Selected tags

Further tags

Διαφορετικός τρόπος ώστε να πεις «άντε γαμήσου».

- Ρε πάρε τον πούλο που θα με πεις εσύ εμένα ηλίθιο!

Πάρε τον Πούλο (για κανά ανταλλακτικό) (από Hank, 15/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παίρνω εκδίκηση.

Μιχάλης: - Μου έβγαλε την πίστη ένα χρόνο ο Laurent, αλλά έτσι και τον πετύχω πουθενά θα πάρω το αίμα μου πίσω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατόφια καλό / χρήσιμο.

- Και είναι καλό ρε αυτό το σταφ;
- Λίρα εκατό ρε λέμε!

(από filologas, 20/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βρίσιμο, συνήθως η βλαστήμια, το βρίσιμο των θείων.

Παναγιώτη σταμάτα να τσιμπάς τον παππού γιατί αν ξυπνήσει θα σου κατεβάσει κανένα καντήλι και θα έχει και δίκιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποχαιρετώ, λέω αντίο. Από τον παραδοσιακό τρόπο αποχαιρετισμού, κουνώντας ένα λευκό μαντήλι.

-Άντε έλα να χαιρετηθούμε.
-Τι δεν θα με πας μέχρι τον έλεγχο;
-Μήπως θες να περιμένω και μέχρι να φύγει το αεροπλάνο ώστε να σου κουνήσω το μαντήλι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει κάποιον που δεν ξεκολλάει από κάποιον άλλο, ή που γνωρίζει τα πάντα γι' αυτόν τον άλλο.

-Πού ήταν χθες ο Γιώργος; -Πού να ξέρω; Σπυρί στον κώλο του είμαι;!;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κόκκινο φανάρι, όταν το έχουμε περάσει και είναι πλέον αργά, ενώ μας γράφει ο μπάτσος.

- Καλά ρε, δεν το είδες το κόκκινο;
- Ε, φανταστικέ μου τροχονόμε, βαθύ πορτοκαλί ήταν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμήσου αμέσως. Από το σαλτάρω (= κάνω άλμα), κάτι που γίνεται πολύ γρήγορα.

*.

-Σάλτα και γαμήσου λίγο παρακάτω, που' χει και άπλα να κάνεις τα τρελά σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του πνίγω το κουνέλι, κάνω πολύ συχνά sex. Χρησιμοποιείται κυρίως για γυναίκες.

-Το πνίγει το λαγουδάκι (κουνέλι) η Μαριάννα. Μη τον δει στα ξένα χέρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από το «παρτούζα».

  1. (www.angelfire.com) «40άρα θέλει πάρτυ με ούζα στον κώλο της...»

  2. - Τι θα κάνουμε απόψε Χαράλαμπε;
    - Δεν λες στην αδερφή σου να περάσει για τίποτα πάρτυ με ούζα;
    - Άααα, δεν πίνω απόψε! (άσχετη)

Πάρτυ με ούζα (από Hank, 19/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified