Selected tags

Further tags

Το χαρτονόμισμα των εκατό δραχμών.

Αυτό κάνει τρία εκατόμπαλα...

(από vikar, 03/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται και σαν μαθηματικος τύπος. ΧΨ+Α.

Πότε βγαινεις στην σύνταξη;
ΧΨ+Α

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απόλυτος υπερθετικός του επαίνου, για κάποιον που πετυχαίνει ανδραγάθημα εθνικής εμβέλειας. Μπορεί να είναι ο εθνικός μας σταρ, ο εθνικός γκαντέμης, ή ο εθνικός μαλάκας.

Ο όρος πιθανόν προέρχεται από τον τίτλο «Αθηνών και πάσης Ελλάδος» του Μπιγκ Μακ. Αλλά έγινε δημοφιλής με τον Χάρρυ Κλυνν, και το διαφημιστικό σποτάκι της σοκολάτας Σερενάτα, που έλεγε «Σερενάτα και πάσης Ελλάδος άμα λάχει ναούμ'», και με την αυτοβιογραφική του ταινία «Χάρρυ Κλυνν και πάσης Ελλάδος». Η έκφραση ήταν της μοδός στα '80ς.

Γεια σου ρε Έλενα που κέρδισες την πρωτιά στην γιουροβύζιον! Παπαρίζου και πάσης Ελλάδος, άμα λάχει να 'ουμ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθης σλανγκική εκφορά του «να πούμε» στον προφορικό λόγο, -υπάρχει πιο σπάνια ως σλανγκισμός και στον γραπτό. Λόγια ισοδύναμα: φερ' ειπείν, ως έπος ειπείν.

Συνώνυμα: ασούμ'/ (ενίοτε) και καλά (βλ. παρ. 2)

Συνηθίζεται στην κλασική έκφραση: «και πάσης Ελλάδος άμα λάχει ναούμ'.»

Να μην συγχέεται με τον προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης Ναούμ, οποιαδήποτε ομοιότητα είναι συμπτωματική, και πρόκειται για απλή συνωνυμία.

  1. Μένιος: - Λέω ναούμ' να την πέσω στην Λίλιαν. Πού ξέρεις; Κι αν μου κάτσει;
    Γιώργος: - Είσαι και πολύ πέφτουλας ναούμ'!

  2. - Τι νομίζει αυτός ο μπάτσος που άρχισε να βαράει τα παιδάκια με το γκλομπ; Ότι είναι και πολύ ράμπο ναούμ';

Βλ. και ναούμε, άμα λάχει (ναούμ'), νταξναούμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανταρικό γνωμικό κατά το «η φτώχεια θέλει καλοπέραση», αναφέρεται στις φτωχές χαρές που μπορεί να εξασφαλίσει στον εαυτό του ο φαντάρος εν μέσω καψωνιών και στρατόκαυλων, κατά προτίμηση χωρίς μέσο.

- Τι γίνεται με τον Παπαδόπουλο, έχει λιώσει στο ΚΨΜ και σε λίγο έχει σκοπιά!
- Εμ, η θητεία θέλει καλοπέραση κυρ Λοχία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτικό παράγγελμα που σημαίνει απλά «στρωθείτε μπρούμυτα!», αλλά ο λοχίας κι οι ανώτεροί του θεωρούν απαραίτητη αυτήν την βλαχολόγια εκφορά, όχι απολύτως σωστή. Η θέση «πρηνηδόν» λειτουργεί βέβαια ως μεταφορά για το ότι τα φανταράκια θα εκτελέσουν κίνηση τον πούλο αρμ.

Λειτουργεί και ως στρατιωτικό συνώνυμο του την τρίζει την όπισθεν.

  1. Λοχίας Στρατοκαυλόπουλος: - Εκ του πρηνηδόν θέσεις λάβατε!
    Φανταράκια μεταξύ τους: - Ωχ! Κατάλαβα! Τον πούλο αρμ, πάλι! Έχει πρωινές καύλες ο Στρατοκαυλόπουλος!

2
- Τι γίνεται με τον Σάκη; Την εγείρει την σημαία;
- Όπως τα λες! Την παίρνει την θέση εκ του πρηνηδόν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερθετικός του τον παίρνει, με την έννοια του συνουσιάζεται ως παθητικός ερώμενος, για να χαρακτηρίσουμε κάποιον που θεωρούμε τελειωμένο, τόσο που η σεξουαλική πρακτική έχει επιπτώσεις και στην ανατομία του. Βεβαίως είναι και βρισιά εμφατική του «τον παίρνεις», στο β' πρόσωπο.

  1. - Μου φαίνεται ότι ο Σάκης το κανελώνει το ρυζόγαλο. Λες να τον παίρνει;
    - Μωρ' τον παίρνει και γέρνει!

  2. (κατά την διάρκεια βρις-οφ):
    - Τον παίρνεις!
    - Τον παίρνεις και γέρνεις!

(από Khan, 29/06/12)

Δες και γέρνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσαντίζομαι / θυμώνω με πρόσωπο ή κατάσταση.

Έφαγα στράβα με έναν μαλάκα σήμερα... είχε διπλοπαρκάρει και με έκλεινε για κάνα μισάωρο...

Βλέπε στραβώνω. Δες και τρώω στράβωμα. Ακόμη: ρίχνω, τρώω, πέφτω. Καθώς και: .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο προχωρημένος, ο αβαν-γκαρντ, ο πρωτοποριακός. Από σύντμηση του «προχωρημένος». Φαντάζομαι ότι καθώς αφήνεται να πλανάται ότι μπορεί να εννοείται και προ-χώνω, ή κάτι τέτοιο, δίνεται μια πιο επιθετική χροιά στην σημασία.

  1. Προφανώς, κάποια άτομα θεωρούν ότι είναι πολύ προχώ, να λες «προχώ», αντί για «προχωρημένος»!

  2. (από βλόγιον):

Γιαπωνέζοι!! Πολύ «προχώ» ρε παιδί μου...
Αυτό που βλέπετε (μύδι 1) δεν είναι see- through φούστα. Είναι η νέα μόδα της Ιαπωνίας. Τυπώνουν στις φούστες το σχέδιο αυτό, να μοιάζει ότι φαίνεται το εσώρουχο.

  1. (Απ' το φόρουμ του Πουτσ... εμ, συγγνώμη του Κοσμοπόλιταν):

ετσι ειναι....ετσι.....μεγαλειοτης παιδι μου....οχι αστεια....οχι απλα προχω.... .χιλιομετρα μπροστα....εμεις και το σπερμα του ενα πραγμα....ασε. ..

  1. (Από φόρουμ):

-Επ' αυτού θέλω να πω τον πόνο μου, έλεγαν κάποιοι και καλά προχώ ότι η Έφη Σαρρή είναι μιλφ και ήθελα να τους πω ότι δεν έχει παιδιά, αλλά λέω, άσε, στο κενό θα πέσει...
-Πάντως και παιδιά να είχε, MILF δεν τη λες... (αν κρίνω απ' αυτά που είδα όταν γκουγκλάρισα το MILF).

(απορία: Στο slang.gr τον έστειλε το google;)

  1. Ο ήρωας του μυθιστορήματος αυτού του Μανώλη Μανωλικού δεν είναι ένας ήρωας, ούτε υπερήρωας και τέτοια πασέ. Είναι αντιήρωας, ένας ήρωας αυτοσαρκαζόμενος, που του τυχαίνουν όλο αναποδιές και δεν διστάζει να αυτοεξευτελίζεται. Πολύ προχώ φάση!

Πολύ προχώ φούστα! (από Hank, 12/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασική έκφραση που σημαίνει ότι κάποιος άλλος είπε πρώτος αυτό που θέλαμε να πούμε. Μόνο που στην σλανγκική εκδοχή της χρησιμοποιείται κυρίως όταν ο λόγος είναι περί παργαλάτσου, με ευκόλως εννοούμενο υπονοούμενο για στοματικό σεξ. Κι επειδή λίγοι έχουν την τιμιότητα να βγούνε τόσο ευθαρσώς από την ντουλάπα, ή, αν είναι γυναίκες, να παραδεχτούν ότι είναι τέτοιες ασύστολες τσιμπουκλόβιες, η έκφραση χρησιμοποιείται συνήθως στο τρίτο πρόσωπο για να καυτηριάσουμε/ στιγματίσουμε κάποιον/α που τον θεωρούμε τελειωμένο/η.

(Στο ρεππαπαπαθανασιούργημα «Safe Sex» παρουσιάζεται ριάλιτι σόου με θέμα τον πληρωμένο έρωτα. Συμμετέχουν ένας «συνοδός» και μια γριά πόρνη έμπειρη από εκπομπές Μικρούτσικου, πλην ο νεαρός συνοδός δεν γνωρίζει τις επίσημες ονομασίες των σεξουαλικών πρακτικών. Λέει «τσιμπούκι», οπότε ο παρουσιαστής κόβει επί τόπου την εκπομπή, κι ακολουθεί ο διάλογος):

Νεαρός: Καλά, και πώς να πω το τσιμπούκι;
Παρουσιαστής: Πεοθηλασμό!
Γριά: Απ' το στόμα μου το πήρες!

(από Khan, 18/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified