Η καπότα, ή κράνος, φτιάχτηκε για να κάνει παρέα στον πέοντα προστατεύοντάς τον από κεφαλικούς φόρους και παράσημα που παρέχονται απλόχερα, ειδικά κατά τη διέλευσή του από αδιερεύνητα βαθύσκιωτα φαράγγια. Εκεί η ρώσικη ρουλέταθερίζει.

Τι υποδηλώνει ο όρος «τρύπια καπότα»;

1) Όταν μιλάμε για τρύπια καπότα, αναφερόμαστε σε άχρηστο κράνος. Άρα αναφερόμαστε σε άχρηστο άνθρωπο (ανεξαρτήτως φύλου).

2) Το κράνος αυτό, δεν φτάνει ότι δεν προστατεύει, επιβαρύνει κιόλας με την παρουσία του αυτόν που τον φοράει. Άρα όταν αναφέρουμε τον όρο, μπορεί να αναφερόμαστε και σε κάποιον, που ζει παρασιτικά εις βάρος άλλων.

3) Το άχρηστο αυτό κράνος, είναι ftpπροδιαγραφών και με την κλασσική (για χρήση πέοντα) αλλά και με τη σλανγκική έννοια (gtp). Άρα η εκφορά του όρου, παραπέμπει σε άτομα, που προσεγγίζουν το μηδενικό επίπεδο, το επίπεδο του τίποτα.

4) Το κράνος αυτό έρχεται σε επαφή με σιχαμερές ουσίες, άρα παραπέμπει σε σιχαμερά άτομα.

Σημείωση: Ο όρος βγάζει πολύ τσαντίλα και συσσωρευμένη οργή όταν εκφέρεται.

Δες και λήμμα: καπότα.

  1. Δυο συνεταίροι τσακώνονται.
    - Α να χαθείς μωρή τρύπια καπότα.
    - Γιατί με βρίζεις;
    - Γιατί είσαι ένα άχρηστο υποκείμενο. Δεν προσφέρεις τίποτα, ενώ έχεις τις... απαιτήσεις.

  2. Ο Πέτρος ξέρει ότι ο Κώστας έχει παράνομη σχέση μακράς διάρκειάς και τον εκβιάζει οικονομικά, προκειμένου να μην το παίξει Αρτέμης Μάτσας στη γυναίκα του Κώστα, μαρτυρώντας της την κατάσταση.
    Κάποια στιγμή ο Κώστας τα παίρνει στο κεφάλι.
    Κώστας
    - Α ρε... είσαι μια τρύπια καπότα.
    Πέτρος:
    - Γιατί;
    Κώστας:
    - Γιατί μου 'χεις μπαστακωθεί, ρε σιχαμένο υποκείμενο, στο σβέρκο και μου ρουφάς το μεδούλι, προκειμένου να μη με ρουφιανέψεις στη γυναίκα μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση προερχόμενη από τη γεωμετρία, την χωροταξία και το σχήμα των τριών ανδρικών γεννητικών οργάνων. Το πέος στη μέση και τους όρχεις εκατέρωθεν.

Συνοδευομένη από το τη φράση «πήραμε τον...» αναφέρεται σε καταστάσεις όπου παρατηρείται μια χρονική σειρά τριών δυσάρεστων γεγονότων, όπου το τρίτο είναι συνήθως και το χειρότερο, μιας και δίνει το τελειωτικό χτύπημα.

Εάν προηγείται η φράση «να κι ο...», τότε αναφέρεται σε παρέα τριών ατόμων, όπου οι δύο από αυτούς εκπληρώνουν ήδη όλες τις προϋποθέσεις για να ισχύει για αυτούς η φράση: «τα αρχίδια πάνε πάντα δύο δύο» και ο τρίτος της παρέας είναι πλέον το κερασάκι στην τούρτα, ώστε η παρέα των τριών ατόμων να καθίσταται το ίδιο αξιοπρεπής όσο και τα γεννητικά όργανα.

Πήραμε το τρίτο το μακρύτερο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα που επιμένει ότι η Ερεσός είναι η καλύτερη παραλία του κόσμου, και δεν δέχεται κουβέντα επ' αυτού.

Στην μαστορική διάλεκτο, το τριβίδι είναι το εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη λείανση κάθε επιφάνειας (ξύλο, σοβάς, πλαστικό κλπ). Στην σλανγκουάζ περίπτωσή μας όμως, αναφέρεται στην τριβή δύο αιδοίων, για την παραγωγή θερμοσεξουαλικής ενέργειας.

-Ωραίο κομμάτι η κοπελιά απέναντι. -Άσε με μωρέ. Τρεις ώρες την χαλβάδιαζα χθές, νόμιζα ότι πήγαινα καλά, και άξαφνα, μου σκάει το παραμύθι...
-Ποιο παραμύθι;
-Ότι είναι λεσβία. -Το μανουλομάνουλο τριβίδι ρε Φόντα; Ρε μπας κι ήθελε να σε ξεφορτωθεί ρε κακόμοιρε. Αυτή ακουμπάει τον πάγκο και αφήνει ορμόνες ρε...
-Ναι, λίγη τεστοστερόνη την αφήνει όσο να'ναι....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα η οποία δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στις σεξουαλικές συνευρέσεις με δύο άντρες. Ο όρος προέρχεται από το γνωστό τρόφιμο, στο οποίο τα υλικά τοποθετούνται ανάμεσα σε δύο φέτες ψωμί.

- Φίλε, γνώρισα μια παρτουζού... Τρέφεται μόνο με σάντουιτς.
- Το βράδυ σπίτι σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για το πρώτο (γνωστότερο, δημοφιλέστερο και περισσότερο χρησιμοποιούμενο) μέρος της παροιμίας: Του κώλου τα εννιάμερα - του πούτσου τα σαράντα.

Background / παρασκήνιο: Τα «εννιάμερα» και τα «σαράντα» είναι μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι τελετές που γίνονται στην μνήμη νεκρών και αφορούν σε τρισάγια και επιμνημόσυνες δεήσεις. Τρισάγιο γίνεται στο τριήμερο («τριήμερα») και στις εννιά ημέρες («εννιάμερα») από τον θάνατο του νεκρού, ενώ επιμνημόσυνη δέηση ψάλλεται στο «σαρανταήμερο» ή «στα σαράντα» (δηλαδή στις σαράντα ημέρες), στους τρεις μήνες («τρίμηνα»), στους έξι μήνες («εξάμηνα») και στο χρόνο (ετήσιο) από τον θάνατο καθώς και στα τρία χρόνια από την κηδεία.

Στο θέμα μας: Τα «εννιάμερα» γίνονται πριν τα «σαράντα». So, όταν τρώμε κόλλυβα για τα «εννιάμερα» του κώλου, ήδη τρώμε τα κόλλυβα για τα «σαράντα» του πούτσου. Τουτέστιν, πρώτα πεθαίνει ο πούτσος και μετά ο κώλος κι αυτό το ξέρει ο κόσμος όλος.

Επικρατεί, ο πιο θλιβερός θάνατος να είναι ο πρώτος, δηλαδή αυτός του πούτσου. Η θλίψη μας για τα «σαράντα» του πούτσου είναι μεγαλύτερη, κατά πολύ, από αυτή για τα «εννιάμερα» του κώλου.

Συνεπώς, η έκφραση «του κώλου τα εννιάμερα» αναφέρεται σε γεγονότα των οποίων η σημασία κρίνεται ως μικρή σχετικά, δεδομένου ότι υπάρχουν άλλα πολύ πιο σημαντικά για να κλάψει κανείς...

Και εδώ έρχεται και δένει ο παρών ορισμός με τον προηγούμενο (σπεκ στους προλαλήσαντες), όπου αναφέρεται μεταξύ άλλων:

«Χρησιμοποιείται ... για να δηλώσει κάτι ... ανάξιο λόγου, με μια δόση αγανάκτησης ή επιδεικτικής αδιαφορίας.»

-Αυτός ο Κώστας όλο με gucci και armani τριγυρνάει ρε Ελένη, στάνταρ είναι πολύ φραγκάτος.
-Του κώλου τα εννιάμερα είναι μωρή μαλάκω, φραγκάτος και τρίχες, γιαυτό πηγαίνει στην δουλειά με το παπάκι; Μαϊμούδες είναι τα gucci, ξεκόλλα με τις θεωρίες.

(από Vrastaman, 05/02/09)(από pavleas, 05/02/09)(από Galadriel, 05/02/09)(από pavleas, 09/02/09)

Βλ. και Τ.Κ.9 (ταυ κάπα εννιά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφού εξαντλήθηκε το θέμα πάτου στο αντίστοιχο λήμμα που θα μπορούσε να είναι και διατριβή με όνομα «Περί πάτων», έρχεται και η ατάκα εμπνευσμένη από τον Κώστα Τσάκωνα,

Χ (όσο πιο μεγάλο τόση μεγαλύτερη έμφαση) χρόνια βαρελάς, τέτοιο πάτο δεν ξανάδα.

Είναι η επιτομή της φιλοφρόνησης για τα οπίσθια μιας γυναίκας και την κρατάμε μόνο για εξαιρετικές περιπτώσεις.

Φυσικά δε λέγεται σε τετ-α-τετ περιπτύξεις τύπου πρώτο ραντεβού «α, by the way, τόσα χρόνια βαρελάς, τέτοιο πάτο δεν ξανάδα», οχι.

Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται αποκλειστικά σε φανάρια, πάρκα κλπ. όπου ο εν λόγω πάτος τυχαίνει να παρελαύνει και φυσικά φωναχτά για να το ακούσει όλος ο περίγυρος.

Δές και σαράντα χρόνια φούρναρης, όπου ο λημματοδότης έχει αγγίξει την έκφραση και από μια άλλη σκοπιά.

(σε παγκάκι που κάθονται δυο φίλοι και τα λένε, περνώντας ένας τέτοιος πάτος}

- Πώπω μανάρα μου, τι πατούρα είναι αυτή, να σε χαίρεται η μάνα σου κορίτσι μου
- ΈΕΕρρεε, τριάντα χρόοονια βαρελάς, τέτοιο πάτο δεν ξανάδα...(ακολουθεί σφύριγμα τσολιά στα Βλάχικα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σοφή παροιμία των αρχαίων Σουμερίων, επίσης συναντάται και στην μορφή τρεις τον πούτσο κλαίγανε με πολλαπλές χρήσεις στην καθομιλουμένη. Για έμφαση μπορεί πριν την έκφραση να χρησιμοποιηθεί και το άιντεεεεεεε και για ακόμα μεγαλύτερη έμφαση να συνοδεύεται από χαρακτηριστική κίνηση παλινδρόμησης της χούφτας.

Με την έκφανση αυτή, συχνά χρησιμοποιείται ανάλογα με την περίσταση, ως συνώνυμη με άλλες εκφράσεις (χαμηλότερου και λαϊκότερου επιπέδου ασφαλώς) όπως άρες μάρες κουκουνάρες, άρτσι μπούρτζι και λουλάς, ό,τι να 'ναι να ‘χαμε να λέγαμε, καλά κρασιά, εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται ή σε διάφορους συνδυασμούς αυτών.

Σε κάθε περίπτωση χρησιμοποιείται ως σχόλιο σε κάποιο γεγονός ή κάποια δήλωση άλλου, σε έκφραση διαφωνίας, απαξίωσης, αποδοκιμασίας, περιφρόνησης, βδελυγμίας κ.λπ. ή και ως διαπίστωση πλήρους ασυνεννοησίας μεταξύ δύο ομιλητών.

- Άσε με ρε έχω φορτώσει, πήρε η διευθύντρια και μου ζήταγε μέσα στον χαμό, να της στείλω σε excel ανάλυση ανά τμήμα για το ετήσιο κόστος του χαρτιού υγείας.
- Άιντεεεεεεεεε, τρεις τον πούτσο κλαίγανε πέστης…

- Μωρέ Σούλα, έχω τραπέζι τους κουμπάρους μου, πες κάτι εύκολο και γρήγορο να φτιάξω εσύ που είσαι μαστόρισσα σε αυτά.
- Α, μια ωραία συνταγή είναι το ζαρκάδι με μύρτιλλα και σως πριμαβέρα.
- Αμάν ρε Σούλα, τρεις τον πούτσο κλαίγανε, εύκολο και γρήγορο σου είπα…

- …και του λέω, πες ρε Γιώργο κανα πικάντικο νέο τις τελευταίες μέρες που δεν μιλήσαμε… και τι μου λέει το άτομο; «βρήκα ένα κόλπο με το spacebar και πέρασα στην επόμενη πίστα»
- Πώωω, τρεις τον πούτσο κλαίγανε, το άτομο είναι εντελώς καμένο.

(από Galadriel, 24/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από την χαρακτηριστική κίνηση που γίνεται όταν βαράει κάνεις μαλάκια.

Η χρήση της δεν προορίζεται στην καθεαυτού πράξη του αυνανισμού, άλλα στην βαρεμάρα και την απραξία, συνώνυμο του τα ξύνω.

- Τι λέει σήμερα η δουλειά;
- Τίποτα δεν έχω κάνει. Τον πλάθω απ' το πρωί.

Κουλουράκια (από Vrastaman, 19/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα λήμμα με πολλαπλές χρήσεις και έννοιες. Η εννοιολογική απόδοσή του λήμματος εξαρτάται από το τι προηγείται της φράσης «τον κώλο του/μου». Πάντως σε κάθε περίπτωση η χρήση του, υποδηλώνει υπερβολή.

Όταν η συζήτηση αναφέρεται σε μεταφορικά μέσα, αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες, τρένα, λεωφορεία, αεροπλάνα, σκάφη κ.λπ., και προηγείται η το ρήμα «πηγαίνω» σε οποιονδήποτε χρόνο, τότε η φράση χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την υπερβολική ταχύτητα του μέσου. (Παραδείγματα 1 & 2).

Όταν ο ομιλών αναφέρεται σε τρίτο πρόσωπο, ή στον εαυτό του και πριν από το εν λόγω λήμμα χρησιμοποιεί ρήμα που υποδηλώνει ότι κάτι κάνει ο ίδιος ή το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται, τότε χρησιμοποιείται ως απόδοση υπερβολής στο ρήμα που προηγείται. (Παραδείγματα 3 & 4).

  1. - Φώτη, το εργαλείο πάει καλά με το νέο μοτέρ;
    - Μεγάλε πάει τον κώλο του. Τι να σου λέω. 320 άλογα βγάζει.

  2. Πήγαμε Θεσσαλονίκη με τον Γιώργο. Ρε συ, αυτός πάει τον κώλο του. Ούτε 4 ώρες δεn κάναμε.

  3. Δεν ξαναπάω για ποτό με τον Παναγιώτη. Κάθε φορά πίνει τον κώλο του και γίνεται κωλοτρυπίδι.

  4. Αφού έφαγες τον κώλο σου το βράδυ. Πώς να μη σε πονάει το στομάχι σου απ' το πρωί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified