίνα, μου 'φυγε το κλαπέτο!

  3. Πήγαμε τριήμερο Ζαγοροχώρια, κατσεκαλάν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει άλλ' αντ' άλλων, αλλά είναι πιο ποιητικό και πιο εύηχο. Εξάλλου, σε κάποιες περιπτώσεις βολεύει, ενώ το άλλ' αντ' άλλων όχι.

  1. Καλά, η γκόμενα είναι χαμένη στο διάστημα, νομίζει ότι τη γουστάρω. Αλλού ντ' αλλού σου λέω!

  2. - Τρία σπαθιά.
    - Καλά, αλλού ντ' αλλού. Αφού είπες πάσο!

  3. Πήγα εκεί που μου 'πες. Αλλού ντ' αλλού. Βενζινάδικο είναι ρε μαλάκα!

Στο 1.10 η Γιαλαλαού "κάθε βράδυ βγαίνει παρφουμαρισμένη και αλλού ντ\' αλλού" (από Khan, 28/10/09)

Δες επίσης και αλλού και αλλού γι' αλλού αλλά και Άλαν Ντάλον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφανώς έκφραση μεγαλοποίησης της αρεσκείας ενός ατόμου ως προς ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, κατάσταση κλπ...

Χρήζει περαιτέρω ανάλυσης

— Πώς ήταν η έκθεση μοτοσυκλέτας ρε μπίου;
— Καλά μπρο δεν πιάνεις, και γαμώ λέμε ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατά βάση λόγια αυτή έκφραση χρησιμοποιείται στην καθημερινή ομιλία για να περιγράψει ένα χώρο - ή σπανιότερα μια γενικότερη κατάσταση - όπου κόσμος μπαίνει και βγαίνει, έρχεται και φεύγει, σε άσχετες και άκυρες ώρες, χωρίς κανείς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Μια φάση ψιλοαλαλούμ δηλαδής, φάση οτινανισμού, όπου ο όποιος έλεγχος έχει (ή τείνει να) χαθεί...

Κι όταν μιλάμε για κόσμο, εννοούμε πολύς κόσμος, λαός κι έτσι - χωρίς βεβαίως να λησμονούμε οτι το «πολύ» είναι άκρως σχετικό, άλλο μέτρο ισχύει π.χ. για ένα ιδιωτικό σπίτι και άλλο για τα γραφεία, ας πούμε, ενός πολιτικού κόμματος.

Το σλανγκ στοιχείο έγκειται ασφάλουσλυ στην ειρωνεία που η έκφραση υποκρύπτει. Με έναν λίαν εύσχημο, ευφημιστικό τρόπο, δηλώνεις πως οι συνθήκες που επικρατούν σε έναν χώρο / μια κατάσταση, προσιδιάζουν σε αυτές ενός μπουρδέλου, ενός κερχανείου (κκελχανείου εις την κυπριακήν). Το οποίον μπουρδέλο νοείται, φυσικάουα, τόσο κυριολεκτικώς όσο και μεταφορικώς.

Πρόκειται φυσικά για μπαμπαδίστικη έκφραση, μπαμπαδισμό. Σπάνια έως ποτέ θα ακούσεις π.χ. έναν κάγκουρα με τα μαλλιά φράχτη και με κωλοπειραγμένο παπί να την μεταχειρίζεται.

Αντιθέτως, βγαίνει πολύ συχνά απ' τα χείλη απηυδισμένων μαμάδων και μπαμπάδων, φρικαρισμένων με τα καμώματα του κανακάρη (ή κανακάρισσας) τους, που πλέον χρησιμοποιεί την πανίερη οικιακή εστία ως ένα είδος ξενοδοχείου: μπαινοβγαίνει χωρίς να αλλάζει κουβέντα με κανέναν, αποφεύγει μετά βδελυγμίας να συνεστιαστεί στο παραδοσιακό τραπέζωμα, δεν σκουπίζει τα παπούτσια του στο χαλάκι της εισόδου, πετάει τα ρούχα του όπου βρει, και άλλα ανατριχιαστικά παρόμοια. Το χειρότερο και σημαντικότερο όμως, είναι που κουβαλάει μαζί του διάφορα άγνωστα στους γονείς πρόσωπα, υπόπτου ηθικής υποστάσεως. Η τυπολογία αυτών των εισβολέων της οικιακής ειρήνης, ανεξάντλητη: από μαλλιάδες και αρβυλοφόρους χεβιμεταλλάδες μέχρι ρεϊβούδες γκόμενες με ροζ μαλλιά και 600 σκουλαρίκια σε κάθε αυτί...

Παραδόξως, αυτές οι μπαμπαδίστικες εκφράσεις, το σφάξιμο με το γάντι ένα πράμα, πιάνουν καμιά φορά τόπο εκεί όπου τα κατά ριπάς μπινελικώματα και οι τσιρίδες αποτροπιασμού, το μόνο που καταφέρνουν είναι να μουλαρώσει ο νουθετούμενος και να συνεχίσει ακάθεκτος το ίδιο βιολί... Αυτή είναι η μαγεία της γλώσσας: το τιμημένος π.χ. μπορεί ενίοτε να ακουστεί πιο βαρύ, πιο δηκτικό, πιο φαρμακερό από το γαμημένος...

Ακολουθεί κοινωνιολογικό σχόλιο. Διαβάζετε με δική σας ευθύνη.

Η μετατροπή της παραδοσιακής οικιακής εστίας σε απλό υπνώνα (τον οποίο οι ένοικοι επισκέπτονται μόνο το βράδυ για να ξεραθούν στον ύπνο) ή ξενοδοχείο (όπου καθένας μπαινοβγαίνει χωρίς την υποχρέωση του - έστω στοιχειωδώς - λόγον διδόναι), αποτελεί σύμπτωμα μιας γενικότερης αποδιάρθρωσης των παραδοσιακών θεσμών. Η οικογένεια, προνομιακό αντικείμενο της κοινωνιολογικής έρευνας, βάλλεται πανταχόθεν. Ο χαρακτήρας της δεν παραμένει σταθερός, μετασχηματίζεται. Από το αρχαίο πατριαρχικό πρότυπο και την διευρυμένη οικογένεια, περάσαμε σιγά-σιγά στην πυρηνική ή συζυγική οικογένεια, ενώ τώρα πλέον τείνουμε σταθερά προς την μη-οικογένεια. Σε ένα συνέδριο στο οποίο πρόσφατα παρέστην, μια από τις εισηγήσεις είχε τον εύγλωττο τίτλο «Σπιτικά χωρίς κουζίνα»....

  1. - Πώς την έχει δει αγόρι μου; Τι θα γίνει πια με την περίπτωσή σου; Πας κι έρχεσαι κι ούτε μια κουβέντα δε μας λες.. Κέντρο διερχομένων γίναμε...
    - Καλά ρε πατέρα, άσε το κήρυγμα για καμιά άλλη ώρα, τώρα δεν είμαι σε φάση...

  2. - Μωρή, ποιος είναι πάλι αυτός που κουβάλησες χτες ξημερώματα; Σας άκουσα, αμ τι, νόμιζες ότι κοιμόμουνα; - Ο Σάκης ρε μαμά απ' τη σχολή, τι ζόρι τραβάς τώρα;
    - Χτες ο Σάκης, προχτές ο Αντρέας, παραπροχτές εκείνος ο μαλλιάς, τις προάλλες ο ξυρισμένος με το χαλκά στη μύτη... Κέντρο διερχομένων, για να μην πω καμιά πιο βαριά κουβέντα και κολαστώ η γυναίκα...

3 Κέντρο Διερχομένων το Υπουργείο Άμυνας. Από το «Βήμα».

  1. Δεν θα το επιτρέψουμε ποτέ να γίνει. Δεν θα επιτρέψουμε να διαλυθεί το σχολείο και να γίνει κέντρο διερχομένων. (Από αγριοχρίστιανους θεολόγους, εδώ)

(από Δημήτρης Ντούρτας, 21/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified