Selected tags

Further tags

Βασικά, σημαίνει γαμάω –αλλά το λέω έτσι για να το φέρω πιο γλυκά, να μη το κάνουμε θέμα τέλος πάντων. Στην εκδοχή μας τον ακουμπήσανε, θέλει να πει μας τον κάτσανε. Με έναν πιο μουλωχτό ή πιο κομψό ίσως τρόπο, αλλά η ουσία είναι ότι, στο φινάλε, μας τον φορέσανε.

  1. - Αχ βρε Νώντα μου, δεν μπορώ απόψε, έχω λίγο πονοκέφαλο. - Έλα μανίτσα μου, τίποτα δεν είναι, να λίγο έτσι να στον ακουμπήσω, τίποτα δεν θα κάνεις εσύ, ένα τσιμπουκάκι στην αρχή αν ευκολύνεσαι... και μετά αράζεις...

  2. - Καλό το ρεστοράν, Θύμιο; Ακριβό;
    - Έ, όσο νά 'ναι... εξήντα ευρώ το άτομο βγήκε...
    - Α, εντάξει... Σας τον ακουμπήσανε κανονικά...

Χμ, όντως... (από vikar, 10/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία από χιλιάδες εκφράσεις του γενικού τύπου γαμώ + άρθρο + ουσιαστικό + (προαιρετικά) άρθρο + (προαιρετικά) ουσιαστικό ή επίθετο, δείγμα της αστείρευτης ευρηματικότητας του λαού αυτού. Ποια ήταν η Νανά και πού ακριβώς χόρευε δεν έχει εξακριβωθεί, αλλά είναι σε μία μεγάλη παρέα μαζί με το Χριστόφορο τον πούστη, τα υπουργεία τους, τον μπελά σου, το στανιό μου, το φελέκι μου, την αγία πολυτέλεια, την περεστρόικα μου μέσα, το καντήλι μου, την ατυχία μου και διάφορα άλλα τέτοια.

- Όχχχχι ρε γαμώ τη Νανά τη χορεύτρια. Με σταμάτησε ο μπάτσος. Την κάτσαμε τη βάρκα.

Η Νανά η χορεύτρια, απαθανατισμένη απ\' τον Edouard Manet (από Hank, 15/01/09)

Βλ. και γαμώ + αντικείμενο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν κάποιος θέλει να συγχαρεί κάποιον άλλον πολλές φορές και ειρωνικά.

- Φίλε, κατέβασα το καινούργιο βιντεάκι του «Ταραξία».
- Και δείξε λίγο ρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν με κάποιον έχετε διαφωνία σε κάτι, αλλά τελικά εσύ έχεις δίκιο, τότε τον λες φυστίκη!

- Ο Ολυμπιακός θα πάρει το πρωτάθλημα!
- Όχι, ο Παναθηναϊκός θα το πάρει!

(Τελικά το παίρνει ο Ολυμπιακός)

- Πάρτα μαλάκα Φυστίκη!

Βλέπε και Τζον Φυστίκης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα παλιού και πασίγνωστου ανεκδότου, η οποία πλέον αυτονομήθηκε σύμφωνα με το πνεύμα των καιρών και υφίσταται ως ξεχωριστή και επίσημα αναγνωρισμένη οντότητα, χρησιμοποιούμενη για να περιγράψει μία κατάσταση όπου το υποκείμενο κουρντίζεται και φτιάχνεται μόνο του για κάτι χωρίς να υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ότι αυτό που τον καίει θα στραβώσει.

Για όσους έζησαν τα προηγούμενα χρόνια σε μία γυάλα και δεν γνωρίζουν το ανέκδοτο, τύπος μένει από λάστιχο μέσα στο δάσος μαύρα μεσάνυχτα και δεν έχει γρύλο για να σηκώσει το αυτοκίνητο. Βλέπει ένα αγροτόσπιτο στα 500 μέτρα και ξεκινάει.

Όσο περπατάει σκέφτεται και μονολογεί: «Αγροτόσπιτο είναι, σίγουρα θα έχει εργαλεία. Δε μπορεί, ένα γρύλο θα έχει. Για φαντάσου να έχει γρύλο και να μη τον δίνει. Εγώ να το δανειστώ για μισή ώρα θέλω, δεν θα του τον πάρω. Ρε τον πούστη, τον αρχιτσιγκούναρο. Σιγά ρε μπαγλαμά μη σου φάω το γρύλο. Αλλά πρέπει να πέσεις εσύ στην ανάγκη μου να σου σιάξω εγώ τη γραβάτα. Μα τι μάρκα μαλάκας είναι αυτός; Βραδιάτικα να μη βοηθάει, που κανονικά θα 'πρεπε αυτός να έρθει και να αλλάξει το λάστιχο, ο μαλάκας. Αλλά φταίω εγώ που κάθομαι και παρακαλάω».

Χτυπάει την πόρτα και μόλις ανοίγει ο χωρικός, του λέει «ρε άι σιχτίρ κι εσύ κι ο γρύλος σου».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται μεταφορικά όταν θέλουμε να πούμε ότι το φαγητό που θα φάμε δεν είναι και τίποτα το ιδιαίτερο.

- Τι φαΐ θα φάμε σήμερα;
- Σκατά με φράουλες.

.. (από MXΣ, 23/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσποιούμαι ότι μου περνά απαρατήρητο, δεν άκουσα, δεν είδα κάτι, κάποιον ή μια κατάσταση.

Ναι ρε φίλε, σου λέω με κοιτούσε όλη την ώρα σαν κάτι να ήθελε να μου πει, αλλά εγώ έκανα τον Κινέζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαριτωμένο πλην όμως μαλακισμένο. Γλυκούλι πλην όμως εκνευριστικούλι. Συσκευασία dimension 2 σε 1. Τα πεκινουά, τα τσιουάουα, διάφορα μικρά κατοικίδια που κάνουν βαβούρα και κάτι περίεργοι τύποι που σου τη δίνουν μεν αλλά για κάποιο περίεργο λόγο έχουν κάτι που δρα ανασταλτικά προς το να τους την πεις χοντρά.

- Έλα δω ρε μπίθρο. Κάνεις και τον μάγκα, ε; Ρε, με δάγκωσε το μαλακισμένο, που άμα το δαγκώσω εγώ θα λυσσάξει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάλιστα.

...

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν ρωτάς κάποιον κάτι και σου λέει όχι, του λες ψωλή μ' απόχη (έχει και ομοιοκαταληξία).

- Σου αρέσει αυτή η γκόμενα;
- Όχι!
- Ψωλή μ' απόχη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified