Further tags

Ο κόλακας, ο γλείφτης.

- Δημήτρη μου, είσαι το καλύτερο παιδί, τι θα κάναμε χωρίς εσένα, είσαι μία όαση μέσα στη ζούγκλα της πόλης, είσαι ό,τι καλύτερο έχουμε για παρέα!!!!!
- Μαλάκα μην τον ακούς. Είναι Γιώργος Αυτιάς. Σε όλους τα ίδια λέει.....

Το απόλυτο επίτευγμα του Αυτιά! (από Khan, 17/10/09)(από Khan, 14/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φουσκωτός επιδειξίας, αυτός που στο γυμναστήριο φοράει εφαρμοστά αμάνικα, προσφέρεται να δείξει (μόνο σε καλές γκόμενες) πώς γίνεται σωστά η άσκηση και περιφέρεται σφιγμένος από τους διαδρόμους και τα ποδήλατα μέχρι τα πεκ-ντεκ, έχοντας άποψη για κάθε τύπο άσκησης.

Συναντάται επίσης και σε πολυσύχναστες παραλίες το καλοκαίρι, παίζοντας κυρίως ρακέτες και έχοντας αδειάσει όλο το coppertone στο σώμα του. Το λήμμα προέρχεται από την αγγλική λέξη body (σώμα).

- Χθες ο Φλοίσβος ήταν γεμάτους μποντέους που παίζαν ρακέτες. Αν έκανε ντου η υπηρεσία αντιντόπινγκ εκεί θα γέμιζε 10 κλούβες!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όπως τον γέννησε η μάνα του, ο γυμνός.

- Άσε μπήκε η μάνα του και μας έπιασε στα πράσα!
- Τι φάση; Ήσουνα τσάτσαλη;
- Ναι, και το βρακί στο πάτωμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποδηλώνει τον ευπρεπή άνθρωπο με συναίσθηση του γούστου και κυρίως της τάξης στο ντύσιμό του. Ξεχωρίζει από την άψογα χτενισμένη κουπ του και τα ασορτί κάλτσα-γραβάτα-μανικετόκουμπα-μαντήλι που συνηθίζει να φοράει (για άντρες) και την αρμονία των κοσμημάτων στις γυναίκες. Μπορεί να είναι μόνιμο ή ευκαιριακό φαινόμενο.

Ανώνυμη μάνα:

Είδες Νίτσα μου ο Μάκης της Γεωργίας που πήγε να ζητήσει την Μαρία από τις γονείς της; Κουρεμένος... ξυρισμένος... σιδερωμένος... με το κουστούμι του... με τα όλα του το χρυσό μου... Τρίγκα παπαρίγκα σου λέω... Όχι σαν τον δικό μου τον αχαϊρευτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φευγάτος, ο άλλ' αντ' άλλων.

-Μα τι κάνει αυτός;
-Ας τον, ειναι γεια σου το άτομο...

Got a better definition? Add it!

Published

Είμαι άσχετος με κάποιο θέμα, δεν γνωρίζω τίποτα.

- Μπάμπης: Μάκη πού είναι ο Τάκης;
- Μάκης: αι σπίκ ίνγκλαντ βέρυ μπεστ. Έχω να τον δω μέρες...

(από patsis, 04/12/10)(από Vrastaman, 09/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ομοφυλόφιλοι, οι γκέι, οι πούστηδες, οι αδερφές, οι ντιντήδες, οι γυναικωτοί, οι λουλούδες κλπ.

- Ωπ, η δικιά σου είναι αυτή στο σμαρτάκι με τον τυπά;
- Ναι, αλλά μη σκας. Ο Ρούλης παίζει για την... άλλη ομάδα.

Βλέπε και με τους άλλους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματική φράση που λέγεται σε έναν συνομιλητή, αλλά αναφέρεται σε τρίτο πρόσωπο που είναι παρόν, όμως έχει εκστομίσει τέτοια μαλακία που δεν αξιώνει κατά πρόσωπο απάντησης.

Η ερμηνεία του απαιτεί τρία στάδια αντίστροφης αναγωγής: Σημαίνει ότι το τρίτο πρόσωπο δεν είναι καλά... άρα χρειάζεται εξετάσεις... άρα πρέπει να του πάρουμε αίμα.

- Σοβαρά ρε μαλάκες, νομίζω ότι το Metal έχει πεθάνει.
- Τι είπε αυτός ρε μαλάκα Μπάμπη; Άκουσα καλά ή μπήκε λακ στ' αυτιά μου; Πάρ' τον αίμα...

Got a better definition? Add it!

Published

Είμαι τόσο αδερφή που, όταν κρατάω τσιγάρο, τσακίζω στο ύψος του ώμου τον καρπό του χεριού που κρατάει το τσιγάρο, για να μιμηθώ την κομψή γυναίκα. Έτσι λοιπόν, καίω τη βάτα του σακακιού μου...

Βλ. και πνίγω το λαγουδάκι, την τρίζει την όπισθεν, κλπ

- Καλά, δεν βλέπει η Μαρίνα πως αυτός που παντρεύτηκε είναι αδερφάρα; - Τι να σου πω, δεν ξέρω... Φαίνεται όμως με τη μία ότι ο τύπος την καίει την βάτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε άτομο το οποίο όχι μόνο δεν προκαλεί σεξουαλική διέγερση (σεξουαλικά αδιάφορο δηλαδή), αλλά ίσως προκαλεί και τα ακριβώς αντίθετα συμπτώματα.

Αντώνυμο: καυλωτής.

Εκ του λατινικού persona non grata (ανεπιθύμητος, απρόσδεκτος) και του νεοελληνικού κούκου (καύλα, στύση, σεξουαλική διέγερση γενικότερα).

Από τότε που άνοιξα κατά λάθος την πόρτα της τουαλέτας και την είδα να σκουπίζεται, αποτελεί persona non koukou για μένα, όσο μεγάλες βυζάρες κι αν έχει...

Got a better definition? Add it!

Published