Selected tags

Further tags

Είμαι γκέι, κατά το «το πάω το γράμμα», «τη σιδερώνω την γραβάτα» κ.λπ.

- Αυτός ο Γρηγοράκης, που σπουδάζει μεταλλειολόγος, πολύ χαριτωμένος δεν είναι:
- Μου φαίνεται ότι φοράει το σακάκι του κι από την άλλη.
- Δηλαδή:
- Ε! Πώς το λένε... Το πάει το γράμμα. Την χαλικώνει τη γεώτρηση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια όχι και τόσο γνωστή έκφραση, που υπάρχει όμως στην αγγλική γλώσσα (jump the shark).

Αναφέρεται σε καθοδική πορεία που έκανε ένα προϊόν (συνήθως στην τηλεόραση) μετά από κάποιο συγκεκριμένο γεγονός.

Αιτίες που συνήθως κάποιο σήριαλ πηδάει τον καρχαρία, είναι όταν π.χ. «σκοτώνεται» κάποιος πρωταγωνιστής, όταν αποχωρεί ένας ηθοποιός και αντικαθίσταται από άλλον, όταν μπαίνει καινούργιο πρόσωπο στο καστ, όταν γίνεται μια σημαντική αποκάλυψη και αλλάζει το σενάριο, ο χαρακτήρας κ.λπ.

  1. - Είδες το Παρα-πέντε προχτές; - Μπα, δεν το βλέπω πια. - Γιατί ρε; - Ε απο τότε που έμαθαν ποιός είναι ο κακός, πήδηξε τον καρχαρία.

  2. - Εγώ πιστεύω οτι απο τότε που ο Μάκης μάλωσε με τον Θέμο, έχει πηδήξει τον καρχαρία το ΟΛΑ... Δεν είναι όπως πριν.

  3. - Έλεγαν οτι το περιοδικό θα γινόταν γαμάτο με τον καινούργιο συντάκτη, αλλά απο τότε που το ανέλαβε, πήδηξε τον καρχαρία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν ένας κάποιος γάμησε κάποια τόσο πολύ, ώστε να γίνει θέμα συζήτησης με την παρέα του.

- Ρε συ Κώστα, τι έγινε τελίκα με την Ελένη ρε, την πήδηξες;
- Πλάκα μου κάνεις ρε; Της έκανα το μουνί πηγάδι!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικά σημαίνει χαλάρωσε, ηρέμησε κι όλα τα σχετικά.

- Και ρε μάλάκα τι γίνεται άμα με παρατήσει;
- Άραξε την πέτσα σου ρε, σιγά μην σε αφήσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέφτω με φόρα πάνω σε κάτι και τρώω τα μούτρα μου. Από τα γερμανικά βομβαρδιστικά του B' Παγκοσμίου Junkers Ju 87, γνωστά ως Stukas (από τη λέξη Sturzkampfflugzeug, δηλ. πολεμικά αεροπλάνα κάθετης εφόρμησης).

- Ρε τον γιωτά, είχε κολλήσει να κοιτάζει τη γκόμενα και στούκαρε πάνω σε μια κολώνα!

Βλ. και στούκα

H τελευταία τους συναυλία που είδα ήταν στο Καπάνι μαζί με 3-4 ακόμα γκρουπ και ήταν αφιερωμένη σε αυτόχειρα φίλο τους. Σύμφωνα με τον Pluto, αυτός "έβαλε το "Motorcycle emptiness" στο κασετόφωνο, πάτησε τέρμα το γκάζι και στούκαρε".

από το mic.gr

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρώω σαβούρα: γλιστράω, πέφτω, γκρεμοτσακίζομαι, τρώω σούπα. Ο μονολεκτικός τύπος είναι σαβουριάζομαι.

(σε χιονοπόλεμο:)
- Πιάστε τον ρε! Ρίχτε του όλοι μαζί!
- Ωχ!!
- Ρε τον μαλάκα, έφαγε σαβούρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τον εξελληνισμό της παγκοσμίως γνωστής αφροαμερικανικής λέξης motherfucker. Ειναι πιστεύω το πλέον κορυφαίο δείγμα προσαρμογής της ελληνικής γλώσσης στην αγγλική και βασίζεται καθαρά στην τεχνική των phonetics, τεχνική η όποια χρησιμοποιείται σε όλα τα λεξικά του κόσμου καθώς μας βοηθά να καταλάβουμε πώς ηχεί μια άγνωστη σε εμάς λέξη χρησιμοποιώντας ένα παγκόσμιο ηχητικό αλφαβητο. Έτσι λοιπόν και ένας κάτοικος από τα Γκράβαρα μπορεί να αρθρώσει την λέξη mothafuka απλά και ωραία διαβάζοντας το παραπάνω λήμμα...

Τι έγινε μωρ' αδερφάκι;
— Τα ίδια μωρέ, τα ίδια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Μπακάλης που δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τα @@ του.»

- Τι λέει; Πώς πάνε οι δουλειές;
- Άσε, αλλιάκ μπακάλ τασιακλαρούμ καντάρ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε κάθε περίπτωση, ξύσ' τ' αρχίδια σου με το γκράιντερ.

Βλ. και ξύσ' τ' αρχίδια σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με παράτησαν.

- Πήγαμε σ' ένα κωλάδικο χθες, χάλια. Σιγά-σιγά την κοπάνισαν οι φίλοι μου και μ' άφησαν μπουκάλα. Βλέπεις εγώ ντρεπόμουνα να φύγω, γιατί με είχε καλέσει ο ιδιοκτήτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified