Further tags

Το συντακτικό σχήμα (προσωπικές αντωνυμίες σε πλάγια πτώση) + (ρήμα), απ' όπου λείπει το αντικείμενο ή το υποκείμενο του ρήματος: με πάει αίμα, μου τη βίδωσε, την κάνω, την έχω ακούσει και λοιπά.

Οι αντωνυμίες πάντα προηγούνται του ρήματος, άρα εμφανίζονται με τον ασθενή τους τύπο (πιχί μου αντί για εμένα και το αντί για αυτό) –μιλάω για αστικά ελλαδίτικα, στα κυπριακά ή άλλα διαλεκτικά δεν το 'χω ψάξει. Είναι δύο όταν το ρήμα είναι δίπτωτο, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις είναι μόνο μία.

Λίγες πίπες: αργκό και ασάφεια

Αν είναι ποτέ να καταλάβουμε τι εστί αργκό, φαίνεται ότι, ανάμεσα σε άλλα, ως βασικό της χαρακτηριστικό και ειδοποιό της διαφορά από την τυπική γλώσσα πρέπει να αναγνωρίσουμε και την αυξημένη ανοχή στην ασάφεια –κάτι που ήδη έχει πιάσει ο τζίζας στο μαρκούτσι.

Στην τυπική γλώσσα οφείλεις να είσαι σαφής, οφείλεις να βεβαιώνεσαι ότι οι αναφορές σου έχουν αντίκρυσμα και ότι παρέχεις στον αποδέκτη (ακροατή, και κυρίως αναγνώστη) όλη την πληροφορία που απαιτείται για να καταλαβαίνει για τι πράγμα μιλάς. Συγκεκριμένα, για παράδειγμα, στην τυπική γλώσσα αποφεύγεις να χρησιμοποιείς προσωπικές αντωνυμίες χωρίς να έχεις εξασφαλίσει ότι το αναφερόμενο πρόσωπο έχει προηγηθεί ονομαστικά, και μάλιστα ότι δεν μπορεί να γίνει σύγχυση με άλλο πρόσωπο –μας τα πρήζαν μ' αυτά τα πράματα από παλιά οι φιλόλογοι. Ποια μας πρήζαν; Έ, ξέρετε σεις...

Στην καθομιλουμένη, με γνωστούς, οικογένεια και φίλους, αλλά και στις διάφορες ζαργκόν, με συναδέλφους ή συγχομπίστες, τα πράματα δεν είναι τόσο αυστηρά, αν μη τι άλλο γιατί βασική προϋπόθεση της επικοινωνίας εκεί είναι ότι σε μεγάλο βαθμό γνωρίζεις ή προκαταλαμβάνεις το σε ποιον απευθύνεσαι και μπορείς έτσι να θεωρήσεις κάποια πράγματα γνωστά ή ευνόητα· θυμηθείτε εδώ το νέιμ ντρόπινγκ του Βράστα.

Στην αργκό η αυστηρότητα είναι ακόμη λιγότερη, εφόσον ένα επιπλέον βασικό της χαρακτηριστικό φαίνεται να είναι η εσκεμμένη εμμεσότητα (βλέπε και γειώσεις). Εδώ κάπου κολλάει και το εξής αξιόλογο, το ιδιόμορφο αργκοτικό τακτ που δεν μπορεί να διαθέτει η τυπική γλώσσα: στην αργκό, το να μιλάς και για τα πιο ευαίσθητα θέματα χωρίς να τα κατονομάζεις δεν είναι πλέον αποκλειστικά θέμα λεπτότητας ή χιούμορ, όπως στην καθομιλουμένη και πάνω, αλλά πολλές φορές κάτι που ανάγεται σε δομικό της χαρακτηριστικό και αποτυπώνεται στην ίδια τη γραμματική· χαρακτηριστικό και πασίγνωστο παράδειγμα, το σχήμα αδερφοσύνης του ατσεγκέ.

Το «τακτ» βέβαια να μην παραπλανά· η εμμεσότητα στην αργκό είναι εντέλει άμεση, αφού καταπολύ βασίζεται στο «ξές εσύ τι εννοώ, και μή πολυπαίζουμε τα καραγκιοζάκια γιατι άμα λάχει σ' το λέω και στα μούτρα». Εδώ θα άξιζε μία αντιπαραβολή με γλωσσικούς κώδικες του φλερτ, αλλά να μην ξεφεύγω.

Επιστροφή στο λήμμα

Ένα από τα ευρύτερα γλωσσικά φαινόμενα όπου εκδηλώνονται τα παραπάνω είναι τα σχήματα γνωστού αγνώστου, που θα μπορούσαμε να τα πούμε και σχήματα ασάφειας ή σχήματα αποσιώπησης (και που ακόμη δεν έχω βρει αν υπάρχει εδραιωμένος φιλολογικός όρος γι' αυτά): η σύνταξη παγιωμένων ρηματικών φράσεων της αργκό και της καθομιλουμένης όπου το αντικείμενο ή και το υποκείμενο αποσιωπάται, και πολλές φορές δεν φέρει καν συγκεκριμένη σημασία.

Η εδραίωση αυτού του σχήματος φαίνεται καθαρά στο ότι, ακόμη κι' όταν το αντικείμενο ή υποκείμενο αναφέρονται στην πρόταση, οι ρηματικές φράσεις είτε συντάσσονται αποκλειστικά με τις αντίστοιχες αντωνυμίες, είτε μπορούν πάντα να συνταχθούν και μ' αυτές, με αποτέλεσμα να γίνεται διπλή αναφορά στο πρόσωπο: «με το που είδε τι έγινε, τού 'στριψε του Μίμη» αντί για «με το που είδε τι έγινε, * έστριψε του Μίμη».

Το αποσιωπημένο αντικείμενο ή υποκείμενο, γνωστό ή ξεχασμένο, μπορεί συχνά να συμπληρωθεί από τον ομιλητή με οτιδήποτε ασαφές: «δέν την παλεύω την κατάσταση στην καινούργια μονάδα», «ναί, αλλα εγώ τωρα θα την πληρώσω τη φάση» (αντί για τη νύφη), «πές, πές, πές δυο ώρες, το κούρασε το πράμα»· ή «μού 'κατσε έτσι η φάση και εκεί που ήταν να μείνω μόνο τρία χρόνια κοντεύω τώρα τη δεκαετία», «ξέρω κι' εγώ;... θές οι αγαμίες, θές τα οικονομικά, θές το σπυρί στον κώλο, μ' έχει πάρει απο κάτω το όλο».

Από την άλλη, υπάρχουν πολλές τέτοιες εκφράσεις όπου το παραλειπόμενο πρόσωπο είναι εξαρχής και γνήσια ασαφές. Αυτές προέρχονται από τυπικές συντάξεις του ρήματος με την ίδια σημασία: μου την κάρφωσε να κάνω κάτι < μου καρφώθηκε (η ιδέα) να κάνω κάτι, τό 'χω με τη μουσική < έχω κλίση/γνώσεις/εμπειρία στη μουσική, την πέφτω σε κάποιον < πέφτω (πάνω) σε κάποιον, τη γάμησα < γαμήθηκα. Σ' αυτές τις περιπτώσεις πρόκειται μάλλον για καθαρά αργκοτική μετατροπή υπό την επίδραση του ήδη εδραιωμένου συντακτικού σχήματος, παρά υπάρχει κάτι που αποσιωπάται.

Σε κάθε πάντως περίπτωση, όλες αυτές οι φράσεις στέκουν από μόνες τους πια στη χρήση, αυτούσιες, χωρίς την ανάγκη να κατονομαστεί το αντικείμενο ή το υποκείμενο –το οποίο, ακόμη και αν είναι ή ήταν γνωστό, τείνει να συμπεριφέρεται ως γνωστό άγνωστο.

Στοιχειώδης κατηγοριοποίηση και επιμέρους παρατηρήσεις

Φράσεις γνωστού αγνώστου αντικειμένου: όπου η αντωνυμία αντικαθιστά το αντικείμενο.

Πέρα από τη γνωστή έκφραση του δίνω και καταλαβαίνει και την εξίσου γνωστή προστακτική δίνε του, ακούω τελευταία και την έκφραση της δίνω, σε γενική, και δεν αποκλείεται να υπάρχουν και άλλες (και με άλλο ρήμα)· στις συντριπτικά περισσότερες πάντως περιπτώσεις η πτώση εδώ είναι η αιτιατική.

Όταν η αντωνυμία είναι αρσενική, τον + (ρήμα), το αντικείμενο που παραλείπεται δεν είναι και τόσο άγνωστο, παρά πρόκειται σχεδόν πάντα για τον πούτσο. Σε τέτοιες περιπτώσεις μπορεί κάποιες φορές να διατυπωθεί η ίδια φράση με θηλυκό, από το πούτσα ή το ψωλή: «τον ήπια στις εξετάσεις», «την ήπια στις εξετάσεις».

Γνωστοί άγνωστοι

Γνωστές άγνωστες

  • την ακούω με ουσία, μου τη λέει η ουσία: η ουσία, αλκοόλ ή ναρκωτικό, (αρχίζει να) επιδρά πάνω μου
  • την αμολάω: (ενν. πορδή) κλάνω
  • την ανάβω σε κάποιον: (α) πυροβολώ κάποιον (β) χαστουκίζω κάποιον (Κύπρος)
  • την ανοίγω σε κάποιον: προκαλώ κάποιον (Πάτρα)
  • την αράζω, την ξαπλαρώνω: αράζω, ξαπλώνω, βολεύομαι
  • την αρπάζω: κρυολογώ
  • την αστράφτω σε κάποιον: χαστουκίζω κάποιον
  • την αφήνω: (α) (ενν. πορδή) κλάνω (β) (ενν. πούτσα) γαμάω
  • τη βάφω (συνήθως σε στιγμιαίους χρόνους, την έβαψα, θα τη βάψω): (ενν. πούτσα;) περιέρχομαι σε πολύ δύσκολη θέση με βέβαιες αρνητικές συνέπειες, την πουτσίζω
  • τη βγάζω, την περνάω: (α) αντέχω (β) ζω, διαβιώνω (καλά/άσχημα)
  • τη βγάζω καθαρή: (ενν. πούτσα) εξέρχομαι από μια επικίνδυνη κατάσταση αλώβητος, χωρίς απώλειες, τη γλιτώνω
  • τη βγάζω κάπου: περνάω το χρόνο μου κάπου, παραμένω κάπου
  • τη βλέπω: γίνομαι υπερόπτης, παίρνουν τα μυαλά μου αέρα
  • τη βλέπω κάποιος: συμπεριφέρομαι (υπεροπτικά) σαν κάποιος που δεν είμαι
  • τις βρέχω σε κάποιον: δέρνω κάποιον
  • τη βρίσκω: περνάω καλά
  • τη βρίσκω με κάτι: μου αρέσει κάτι, με ερεθίζει κάτι σεξουαλικά
  • τη γάμησα, την έβαψα, την έκατσα, την πούτσισα: έχω βρεθεί σε δύσκολη θέση, βρήκα το μπελά μου
  • τη γλιτώνω: γλιτώνω, τη βγάζω καθαρή
  • τη δίνω, τη σπάω σε κάποιον: εκνευρίζω κάποιον
  • της δίνω: εντείνω επίμονα αυτό που κάνω, δίνω γκάζι (πιθανώς από την προτροπή «δώσ' του / δώσ' της»)
  • την έχω για κάπου: σκοπεύω να πάω κάπου (Πάτρα)
  • τις έχω: (ενν. τις ζαριές) έχω τουλάχιστον ένα τρόπο να παίξω μια ζαριά στο τάβλι
  • την κάνω: (α) αποχωρώ, φεύγω (β) τα καταφέρνω, πιάνω την καλή
  • την κάνω ταράτσα: (ενν. την κοιλιά) τρώω υπερβολικά πολύ, του σκασμού, την τυλώνω
  • την κάνω ψώνιο: (α) γουστάρω πολύ (β) εκνευρίζομαι, τα παίρνω
  • την καταλαβαίνω: καταλαβαίνω, συνειδητοποιώ, υποψιάζομαι, τη μυρίζομαι
  • την κοπανάω: (α) αποχωρώ, φεύγω, την κάνω, (β) αποχωρώ στα κλεφτά, αποδρώ, το σκάω
  • τη λέω, την πετάω (ενν. την κοτσάνα, τη μαλακία): εκστομίζω ανοησία, κακό αστείο
  • τη λέω σε κάποιον: επιπλήττω κάποιον
  • τις μαζεύω: με δέρνουν, τρώω ξύλο, τις τρώω
  • την μπαίνω σε κάποιον: (α) τσιγκλάω, πειράζω κάποιον (β) τη λέω σε κάποιον
  • τη μυρίζομαι: αντιλαμβάνομαι, υποψιάζομαι (συνήθως επικείμενο δυσάρεστο γεγονός)
  • την παλεύω: μόλις που αντεπεξέρχομαι, ανταποκρίνομαι στο ελάχιστο επιτρεπτό, τα βγάζω πέρα με δυσκολία
  • την πατάω (ενν. μπανανόφλουδα;): εξαπατώμαι, πέφτω έξω, κάνω λάθος
  • την πέφτω: πέφτω για ύπνο, κοιμάμαι
  • την πέφτω σε κάποιον: (α) επιτίθεμαι σε κάποιον (β) φλερτάρω κάποιον, τα ρίχνω σε κάποιον
  • την πηδάω: αντέχω, επιβιώνω, ξεπερνάω κρίση (υγείας, οικονομική...)
  • την πίνω: (α) αργοπίνω αλκοόλ (β) καπνίζω χασίσι (γ) τον πίνω
  • την πιστεύω: αυταπατώμαι, παραμυθιάζω τον εαυτό μου, λέω ψέματα στον εαυτό μου χωρίς να πείθω τους άλλους
  • την πληρώνω για κάτι: (ενν. νύφη) με βαραίνουν οι αρνητικές συνέπειες από κάτι (για το οποίο δεν ευθύνομαι)
  • την πουτσίζω: περιέρχομαι σε πολύ δύσκολη κατάσταση με αρνητικές συνέπειες, τη βάφω.
  • τη σακουλεύομαι, την ψυλλιάζομαι: υποψιάζομαι, παίρνω χαμπάρι, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω
  • τη σκάω σε κάποιον, τη φέρνω σε κάποιον: εξαπατώ κάποιον
  • τη στήνω σε κάποιον: (ενν. παγίδα) παγιδεύω, ενεδρεύω κάποιον
  • την τρώω: (α) (ενν. ήττα, πίπα, πούτσα, ψωλιά) περιέρχομαι σε δύσκολη, δεινή κατάσταση (β) (ενν. γροθιά) δέχομαι γροθιά
  • τις τρώω: (ενν. μπάτσες, ξυλιές) με δέρνουν, τρώω ξύλο, τις μαζεύω
  • την τυλώνω: (ενν. την κοιλιά) τρώω υπερβολικά πολύ, την κάνω ταράτσα
  • την ψάχνω με κάτι: ασχολούμαι σε βάθος με κάτι
  • την ψωνίζω: γίνομαι έξαλλος, νευριάζω, τα παίρνω

Γνωστά άγνωστα

  • τα ακουμπάω: (ενν. λεφτά) δίνω (κοροϊδίστικα και πολλά) λεφτά
  • τα ακούω: (ενν. τα σχολιανά μου) τρώω μπινελίκι, με βρίζουν, μου τη λένε
  • το βάζω για κάπου: (ενν. σκοπό να πάω) ξεκινάω για κάπου
  • τα βάζω με κάποιον: νευριάζω με κάποιον, ξεσπάω σε κάποιον
  • το βάζω κάτω: (ενν. όπλο;) παραιτούμαι απο προσπάθεια (λόγω αποθάρρυνσης)
  • τα βγάζω πέρα: (α) ανταποκρίνομαι στις υποχρεώσεις μου, ξεπερνάω δυσκολίες (β) (με οικονομική σημασία) περνάω, βολεύομαι
  • τα βλέπω (όλα): εκπλήσσομαι, τρομάζω και περιέρχομαι σε αμηχανία, τα παίζω, τα χρειάζομαι
  • το βουλώνω, το κλείνω, το ράβω: (ενν. το στόμα) παύω να μιλάω, σωπαίνω
  • τα βρίσκω με κάποιον: (α) συνεννοούμαι, φτάνω σε συμφωνία με κάποιον (β) συμφιλιώνομαι, επανασυνδέομαι με κάποιον
  • τα βρίσκω σκούρα/μπαστούνια: δυσκολεύομαι, κωλύομαι
  • τα γαμάω: (α) τα παρατάω (β) οι πράξεις μου έχουν καταστροφικές συνέπειες
  • το γάμησα και ψόφησε με κάτι: το κούρασα υπερβολικά με κάτι, τράβηξα κάτι απ' τα μαλλιά χωρίς αποτέλεσμα, τό 'χεσα με κάτι
  • το γυρίζω: αλλάζω σεξουαλικό προσανατολισμό (από ετερό σε ομό)
  • τα γυρίζω: αναιρώ προηγούμενη τοποθέτηση, υιοθετώ αντίθετη άποψη / στάση
  • το διαλάμε, το σφυράμε: λήγουμε συνάντηση ή δραστηριότητα
  • το δίνω: κάθομαι σε κάποιον
  • του δίνω: αποχωρώ, φεύγω (συνήθως στην προστακτική)
  • του δίνω και καταλαβαίνει: ασχολούμαι υπερβολικά, πέφτω με τα μούτρα
  • τα έχω: (ενν. λεφτά) είμαι ευκατάστατος, πλούσιος
  • τα έχω με κάποιον: (α) έχω ερωτική σχέση με κάποιον (β) είμαι νευριασμένος με κάποιον, κατηγορώ κάποιον
  • τα ζητάω: βλέπε ορισμό εντός του τα ρίχνω
  • τα θέλω, τα θέλει ο κώλος μου, το πάω φιρί-φιρί: πάω γυρεύοντας
  • το κάνω με κάποιον: κάνω σεξ με κάποιον
  • τα κάνω πλακάκια με κάποιον: συμμαχώ με κάποιον
  • τα καταπίνω: (α) ανέχομαι επανειλημμένες προσβολές (β) καταπίνω το σπέρμα μετά από πεολειχία
  • τα καταφέρνω με κάτι: καταφέρνω κάτι, μπορώ να κάνω κάτι
  • τα κλάνω: τρομάζω, τα χρειάζομαι
  • το κλαίω: βρίσκομαι σε δεινή κατάσταση
  • τα κόβω, τα σκάω: (ενν. σκατά) αφοδεύω
  • τα κοπανάω: (ενν. τα ποτήρια στο τραπέζι;) πίνω αλκοόλ, μεθάω
  • τα κορδώνω: πεθαίνω, τα τινάζω
  • το κουράζω: γίνομαι κουραστικός, επιμένω υπερβολικά και αποτυχημένα
  • το λέει η καρδιά μου: έχω τσαγανό, είμαι θαρραλέος
  • τα λέμε: αποχαιρετισμός
  • τα λέω με κάποιον: κουβεντιάζω με κάποιον
  • τα μασάω: (ενν. τα λόγια μου) μιλάω με περιστροφές, δεν μιλάω ευθέως
  • τα μπήγω: (ενν. τα κλάματα) αρχίζω να κλαίω, βάζω τα κλάματα
  • τα ξερνάω: (ενν. λόγια) μαρτυρώ ένα μυστικό
  • το ξευτιλίζω: (κάνω κάτι) σε υπερβολικό βαθμό
  • το ξύνω, τα ξύνω: (ενν. το πουλί μου, τ' αρχίδια μου) τεμπελιάζω
  • το παίζω κάποιος: παριστάνω ή βαυκαλίζομαι ότι είμαι κάποιος
  • τα παίζω: (α) εκπλήσσομαι και περιέρχομαι σε αμηχανία (β) τρελαίνομαι (γ) κουράζομαι, εξαντλούμαι (δ) χαλάω
  • τα παίρνω (στο κρανίο): νευριάζω
  • τα παίρνω (ενν. αρχίδια): νικιέμαι, τρώω νίλα, ταπώνομαι, συχνά στην προστακτική «πάρ' τα»
  • τα παίρνω, τα πιάνω από κάποιον: (ενν. λεφτά) εξαγοράζομαι, παίρνω μίζα, λαδώνομαι από κάποιον
  • τα παρατάω: παραιτούμαι, παύω αυτό που κάνω
  • τα πάω καλά/άσχημα: είμαι καλά/άσχημα
  • τα πάω καλά με κάποιον ή κάτι: έχω καλές σχέσεις με κάποιον ή είμαι ικανός σε κάτι
  • το πάω σερί: μένω άυπνος
  • τα πετάω: (ενν. ρούχα) ντύνομαι προκλητικά, ξεγυμνώνομαι
  • το πιάνω (ενν. νόημα): αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω
  • τα πίνω: (α) πίνω αλκοόλ, μεθάω (β) (ενν. χύσια) καταπίνω το σπέρμα στο τέλος πεολειχίας
  • τα πρήζω σε κάποιον: (ενν. αρχίδια) ενοχλώ κάποιον πιεστικά, γίνομαι φορτικός σε κάποιον
  • το ράβω: (ενν. το στόμα) σωπαίνω
  • το ρίχνω σε κάτι: αφιερώνω χρόνο, επιδίδομαι σε κάτι (το ρίχνω έξω: βγαίνω έξω, διασκεδάζω)
  • τα ρίχνω σε κάποιον: (α) κατηγορώ κάποιον, τα φορτώνω σε κάποιον (β) φλερτάρω κάποιον
  • το σκάω: (α) αποδρώ, φεύγω στα κλεφτά (β) ανάβω τσιγάρο με χασίσι
  • τα σκάω, τα στάζω: (ενν. τα λεφτά) πληρώνω αδρά, ακριβοπληρώνω
  • τα σπάω: (α) προκαλώ καταστροφές (β) (ενν. πιάτα) διασκεδάζω (γ) είμαι πολύ ικανός
  • το στρίβω: (α) (ενν. κέρμα) ρίχνω κορώνα-γράμματα (β) (παλιός τύπος) φεύγω (στα κρυφά), στρίβω, την κάνω (γ) (ενν. τσιγάρο) στρίβω γάρο
  • το στρώνει: (ενν. το χιόνι) χιονίζει αρκετά ώστε να καλυφθεί το έδαφος από χιόνι
  • το στρώνουμε: παίζουμε χαρτιά
  • τα τινάζω: (ενν. τα πέταλα) πεθαίνω, τα κορδώνω
  • τα τρώω από κάποιον: παίρνω από κάποιον λεφτά (χωρίς να τα δικαιούμαι)
  • το τσικνίζω: κάνω σεξ
  • τα τσούζω: μεθάω
  • τα φοράω σε κάποιον: (ενν. κέρατα) κερατώνω κάποιον
  • τα φορτώνω σε κάποιον: κατηγορώ κάποιον
  • τα φορτώνω (στον κόκορα): αναβάλλω τις υποχρεώσεις μου επειδή βαριέμαι, είμαι ανεύθυνος
  • τα φτιάχνω με κάποιον: συνάπτω σχέση με κάποιον
  • τα φτύνω: (α) κουράζομαι υπερβολικά, εξαντλούμαι (β) φτύνω το σπέρμα μετά από πεολειχία
  • το/τα φυσάω: είμαι πλούσιος
  • τα χαλάω με κάποιον: διαλύω τη σχέση μου με κάποιον
  • το χάνω: τρελαίνομαι
  • το χάνω με κάτι: παύω να είμαι καλός σε κάτι, δεν το 'χω πια με κάτι
  • τα χέζω: (α) τα παρατάω όλα, τα κάνω πέρα, αδιαφορώ (β) αποτυχαίνω παταγωδώς, τα κάνω σκατά
  • το χέζω: υπερβάλλω, το παρακάνω με κάτι, τραβάω κάτι απ' τα μαλλιά, το γαμάω και ψοφάει
  • τα χρειάζομαι: τρομάζω, τα κλάνω
  • το 'χω με κάτι: (α) κατέχω κάτι, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω κάτι (β) μπορώ να κάνω κάτι, έχω τον τρόπο μου με κάτι
  • τα χώνω σε κάποιον: (α) επιπλήττω κάποιον (β) (ενν. λεφτά) δωροδοκώ κάποιον
  • τα ψέλνω σε κάποιον: (ενν. ευαγγέλια) μαλώνω κάποιον, τη λέω σε κάποιον, βρίζω κάποιον
  • το ψήνω: ψήνομαι

Φράσεις γνωστού αγνώστου υποκειμένου: όπου παραλείπεται το υποκείμενο, ενώ η αντωνυμία έχει θέση αντικειμένου.

Τα ρήματα εδώ συμπεριφέρονται ως απρόσωπα, αλλά παίρνουν κατηγόρημα (την αντωνυμία). Ως τέτοια πάντως, εμφανίζονται πάντα στο τρίτο πρόσωπο.

Σε αντίθεση με την προηγούμενη περίπτωση, η γενική εδώ εμφανίζεται πολύ συχνότερα.

Αιτιατική

Γενική

  • μου ανοίγει: (ενν. ο κώλος) στέκομαι τυχερός
  • μου βρομάει (κάτι): είμαι καχύποπτος απέναντι σε κάτι
  • μου έρχεται / καπνίζει / καυλώνει / κοκώνει / σηκώνεται: καταλαμβάνομαι από ξαφνική παρόρμηση
  • μου κάθεται (κάπως): μου έρχονται τα πράγματα κάπως (συνήθως καλά, βολικά),
  • μου κάνει κλικ: συνειδητοποιώ, κάνω μία νοητική σύνδεση, έχω μία ιδέα
  • μου καρφώνεται (κάτι): με καταλαμβάνει κάτι έμμονα
  • μου κόβει: (ενν. το μυαλό) είμαι εύστροφος
  • μου σαλεύει: τρελαίνομαι, μου στρίβει
  • μου σηκώνεται: (ενν. το πέος) ερεθίζομαι σεξουαλικά, καυλώνω, έχω σηκωμάρες
  • μου στρίβει: (ενν. η βίδα) (α) τρελαίνομαι, μου σαλεύει (β) χάνω τον αυτοέλεγχό μου, γίνομαι έξαλλος
  • μου φέγγει: (συν. με στιγμιαίο ποιό ενέργειας: μού 'φεξε, θα μου φέξει) στέκομαι τυχερός, μου ανοίγει

Φράσεις γνωστών αγνώστων: όπου αποσιωπούνται καί το αντικείμενο καί το υποκείμενο.

  • μου τη βαράει: (α) με καταλαμβάνει μία ιδέα, μία παρόρμηση (β) βαριέμαι, είμαι ανήσυχος, μπαφιάζω
  • μου τη βιδώνει / στρίβει: τρελαίνομαι, γίνομαι έξαλλος, τα παίρνω, μου στρίβει, μου την καρφώνει
  • μου την καρφώνει: νευριάζω, μου τη βιδώνει, τα παίρνω

(Τα παραδείγματα ας συμπληρώνονται με τον καιρό. Κάθε αναφορά, διόρθωση ή συμπλήρωση, ευπρόσδεκτη και πολύτιμη.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται κυρίως από άτομα που έχουν κάνει χρήση ουσιών. Επίσης χρησιμοποιείται και όταν κάποιος πλήττει από βαρεμάρα.

- Μάγκα μου πολύ πρηξαρχίδω η καινούρια καθηγήτρια. Δυο ώρες μιλάει συνεχόμενα.
- Άσ' τα, την έχω ακούσει.

(από Khan, 30/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι σίγουρη η αίσια έκβαση του εγχειρήματος. Το κατέχεις σε πολύ μεγάλο βαθμό. Είσαι μεγάλος. Είσαι κάστορας και στα τσιμπούκια μάστορας. Θα πετύχεις το σκοπό για τον οποίο σε αβαντάρουμε.

Φράση μάλλον μπασκετική, που πέρασε και στην καθημερινότητα. Οι εκφωνητές αναφέρονταν στο αν θα ευστοχήσει ο παίκτης ή όχι, βάση των στατιστικών του. Χαρακτηριστική φράση ήταν για παράδειγμα «από αυτή την απόσταση το έχει το σουτ», που σήμαινε ότι συνήθως δεν αστοχεί από τη συγκεκριμένη απόσταση.

Στο πρώτο πρόσωπο χρησιμοποιείται για να δώσουμε σιγουριά στον συνομιλητή (ο οποίος, για κάποιο λόγο, την χρειάζεται), ότι είμαστε εξπέρ σε κάποιο τομέα. Σε δεύτερο πρόσωπο το λέμε συνήθως για να πωρώσουμε κάποιον, που πάσχει από έλλειψη αυτοπεποίθησης, ενώ δεν θα έπρεπε.

Η σλανγκιά πέραν της χρήσης της έκφρασης, έχει να κάνει με τον πλεονασμό (στην σύνταξη), δηλαδή βάζουμε την αντικατάσταση, αλλά μετά βάζουμε και το αντικείμενο που αντικαταστήσαμε. Ένας πλεονασμός που δένει νοηματικά με τη σιγουριά και την πώρωση που αναφέρθηκαν παραπάνω.

  1. - Ρε μαλάκα, αυτή απέναντι με κοζάρει ώρα τώρα. Είναι Γαλλίδα. Προηγουμένως πέρασα από εκεί και την άκουσα.
    - Ωραία φαίνεται. Τον έχει τον ευρωπαϊκό αέρα της. Γιατί δεν πας να της μιλήσεις, να εξασκήσεις και τα s'il vous plaît;
    - Κωλώνω λιγάκι.
    - Έλα μωρέ, αφού το έχεις το γαλλικό! Τράβα να τιμήσεις τη φήμη του έθνους! Την έχεις τη γκόμενα που σου λέω. Κοντεύει να στραβολιγκιάσει η κοπέλα, όση ώρα μιλάμε. Τώρα το πρόσεξα κι εγώ.

  2. - Σκέφτομαι να αρχίσω να πουλάω πράγματα μέσω διαδικτύου. Αλλά πρέπει να βρω κάποιον που να ξέρει.
    - Με προσβάλλεις... Τι κάνουμε εμείς; Κριτσίνια σπάμε;
    - Δεν μου είχες πει ότι ασχολείσαι. Και ξέρεις καλά;
    - Στηρίξου πάνω μου. Το έχω σου λέω. Τελειώνω τώρα το σάϊτ ενός φίλου και μετά πιάνω εσένα.

  3. - Μαστρο Ντίνο, ποιος θα ανέβει στο στύλο της ΔΕΗ;
    - Ο Σαράντος.
    - Το έχει;
    - Σπάιντερμαν τον λέμε. Κάτσε να δεις. Ρεεε Θύμιο, φώναξε μου τον σπάιντερμαν σε παρακαλώ.

(από electron, 22/09/09)

βλ. και λήμμα τό 'χω περασμένο για την σημασία που δίνεται προς το τέλος του ορισμού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Πάτρα): Προορισμός νυχτερινής εξόδου. Συναντάται κυρίως ως ερώτηση «για πού την έχεις;»

Πέραν την αποκοπής της τελευταίας συλλαβής και κυρίως ο τονισμός της εναπομείνασας προ/παροξύτονης, που ακούγεται σαν γαλλικά (π.χ. η κληρού στο ναυτικό, καλημέ στα τσακώνικα, βλ. και εφτά νομά σ’ ένα δωμά, πώς να μπορέ να κλείσω μά κλπ, ενώ μετάφρα / η απόφα στα κουτσαβάκικα κλπ), το οποίον υφίσταται και στην ισπανοϊταλική (π.χ. profe στα ιταλικά αντί professore, porfa στα ισπανικά αντί porfavor, όπως και por αντί porque) ή των πρώτων συλλαβών (αναΐς < Παναής, λέας < εισαγγελέας κλπ), πλείστες εκφράσεις της ελληνικής αναφέρονται σε κάποιο θηλυκού γένους αντικείμενο-κατηγορούμενο, το οποίον συνήθως ελλείπει ή τρέπουν σε θηλυκό ένα αρσενικό ουσιαστικό ή επίθετο (π.χ. η προεδράρα / την κορόιδα μου κάνεις; / Πρωτάρα είσαι; κλπ). Π.χ.

  • Την έχω γαμήσει / βάψει
  • την έχω κάτσει (εδώ εννοείται μάλλον η βάρκα)
  • την έχω δει, την είδα
  • την άκουσα
  • την κάνω
  • είμαι στην ψαχτική (ψάχνομαι)
  • τηλεφωνική (χρησιμοποιείται με τα ρήματα ξηγιέμαι / σκάω / πέφτει κλπ), κ.ο.κ.

    Συνήθως αυτές οι εκφράσεις συμπληρώνονται νοηματικά κάπως αόριστα με τις λέξεις φάση / κατάσταση / ιστορία κλπ, όπως και οι λίγες ελλειπτικές σε ουδέτερο (βλ. το’ χεις ξεφτιλίσει, το γαμήσαμε και ψόφησε, το συζητάμε, να το τραγουδήσουμε, ζωγράφισέ το κλπ) με τις λέξεις θέμα / παραμύθι / κέρατο / πράγμα κλπ.

Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι το ίδιο γίνεται και στις ελλειπτικές εκφράσεις της ιταλικής και ισπανικής, π.χ.

  • La has cagao (ισπανικά = τη γάμησες)
  • Te la comes (ισπανικά = τον ήπιες -εδώ εννοείται ο πούτσος σε θηλυκό δηλ. την έφαγες την ψωλιά).
  • Me la facio (ιταλικά = την κάνω), κλπ.

    Τώρα, περί ποίας γυναικός ο λόγος, απορία μουεζίνου βήξ...

Τέλος, χρησιμοποιούνται ειδικά στην ιδιαίτερα ειρωνική κι επιθετική πατρινιά αργκό (π.χ. η έκφραση «τί έχουμε;» με ταυτόχρονη ημιπεριστροφή του καρπού με προτεταμένο αντίχειρα και δείκτη, ακολουθούμενη σχεδόν πάντα από κλωτσομπουνίδι), εκτός από την εκτεταμένη χρήση του θηλυκού αντικειμένου-κατηγορουμένου ή ουσιαστικοποιημένου επιθέτου και οι μεμονωμένες λέξεις-προσφύματα «για» / «σε» / «ότι», σε ελλειπτικές αργκοτικές προτάσεις. Π.χ.

  • Σοβαρή; / σε σοβαρή; (Αντί «σοβαρά;»)
  • Σε δεκάλεπτη (αντί «σε περιμένω σε ένα δεκάλεπτο»)
  • Σε πολλά γέλια
  • Σε σχέδια (=κάνω παιχνίδι)
  • Ότι μάγκας κι έτσι (ειρωνικά)
  • Ότι τί; (επιθετικά)
  • Ότι; (τί μου λες τώρα;)
  • Ότι ας πούμε; Ότι τέλος πάντων; Ότι ξέρω ‘γω; (ειρωνικά για τον και καλά)
  • Για κλωτσές (λέγεται και αλλού)
  • Για κατακέφαλα (όπως λένε), κλπ.

    Υπάρχει και ρεμπέτικο τραγούδι, που περιλαμβάνει την ελλειπτικότατη πρόταση «...για να μαύρο...», παραλείποντας αυτήν τη φορά το ίδιο το ρήμα (=για να πιώ), που δημιουργεί ευτράπελους συνειρμούς κλίσης του ρήματος (εγώ μαύρω, εσύ μαύρεις κλπ), όπως Κολοκοτρώνω, Κολοκοτρώνεις, Κολοκοτρώνει κλπ (βλ. «Πολίτικη κουζίνα»)!

Όλα τούτα βέβαια, είναι ένα γλωσσικό παιχνίδι λιτότητας-ελλειπτικού λόγου, όπου τα ευκόλως εννοούμενα (για τους μεμυημένους) παραλείπονται. Δεν είναι πάντα έτσι όμως. Ο αμερικάνος στο Μιλγουώκι, είχε φάει τέτοιο σκάλωμα με μια Wendy, που χτύπησε ταττού τ’ όνομά της στον πούτσο του. Όταν σε κάποιο δημόσιο ουρητήριο όμως, πήρε το μάτι του την ψωλή ενός νέγρου, που κατουρούσε παραδίπλα κι είχε ένα W στην αρχή κι ένα Y στο τέλος, θόλωσε απ’ τη ζήλια του, αφού νόμισε πως η γκόμενά του τον απατούσε (πόσες Γουέντες έχει στο Μιλγουώκι;) και ζήτησε απ’ τον τύπο να καθαρίσει τη θέση του. Ο μαύρος τότε αμίλητος, τσίτωσε την ζαρωμένη επιδερμίδα της τσαπούς του, που έγραφε «Welcome to the Bahamas-have a nice holidaY»!

- Άλα της! Τί παλτουδιά μου’ σαξες αγορίνα μου; Για πού την έχεις;
- Είμαι για πάρτυ στης Βέας, έρχεσαι; Είναι ανοιχτό!
- Σε παρτάκι; Μέσα!

Το συγκρότημα Yo la tengo (=την έχω. Λέγεται ότι προέκειψε από σχετική αναφώνηση παίχτη baseball που πήγαινε να πιάσει μπαλιά) (από Jonas, 19/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο, όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι κάποιος το έχει παρακάνει, εξ ου και το γαμήσι μέχρι θανάτου που είναι υπερβολή. Κανείς δεν γαμάει μέχρι να πεθάνει η/ο παρτενέρ του.

Ενίοτε το λέμε όταν θέλουμε να δηλώσουμε ότι έχουμε μπλέξει . Το να γαμάς μέχρι να πεθάνει είναι πρόβλημα. Τι θα κάνεις μετά;

Παράδειγμα 1:
- Ρε Γιάννη τι θα γίνει; Όποτε θα φέρνεις γκόμενα στο σπίτι μου θα το κάνεις πουτάνα; Έλεος! - Εντάξει μωρέ, για το βούτυρο στα σεντόνια λες; - Ναι ρε μαλάκα, άδειασες όλο το βιτάμ στο κρεβάτι, φτάνει, το γαμήσαμε και ψόφησε

Παράδειγμα 2:
- Μαλάκα γράφουμε μαθηματικά την επόμενη ώρα! - Τώρα μάλιστα, το γαμήσαμε και ψόφησε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει απλά ότι εκνευρίζω κάποιον.

Προέρχεται από την διακοπή της στύσης στον άντρα λόγω λανθασμένης κίνησης της γυναίκας που προκαλεί «σπάσιμο».

Μου τη σπάει που όλοι κερδίζουν αμορτί εκτός από μένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα νταιμένσιον 2 σε 1. Πώς λέμε εμ σαμπού εμ κοντισιονέρ, τέτοιο πράμα.

Το ρήμα «πιάνω» είναι ούτως ή άλλως πολυδιάστατο, αφού μπορεί να αναφέρεται σε κάτι απτό (πιάνω το πουλί μου) ή σε κάτι αφηρημένο (πιάνω το νόημα). Όταν λέμε, «τα πιάσαμε», ανάλογα με το αν ακολουθεί κάτι ή όχι, αλλάζει η σημασία:

α. «Τα πιάσαμε»: πήραμε μίζα, όχι απαραίτητα από την Miesens. Υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές.

β. «Τα πιάσαμε τα λεφτά μας»: Ρεφάραμε και καλά, αλλά με σαρκαστική διάθεση. Μας συνέβη κάτι που ολοκλήρωσε την ήδη αρνητική πορεία μίας κατάστασης. Απαντάται και στη μορφή τα βρήκαμε τα λεφτά μας.

  1. - Καλά, είστε εντελώς άμπαλοι ρε πούστη μου. Γιατί δεν το κλείνετε το μαγαζί;
    - Τι άμπαλοι ρε άσχετε; Αν δεν τα είχε πιάσει ο μαλάκας ο λάιτσμαν που μας φλόμωσε στο οφσάιτ και καλά, θα σας είχαμε πετάξει τρία μπαλάκια για πλάκα.
    - Καλά, τραγούδα...

  2. - Πού χάθηκες ρε δικέ μου; Σου συνέβη τίποτα;
    - Όλα διαλύονται γύρω μου... Γι' αρχή, μ' έστειλε η ακατανόμαστη, το ξέρεις. Προχθές με φώναξε ο διευθυντής μου και μου 'πε ότι αν δεν βγάλω τους στόχους μέχρι το τέλος του χρόνου, παίρνω το μπούλο. Και σα να μην έφταναν αυτά, με πήραν από το ιατρικό προχθές τηλέφωνο και μου λένε «μπορείτε να περάσετε από εδώ παρακαλώ;» και λέω γω «ωχ, τα πιάσαμε τα λεφτά μας - για να μη μου λένε απ' το τηλέφωνο θα είναι σοβαρό». Πάω και μου λένε ότι πάσχω λέει από κάτι πολύ σπάνιο, ούτε που ξέρω πώς λέγεται. Γάμησέ τα σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως κάθομαι σε μια καρέκλα, σε ένα πεζούλι, στον καναπέ. Μπορώ όμως να κάτσω και πάνω σε κάποιον. Στα γόνατά του, ας πούμε. Αν όμως προτιμήσω κάτι άλλο, λίγο πιο πέρα από τα γόνατά του, τότε λέμε «του κάθομαι». Δηλαδή παθαίνω αυτό που έπαθε με καρεκλοπόδαρο η Μαίρη Χρονοπούλου σε μια ταινία κι έχασε την παρθενιά της (διορθώστε με αν δίνω λάθος πληροφορίες). Μόνο που δεν χάνω απαραιτήτως την παρθενιά μου, ούτε πρόκειται για απλό καρεκλοπόδαρο, αλλά για το βασικό εργαλείο που διαθέτει αυτός που του κάθομαι.

Παραλλαγές: Πρώτον, δεν είναι ανάγκη να φανταζόμαστε κάποιον καθιστό και μια γκόμενα πάνω στο τέτοιο του. Όχι πως έχει πρόβλημα η στάση αυτή, αλλά μπορούμε να φανταστούμε και όποια άλλη στάση κλπ θέλουμε.

Έπειτα, η έκφραση ισχύει και για τις γυναίκες. Ωσεκτουτού είναι και μεταφορική.

Άλλο: κυριολεκτικά και μεταφορικά λέμε και «καθίζω σε κάποιον /-α κάτι», του την καθίζω δηλαδή. Μπορεί όμως να είναι οτιδήποτε σεξουαλικό αυτό το «κάτι», εννοείται.

Τέλος υπάρχει και μια άλλη σημασία: στην έκφραση «μού 'κατσε», σημαίνει είτε ήμουν τυχερός, μου έτυχε κελεπούρι, ή κάποιος μου είναι ανάντεχος, ανυπόφορος και δεν μπορώ να τον ξεφορτωθώ (κυριολεκτικά, άμα μου έχει κατσικωθεί, και μεταφορικά άμα δεν μπορώ να τον βγάλω από το μυαλό μου).

Τα παραδείγματα θα τα εξηγήσουν όλα.

  1. Μαλάκα, μπαίνω στο δωμάτιο να πάρω το μπουφάν μου και βλέπω τη Σούλα να τού 'χει κάτσει του κυρ Μήτσου για τα καλά!
    - Και;
    - Χαμπάρι δεν πήραν! την έκανα με ελαφρά...

  2. Τι νέα με την Αλίκη; Της έκατσε κανα καλό τελικά;

3.α. Πολύ μου κουνάει τον κώλο της η Δεσποινούλα, άμα της τον κάτσω θα σου πω εγώ...

3.β. - Για πες για πες, τι έγινε με τον Αντώνη;
- Ά τον αλήτη, εκεί που ήμασταν γλυκά-γλυκά μαζί, μου καθίζει ένα πουτσοσκάμπιλο, μου 'ρθε νταμπλάς!
- Σιγά μωρή παρθενοπιπίτσα...

  1. Πώς κάνεις έτσι ρε φίλε, άμα δεν σου κάτσει αυτό που θες είσαι απάλευτος...

  2. Τι νέα;
    - Τι νέα ρε μαλάκα, που μού 'χει κάτσει δέκα μέρες τώρα στο σπίτι ο Παύλος και δε λέει να φύγει...

  3. Κάτι δεν μου κάθεται καλά με αυτόν τον τύπο (ή Δεν μου κάθεται καλά αυτός ο τύπος)...
    - Γιατί;
    - Δεν ξέρω, αλλά δε μ' αρέσει η φάτσα του καθόλου. Το νού σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τον ήπια: Την έκατσα, μου 'ρθαν ανάποδα, μεγάλο κακό με βρήκε. Το τι ακριβώς ήπιε το δυστυχές υποκείμενο τελεί υπό διερεύνηση, αλλά έγκυρες πηγές αναφέρουν ότι ο ποιητής μιλάει για τον πικρό καφέ της παρηγοριάς, το οποίο έχει και μία δόση λογικής οφείλω να ομολογήσω.

  1. Ωχ, κατέβασε βασική Παλτόγλου και Χατζημπουζουκοβλασάρογλου; Τον ήπιαμε. Πάμε για τρία μπαλάκια μίνιμουμ.

  2. Υπογεγραμμένη άδεια με οδοιπορικά κι έσκασε επιθεώρηση από τον ΓΕΠΣ και τον ήπιαμε. Άμα σου λέω με πάει πίπα-κώλο-εμπλοκή...

(από panos1962, 18/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που φανερώνει ικανότητα, επιδεξιότητα και γνώση του εκφέροντα για ένα θέμα η μία πράξη.

Η κτητικότητα που αποπνέει η έκφραση δημιουργεί μια αίσθηση βεβαιότητας και σιγουριάς να πλανάται στην ατμόσφαιρα, ειδικά αν εκφέρεται σε δύσκολες καταστάσεις, χωρίς το αποτέλεσμα να επιβεβαιώνει πάντα την αίσθηση αυτή.

Εκφέρεται σε στιγμές ξερολιάς / μπορολιάς, επιδειξιομανίας ή απλής επιθυμίας για αληθινή προσφορά στο σύνολο και στο γενικότερο καλό.

1.-Εδώ! Πάσα!
-Τόχω!
-Πάσα ρε!
-Τόχω τόχω!
-ΠΑΣΑ ΡΕΕΕΕ!
-ΤΟΧΩ ΤΟΧΩ ΤΟΧΩΩΟΟοοόχι ρε πούστη μου (άουτ)...

2.[ψιθυριστά]
-(ποιο απ' τα δύο καλωδιάκια να κόψω τελικά; το κόκκινο ή το μπλε;)
-(με το κόκκινο θα γίνει έκρηξη!)
-(όχι, με το μπλε θα γίνει!)
-(φιλαράκι, το έχω! δώσε το πενσάκι εδώ)
[κλακ]
[μπαμ!]

(από Khan, 28/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified