Φεύγουμε αμέσως, την κάνουμε. Ξεκίνησε ώς την κανά (απο το την κάνουμε) και εξελίχθηκε σε τη Μελίνα (από την τραγουδίστρια Μελίνα Κανά).
- Πώ πω... Πέρασε η ώρα!
- Άντε, τη Μελίνα!
Φεύγουμε αμέσως, την κάνουμε. Ξεκίνησε ώς την κανά (απο το την κάνουμε) και εξελίχθηκε σε τη Μελίνα (από την τραγουδίστρια Μελίνα Κανά).
- Πώ πω... Πέρασε η ώρα!
- Άντε, τη Μελίνα!
Got a better definition? Add it!
Χιουμοριστικός όρος για κάποιον που κάνει μπανιστήρι, συνήθως μικρής (σχολικής) ηλικίας. Έγινε γνωστό από παλαιότερη χιουμοριστική εκπομπή του Μάρκου Σεφερλή.
(ο μικρός Νικολάκης παίρνει μάτι τους γείτονες να βγάζουν τα μάτια τους)
- Επ Νικολάκη, τί κάνεις εδώ πονηρούλη; Τον μικρό τυμπανιστηρτζή;
Got a better definition? Add it!
Έκφραση από στίχο εϊτάδικου σκυλάδικου του Τ. Τσιμογιάννη, η οποία χρησιμοποιείται όπως το κερατούκλης και το ατιμούτσικο, συχνά δε τα συνοδεύει ως κατακλείδα.
- Έχει καψουρευτεί μαζί μου ο Μπίλης, σε λέω.
- Κάνεις και ζημιές!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φράση προερχόμενη εκ του Pop/R&B ακούσματος «Αν μου φτάναν τα λεφτά» του Stan (Στράτου Αντιπαριώτη).
Η ιστορία έχει ως εξής:
- Νεαρός κοζάρει ξανθό νέτο στη σχολή.
- Νέτο κολλημένο με γκόμενο, ο νεαρός έχει φάει φλας με την πάρτη της. Πιστεύει ότι το να ρίξει τέτοιο θεόμουνο έχει τις ίδιες πιθανότητες με το να του κάτσει το Λόττο.
- Νέτο βλέπει τον γκόμενό της να φασώνεται με άλλη, τον παρατάει κι αρχίζει να τρέχει.
- Ο νεαρός ξαφνικά πέφτει πάνω στο νέτο, αυτή του χαμογελάει και το όνειρό του γίνεται πραγματικότητα.
Η φράση χρησιμοποιείται για περιπτώσεις γκόμενας η οποία αποτελεί υπόδειγμα τέλειας γυναίκας, σε εμφάνιση, σε χαμόγελο, σε χαρακτήρα και γενικά ακριβώς σε ότι γουστάρει ο ενδιαφερόμενος. Απλά όπως συμβαίνει πάντα, έχει γαμηθεί ο Δίας και έχει προλάβει άλλος πριν από εμάς. Γι' αυτό και το να σου κάτσει τέτοια γκόμενα και να την πετύχεις σε ελεύθερη φάση, είναι πιο δύσκολο κι απ' το να σου κάτσει το Λόττο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
(Και τεσσάρα και οχτάρα κλπ, αλλά από κάπου έπρεπε ν' αρχίσω).
Με αυτόν τον ποδοσφαιρικής συντριβής όρο χαρακτηρίζονται οι καρδερίνες, με βάση το πόσες λευκές βούλες έχουν στα φτεράκια της ουράς. Θυμάμαι που το λέγαμε πιτσιρικάδες, εκεί στα τέλη '70, αλλά όπως φαίνεται από το τελευταίο παράδειγμα, αυτού του είδους η ταξινόμηση είναι αρκετά παλιότερη (ξεφυλλίζοντας πάλι τον Μίσσιο τα θυμήθηκα). Υποτίθεται ότι οι εξάρες καρδερίνες είναι οι πλέον καλλικέλαδες, αλλά τι να σας πω ρε παιδιά, προσώπικλjυ δεν θυμάμαι να μου προέκυπτε τέτοιο πράμα. Όλες εξίσου γλυκύτατες μου ακουγόσαντε.
Δες κι εδώ.
Από θέμα εμφάνισης θα κοιτάξουμε η καρδερίνα να είναι «εξάρα», δηλαδή να έχει 6 φτερά άσπρα στην ουρά της. Θεωρείται ότι αυτά τα πουλιά γίνονται πιό ήμερα από τα άλλα. Επίσης θα είμαστε τυχεροί αν βρούμε και πάρουμε καμιά «κερασούλα». Είναι τα πουλιά που στο σβέρκο τους (εκεί που τελειώνει το μαύρο χρώμα) έχουν κόκκινα φτεράκια (Σ.Σ. Αυτό δεν το ήξερα, γιά δες ρε τι μανθάνει τινάς...) Το
Πιάσαμε κάτι φλώρους ολόχρυσους, αρσενικούς, και κάτι καρδερίνες που είχανε το κόκκινο βελουδένιο στην κορφή, εξάρες πρώτης (Σ.Σ. Αυτό το λίνκι περιέχει κάτι ενδιαφέρουσες λέξεις, όσοι πτηνολάγνοι...Δες και σχόλιο εδώ) πουλάκι
Στο θεμα φωνης δεν υπαρχει διαφορα. Το μονο που διαφερει ειναι οτι οι 6αρες ημερευουν πιο ευκολα και ζευγαρουν πιο ευκολα σε κλουβι. τσίου
Καλά, ήσουνα ακόμα πιτσιρικάς εσύ, αλλά όλο και μας μπανίζατε όταν στήναμε τα δίχτυα στον Κουλέ γιά καρδερίνες, φλώρια, σπίνους, αδερφέ μου, τα θαύματα του κόσμου. Θυμάσαι, ρε, εκείνες τις εξάρες καρδερίνες; Βιολοντσέλα, ρε Σαλονικιέ, βιολοντσέλα...
(Χρ. Μίσσιος, Χαμογέλα, ρε...Τι σου ζητάνε; εκδ. Γράμματα).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εκφράζομαι αισχρά προς το πρόσωπο κάποιου. Καθυβρίζω κάποιον ασύστολα. Η επίκληση στην αυθεντία είναι στο όνομα του Αντρέα Ακάματου ή αλλιώς Ακάλυπτου.
- Κοίτα να δεις Αντρέα, μπορεί να με ξεφτίλισε αλλά δε μπορώ να φερθώ σαν αλήτης.
- Ρε πες της εκεί κάνα βαρύ ρεμπέτικο να ξεκουμπιστεί να φύγει.
Got a better definition? Add it!
Λέγεται σαρκαστικά, οτι δήθεν το υποκείμενο άλλαξε και από λαϊκουριά του κερατά, έγινε ποιοτικός, γουστάρει την πχιόττα, την πχοιότητα.
Έγινε γνωστό από το Σταρόβιο άσμα (του 2011), "έχω πάθει ποιότητα".
Συνώνυμο: παθαίνω μόρφωση.
εδώ
♪♫ Όσο περνάνε τα χρόνια
Αλλάζει ο τρόπος τελείως που σκέφτομαι
Ό,τι αγαπούσα παλιά βρίσκω πλέον αδιάφορο
Κάποτε μου άρεσε ο Κιάμος
Και τώρα ακούω Δρογώση και Φάμελλο
Και προσεγγίζω την τέχνη με υπευθυνότητα
Έχω μεταμορφωθεί
Με απωθεί η απλότητα
Έχω αποκτήσει οντότητα
Έχω πάθει ποιότητα
Έχω εντρυφήσει στην τέχνη
Δεν κυνηγάω πια κορίτσια φιλήδονα
Μελετάω με πάθος τα δικοτυλήδονα
Ακούω Τσακνή, Μαχαιρίτσα, Λαζόπουλο
Το πολεμάω από μέσα το σύστημα
Ανήκω πλέον στο χώρο της ευρύτερης Αριστεράς ♪♫
Άσε μας ρε χρήστο δάντη που έπαθες ποιότητα κ πήγες και στου παπαδόπουλου.
Οταν παθαίνω ποιότητα πόσο μόνη
δε βλέπω κίνηση στα ιντεράξια μου! τί έγινε ρε? μπας κ πάθατε πχιότητα απόψε..? (εδώ)
Από την Μποφίλιου στους Πυξ Λαξ και τούμπαλιν... Απόψε έπαθα πχιότητα! (εδώ)
τελευταια εχουμε παθει πχιοτητα.. Βαλτε εναν τζιμ καρει να ξεστραβωθουμε!! (εδώ)
Η φάση πρωί πρωί είναι "έπαθαπχιότητα" ~ PLATSA PLATSA PLOUTSA: http://youtu.be/8WAS9st_DAE via @youtube (εδώ)
Got a better definition? Add it!
Έκφραση ελαφρώς ρομαντζούρα και ντεμοντίλα, που χρησιμοποιείται εχθεσήμερα κι εδώ και τώρα για να δηλώσει ασάφεια χώρορ (άκλιτο είπες vikar), χρόνου και περσόνας.
Προέρχεται νομίζω απ' το τραγούδι της Σοφίας Βέμπο, "Κάποιος, κάπου, κάποτε" (1955). Στίχοι Γ. Γιαννακόπουλος, μουσική Μ. Θεοφανίδης. Απ' την επιθεώρηση "Διπλοπενιές" του θεάτρου Βέμπο:
Κάποιος κάπου κάποτε στην καρδιά μου μίλησε
με στοργή κι αγνότητα και λατρεία τόση
κάποιος κάπου κάποτε φλογερά με φίλησε
θέλοντας τα χείλια μου να μου τα ματώσει
Τώρα πια συνήθισα κι ούτε πια λυπάμαι
κάποιος κάπου κάποτε που να τον θυμάμαι
τώρα πια συνήθισα κι ούτε πια λυπάμαι
Θυμάμαι τη μάνα της ντολτσεβιτίστριας Coύλτωc να κάνει κι από παλιά σλανγκική χρήση σιγουτραγουδώντας τον πρώτο στίχο, ♫ κάποιος κάπου κάποτε στην καρδιά μου μίλησε ♫, για να απαντήσει σε ερωτήσεις τ. ποιος;/πού;/πότε;
Απ' τον τουίτη:
ο αλλος το παιζει ψυχολογος και ξερει για καπου καποιος καποτε εναν Φροϋδ και ηταν και γερμανος κιολας. Παναθεμα σε με λιγωσες σαρδαναπαλε
Μερικοί το κανουν για πλακα, αλλοι απλα ειναι παπαρες. Η ουσία ειναι μια κάποιος καπου κάποτε θα βρεθεί να στα κανει τουμπανο
Φήμες λένε ότι κάποιος, κάπου, κάποτε, είδε κομμωτρια με όμορφα μαλλιά
Κάποιος, κάπου, κάποτε, ας μετρήσει πόσες φορές από το 2010 έχουμε: 1) Λίίίίγο για να βγούμε απ'το Μνημόνιο, 2) Χρεοκοπήσει...
Κάποιος, κάπου, κάποτε ας κατατάξει τους ανθρώπους ανάλογα με τον καφέ που πίνουν. Τι δουλειά έχουν να μπλέκουν οι φραπέδες με τα macchiato?
Κάποιος, κάπου, κάποτε το έχει ξαναγράψει οπότε ξεκαβαλάτε.
- Είναι υποχρέωση του κ. Τσίπρα, θεσμική κ εθνική, να έρθει στη Βουλή και να πει επιτέλους που βαδίζει η Κυβέρνησή του. …
- Θα μάς πει. Κάποιος...κάπου....κάποτε.....
Got a better definition? Add it!
Η κοντινή απόσταση... η οποία καλύπτεται σε 10-15 λεπτά...
Got a better definition? Add it!
Ατάκα Τριανταφυλλίδη Ιάσονος που έβαζε μόνο 3 στα 10 σε ορισμένα ψώνια στυλ Έφη Βώδη στα ριάλιτι. Για κάποιο περίεργο λόγο έβαζε πάντα ειδικά τρία, κι όχι ας πούμε δύο ή τέσσερα, και με σαδιστικό τρόπο έλεγε στον τραγωδιαστή- θύμα του, ότι θα ήθελε να έβαζε κάτι παραπάνω, αλλά απλά δεν μπορούσε.
Και αυτοαναφορικώς για τους ορισμούς-λήμματα που πιάνουν την βάση, αλλά όχι παραπάνω. (Εδώ η κλίμακα είναι στα 5 αστέρια, κι όχι στους 10 βαθμούς, όπως στον Ιάσονα). Δηλαδή για τα λήμματα που δεν είναι ceci n'est pas slangue, αλλά μπαίνουν απλώς για λόγους σλανγκικής πληρότητας, χωρίς να βγάζουν γέλιο. Και με ορισμούς που δεν είναι ελλιπείς ή λάθος, αλλ' όμως μινιμαλιστικοί.
Αντώνυμα: Αφενός: αστρασπέκια, τα, Dave Brubeck, αστεράτος, ο, απλά σπεκ, σπεκάουα, δεκάστερο κ.ά.
Αφεδύο: λύμα, το, βλήμα, λημματολάσπη κ.ά.
Σλάνγκος προς συσσλαγκιστή: Λυπάμαι φίλε, καλό το λημματάκι, αλλά έχω δει και μεγαλύτερα, κι ο ορισμός επαρκής μεν, αλλά τον πολύ τον μινιμαλισμό τον βαριέται κι ο Philip Glass! Λυπάμαι, δεν μπογώ να βάλω πάνω από τγία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified