Sorry!

You do not have permission to view this page!

You may be allowed to view this page if you log in below.

Selected tags

Further tags

Μαλακίες, πίπες, αρλούμπες, ψέμματα (ενδεχομένως να υπάρχει κάποια διαστροφική σχέση με τα στρουμφάκια...).

Παραλλαγή: πούτσες μπλε κι αρχίδια κοτλέ.

— Μα μου 'πε πως τα φτιάξανε!
— Πούτσες μπλε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμιέμαι, έχω σεξουαλικές σχέσεις με κάποιο άτομο.

- Το πνίγεις το λαγουδάκι βλέπω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμιέμαι, έχω σεξουαλικές σχέσεις με κάποιο άτομο.

- Δε με λες κοπελιά, το πας το γράμμα;
- Α' να χαθείς ηλίθιε!

(από Khan, 18/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκνευρίζομαι, βγαίνω εκτός εαυτού. Παραλλαγές: τα παίρνω στο κράνος, ή απλά και μόνο... κρανίο!

- Και σηκώθηκες και έφυγες επιτόπου ρε;
- Τα πήρα στο κράνος σου λέω ρε!

Βλ. και ταπηροκρανίαση, ταπηροκρανιάζομαι, κράνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με νευριάζεις. Ο όρος είναι των μέσων '80 και ακούγεται σε πολλές ελεεινές βιντεοταινίες της εποχής - ενδεχομένως (και με βάση την τότε κουλτούρα), να είναι αποκύημα μοτοσυκλετιστικής ορολογίας («λαμπάκια» = λαμπάκια λαδιού, θερμοκρασίας κτλ., οπότε ανάβω τα λαμπάκια = χτυπάω κόκκινο, έχω πρόβλημα με κάτι).

- Πάνε παιδί μου στην εκκλησία μέρα που είναι...
- Μη μ'ανάβεις ρε μάνα τα λαμπάκια πρωί-πρωί!...

Δες και ανάβουν τα λαμπούθκια μου στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαμ-μπαμ, αμέσως, πολύ γρήγορα.

- Πάμε που σου λέω. Θα είμαστε εκεί τσακ-μπαμ!

Βλ. και σχετικά λήμματα καρφί, dt, πατ-κιουτ, στο καπάκι, σούμπιτος, σφαιράδην

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που αντέχει σε δύσκολες συνθήκες ή την κακομεταχείριση ή χωρίς φροντίδα / συντήρηση ή όλα μαζί.

Καλά, μιλάμε το μηχανάκι το 'χω λιώσει και δε βγάζει άχνα, ούτε συνεργεία ούτε τίποτα. Σκυλί μαύρο σε λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το «εντάξει να πούμε».

(ε)ντάξ(ει) + να + (π)ούμ(ε) = νταξναούμ

Ανάλογα τα συμφραζόμενα, δηλώνει και δόση σταρχιδισμού (όσο περισσότερα «α», τόσο περισσότερα στ' αρχίδια μας), αγανάκτησης κ.ά.

  1. - Άντε Κωστάκη, πήγαινε συνέχισε το διάβασμά σου.
    - Νταααααξναούμ...

  2. - Δηλαδή τι άλλο πρέπει να σου πουν για να καταλάβεις;! Νταξναούμ, σου λέμε, σου ξαναλέμε, τίποτα εσύ!

(από xalikoutis, 06/06/10)

Βλ. και ναούμε, ναούμ', άμα λάχει (ναούμ')

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φλώρος, ο μαλθακός, ο καλομαθημένος, που δεν αντέχει σε δύσκολες συνθήκες.

- Είπα και στον Τάκη να 'ρθει στο camping.
- Πφφ, σιγά μην έρθει, αυτός είναι τρυφερό πόδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ήχος των όρχεων πάνω στο γυναικείο κορμί κατά την πράξη της συνουσίας.

Και κολλάω το ποτήρι στον τοίχο, και τ' αφτί μου στο ποτήρι κι ακούω από μέσα πατ-πατ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified