Selected tags

Further tags

Κρύβομαι.

Έρχεται ο Αλέξης, ψεκάσου με άζαξ!

Πως κάνεις ένα απλό αεροσκάφος stealth;Απλώς το ψεκάζεις με Αζαξ και τέλεψες (από GATZMAN, 06/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τηλεφωνώ, γίνομαι, ενημερώνω.

Θα σε τσεκάρω αργότερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χρησιμοποιείται σε πλάγιο λόγο για λεχθέντα (ή και ενέργειες) των διηγούμενων που (α) δεν έχουν σημασία, (β) είναι σεξουαλικού ή συνωμοτικού περιεχομένου, (γ) (σε περίπτωση ομιλίας) ο αφηγητής δέν άκουγε. Συνώνυμα: μπούρου μπούρου.

  2. Στη φράση σούξου μούξου μανταλάκια: χρησιμοποιείται απαξιωτικά (συνήθως για κάτι που έχει ειπωθεί). Συνώνυμα: μαλακίες, παπαριές, μπούρου μπούρου μαλακίες.

  1. - Ρε κούκλα μου, χίλιες φορές στό'χω πει, όταν είμαι στη σκηνή και παίζω, δεν γουστάρω ν' αρχίζεις τα σούξου μούξου με τις φιλενάδες σου. Μα όλα τότε θα τα πείτε;

  2. - Ξέρεις ρε τι μου είπε ο Σούλης; Οτι την επόμενη εξεταστική θά'χει πάρει πτυχίο. Καλά, πόσα τού 'χουν μείνει;
    - Έλα ρε τώρα, κάθεσαι κι ακούς τον Σούλη... «Θά'χει πάρει πτυχίο» και σούξου μούξου μανταλάκια τώρα να πούμε...

Βαρέθηκα τα σούξου-μούξου-του σου! (από tryager, 04/08/11)

Βλ. και σχετικό λήμμα στην πλήρως ανεπτυγμένη του μορφή σούξου μούξου μανταλάκια και τα ρέστα καραμέλες. Ακόμη: κουκουρούκου μανταλάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για καταστάσεις που διαπνέονται από ηρεμία, αδράνεια, κανονικότητα (συνήθως, λίγο πριν ανατραπούν).

- Καλά ρε, πλάκα κάνεις; Αν δεν σέβεσαι τη μάνα σου, ποιόν θα σεβαστείς;
- Τι λες τώρα ρε μαλάκα; Βαλτός είσαι; Μου 'χει πρήξει τ' αρχίδια λέμε.
- Δεν έχει σημασία. Η μάνα σου θέλει το καλό σου. Μπορεί να μην το καταλαβαίνεις στην αρχή, να σου φαίνεται εντελώς απαράδεκτη η συμπεριφορά της, αλλά πάντα έχει στο νου της το καλό σου.
- Α δεν πας καλά εσύ...
- Άκου ένα παράδειγμα ρε. Η μάνα μου μου ας πούμε. Θυμάσαι εκείνο το καβλάκι που έπαιζα τον περασμένο χειμώνα; Ε, η μάνα μου με είχε πρήξει. Και «τι τριγυρνάς με την πιτσιρίκα», κι «αυτή θα μπορούσε να 'ναι κόρη σου» και τέτοια, μιλάμε, κανονικά. Όποτε την έφερνα στο σπίτι, η μάνα μου μες στα πόδια μας. Φαντάσου, για να κάνουμε κατιτίς ξέρω 'γω, αναγκαζόμουν να κλειδώνω και την πόρτα...
- Σώπα...
- Χωρίς πλάκα. Άκου να δεις τώρα τι έκαν' η μάνα μου η ρουφιάνα: μια μέρα που έλειπα, πήγε κι έφτιαξε αντικλείδι για το δωμάτιο!...
- Τι μου λες!...
- Αμέ! Και εκεί που είμαι που λες με τη μικρή ωραία και καλά μια μέρα στο δωμάτιο, κι έχουμ' αρχίσει και τα σούξου μούξου, ξεκλειδώνει ξαφνικά η πόρτα και μπουκάρει η μάνα μου.
- Μάλιστα... Και τι ήθελε;
- Εδώ σε θέλω! Να μου θ υ μ ί σ ε ι ν α β ά λ ω κ α π ό τ α , μαλάκα.
- ... Ε τι να πω... Μάνα είναι μόνο μία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος μου παίρνει πίπα.

- Τι είπες ρε μαλάκα μη σου δώσω πρωινό!
- Αυτό που άκουσες...
- Θα φας πρωινό μαλάκα... θα σε γαμήσω...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος μας εκνευρίζει. Η έκφραση εννοεί «γαμώ το μουνί της Εύας που σε γέννησε».

Επίσης:

Γαμώ τον Χριστό σου
Γαμώ το σπίτι σου
Γαμώ το σόι σου
Γαμώ την τύχη σου
Γαμώ το κέρατό σου

Και για μας:

Γαμώ την πουτάνα μου
Γαμώ την τύχη μου
Γαμώ την πανακόλα μου
Γαμώ την τρέλα μου
Γαμώ το μουνί μου
Γαμώ το κέρατό μου
Γαμώ το σπίτι μου

Ουδέν σχόλιον...

Δες και γαμώ + αντικείμενο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Λεσβία που συχνάζει σε στριπτιτζάδικα και κωλόμπαρα.
  2. Λεσβία που το κωλώνει επειδή ο δάσκαλος είναι λιώμα.
  3. Λεσβία τίμια (βλέπε τίμιος).

π.χ. Φύγετε από εδώ είμαστε λεσβίες. Άκουσες ρε... Τίμιες λεσβίες!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται πάντοτε μετά το ρήμα της πρότασης και είναι συνώνυμο του καθόλου.

  1. Δεν την παλεύω μία σήμερα... Έπιασε άνοιξη κι έχω χαζομουνέψειτελείως!

  2. Δεν τον πάω μία αυτόν τον ψωλοβρόντη!

Δες και δεν ... μία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιούμε την φράση όταν ο ομιλών βρίσκεται σε έπαρση λόγου.Τον προτρέπουμε να ηρεμήσει, να χαλαρώσει. Συνώνυμο του κατούρα και λίγο.

- Παίδες ήταν μια γκόμενα στην καφετέρια σήμερα, που δεν πήρε τα μάτια της από πάνω μου!
- Καλά βούτα την λίγο στο νερό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε κάτι ως πολύ καλό, εξαιρετικό.

  2. Συναντάται και με την μορφή περίφρασης «απύθμενος κώλος», η εις άπειρον κωλοφαρδία.

  1. Κατέβασα χθες απο το internet ένα απύθμενο τραγούδι! Θα στο στείλω να πάθεις πλάκα!

  2. Πάλι εξάρες έφερες ρε; Μα καλά τι απύθμενο κώλο έχεις... (συνήθως αφού ξεστομίσεις την συγκεκριμένη φράση κλείνεις το τάβλι).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified