Επίθημα που παράγει επίθετο από όνομα, -ειδής, -ίστικος. Χρησιμοποιείται τυπικά (α) όταν δέν υπάρχει δόκιμος τύπος επίθετου (συνήθως για να σχηματίσει επίθετα από ξένα ονόματα), (β) υποτιμητικά (όπου μπορεί χάριν ρίμας να συνοδεύεται και από το ειρωνικό ολέ).

  1. Ίσα-ίσα, τα μούλτιπλεξ εκ φύσεως αντέχουν οικονομικά πολύ περισσότερο να προσφέρουν ταινίες «κουλτουρέ», «σινεφίλ» και μή «πιασάρικες», ταινίες δηλαδή που η προβολή τους είναι σίγουρα ζημιογόνα. Γιατί έχοντας πολλές αίθουσες και τη δυνατότητα να προβάλλουν ταυτόχρονα (κάθε βδομάδα) π.χ. τουλάχιστο μια ντουζίνα ταινίες, έχουν αρκετά μπλοκμπάστερ ώστε να κερδοφορούν από εκεί, και να αντισταθμίζουν τη χασούρα από τις κουλτουρέ ταινίες. (από διαδικτυακό φόρουμ)

  2. Παλιομοδίτικα σώβρακα παππουδέ. (από ιστολόγιο)

  3. Ξέρει κανένας αν και πού μπορώ να κατεβάσω το Bridge To Heaven, αυτο το «οπερέ στάιλ»; (από διαδικτυακό φόρουμ)

  4. Ε όχι και να μας τη βγεις μετά τη χωριατέ-ολέ συμπεριφορά σου ρε κολλητέ. Πάρ' το αλλιώς και έλα να τα πούμε όπως πρέπει, όχι σα θείτσες ή μυξιάρικα. (από διαδικτυακό φόρουμ)

Δες και γαμοσλανγκοτέτοια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για προπολεμική αργκό που περιγράφει μικρό μουσάκι μεταξύ κάτω χείλους και σαγονιού. Στην βιβλιογραφία συναντάται και ως μπαμ τιρλελέ ή ταμ τιριρί.

Η ετυμολογία του λήμματος παραμένει εισέτι άγνωστη, αλλά πιθανολογείται η έρζατς γαλλοφανής αυτή ονοματοποιία να παραπέμπει στην κίβδηλη και δήθεν μαγκιά του τυπικού φορέα μπαμ τερλελέ.

Σε πιο σύγχρονη εκδοχή, η λέξη περιγράφει το υπόλειμμα χιτλερικού μουστακιού που πολλές γυναίκες αφήνουν πλέον πάνω από το αιδοίο τους.

  1. «ταμ τιριρί ρε παιδιά δεν είναι το μουσάκι χωρίς μουστάκι;
    ή είναι μπαμ τερλελέ εκείνο; θα με μουρλάνετε εδώ μέσα» (από forum)

  2. «Μπάμ Τερλελέ σημαίνει το μικρό μουσάκι στο κάτω χείλι, στην αργκό του μεσοπολέμου. Αυτή η αναφορά σε μια εποχή όπου, στα μουσικά πράγματα, άκμαζαν οι μικρασιάτικες πολυπολιτισμικές παραδόσεις, δίνει το στίγμα των μουσικών που φιλοξενούμε.» (από ιστοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά από αίτημα του Vrastaman στο ΔΠ, πλήρες ρισέρτς με γούγλε γούγλε και βιβλιογραφία απέδωσε τα εξής:

«Μεγιέ Μελέ» ή «μεγιεμελέ» (όπως ακούγεται): Μεγάλο hit του Φίλιππου Νικολάου (1973) (στίχοι, μουσική, α' εκτέλεση) και τίτλος του αντίστοιχου μουσικού άλμπουμ του καλλιτέχνη.

Η σημασία του «μεγιέ μελέ»:

Αντίστοιχη έννοια με το «λάι λάι λάι λάι» (που, σημειωτέον, περιέχεται επίσης στο προαναφερθέν τραγουδάκι) και το «τραλαλά» - εύηχες και χαρούμενες λεξούλες χωρίς καμία σημασία, που χρησιμοποιούνται σε κεφάτα τραγουδάκια (δεν έχει καταγραφεί μοιρολόι που να περιλαμβάνει «τραλαλά» ή «μεγιεμελέ») και προσδίδουν μια παιδική ανεμελιά στον στίχο. Σημαντικό ρόλο ενδέχεται να διαδραματίζει η ύπαρξη του υγρού (και γλυκού κατά μία έννοια) σύμφωνου «λ» που φαίνεται να λειτουργεί κατευναστικά στον εγκέφαλο.

Ειδικά το «μεγιέ μελέ» κάνει ρίμα με το «Τζεμιλέ», το «καλέ» και, λίγο πιο τραβηγμένα, με το «για πού το ‘βαλε» και το «μα δεν το λέει» - βλ. παράδειγμα.

Γενικώς το «μεγιέ μελέ» ξεσηκώνει τρομερά κέφια και μόνο που υφίσταται σε στίχο και ειδικά σε συνδυασμό με την χοροπηδηχτή μουσική, παραπέμπει σε τζερτζελέ και χαβαλέ, που δηλαδή να 'χεις πιει και καναν ναργιλέ (λέξεις εις -λε επίσης, ασφαλώς και δεν πρόκειται για σύμπτωση). Εξ ου και η μεγάλη επιτυχία του συγκεκριμένου άσματος, που οδήγησε και σε μεταγενέστερες εκτελέσεις (ενδεικτική εκτέλεση από τον Γ. Γερολυμάτο στο μήδι με την Μόργκαν - του οποίου η ακρόαση είναι μάλλον απαραίτητη προϋπόθεση για την κατανόηση του λήμματος σε όλο του το μεγαλείο).


Εκ των υστέρων συμπλήρωση μετά από νέες αποκαλύψεις:

Σε υψηλούς κύκλους του slang.gr φημολογείται ότι, το μεγιέ μελέ μπορεί να σχετίζεται με την έννοια μελέ, που αναφέρεται σε νταβαντούρια και μπάχαλο. Ερχόμαστε λοιπόν να επιβεβαιώσουμε, την εξαιρετικά ορθή (αλίμονο, εγώ την διατύπωσα) θέση περί τζερτζελέ, με μεγάλη μας χαρά που όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην ίδια ακλόνητη αλήθεια. Θεγκζ Γκατζ για τον συνειρμό.

Δώστε βάση στο νόημα:

Ποιος ήλιος εξεπρόβαλε - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ,
ποιος ξέρει για πού το 'βαλε - πού πάει, καλέ, πού πάει καλέ;
Δεν είναι ήλιος μόνο, είναι - η Τζεμιλέ, η Τζεμιλέ
που 'χει διψάσει για φιλιά - μα δεν το λέει, μα δεν το λέει.

Αν ήταν ήλιος και φεγγάρι - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ
το νου δεν θα μου είχε πάρει - η Τζεμιλέ, η Τζεμιλέ.
Γι' αυτή την όμορφη γυναίκα - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ
λιώνουμ' εγώ και άλλοι δέκα - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ.

Ποια να 'ναι τούτη η κερασιά - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ
που 'βαλε χάντρα θαλασσιά - μη τη ματιάσουνε καλέ
Αυτή δεν είναι κερασιά - η Τζεμιλέ, η Τζεμιλέ
που 'χει διψάσει γι' αγκαλιά - μα δεν το λέει, μα δεν το λέει.

Αν ήταν δέντρο και κλωνάρι - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ
το νου δεν θα μου είχε πάρει - η Τζεμιλέ, η Τζεμιλέ.
Γι' αυτή την όμορφη γυναίκα - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ
λιώνουμ' εγώ και άλλοι δέκα - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψευδογαλλιστί, τον πούλο. Ακούγεται όπως το le poulet, που σημαίνει κοτόπουλο.

Ερευνάται η ετυμολογική σχέση μεταξύ κοτόπουλου και πούλου...

  1. Ο Τζόρτζεβιτς τα έχει φτύσει και θα πρέπει να ξεκουράζεται, αλλιώς θα κλατάρει σύντομα. Και χωρίς αυτόν λε πουλέ. (παράδειγμα από ποστ γαύρου στο νετ)

  2. Αν έχεις κανένα στοιχείο, πέτα το μπροστά μου, αλλιώς λε πουλέ και βούλο. (παράδειγμα από ποστ θυμωμένου στο νετ)

  3. Ρε βλακάκο βάζελε, πήγαινε φάε το καρότο σου κι άσε μας στην ησυχία μας! Άντε, ήρθατε να κάνετε την κωλοπροπαγάνδα σας ακόμη και στα φόρουμ μας! Λε πουλέ!!! (παράδειγμα από ποστ θυμωμένου γαύρου στο νετ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το απαίσιο μανίκι που ήταν της μοδός στα γυναικεία πουλόβερ και μπλούζες των ογδόνταζ. Ξεκινούσε από τον καρπό και ενωνόταν (με πολύ μπόσικο) με το κάτω μέρος της μπλούζας. Ένας θεός μόνο ξέρει γιατί λεγόταν τότε παπαγαλέ. Σήμερα πιθανολογώ ότι θα έχει πιο δήθεν ονομασία.

  2. Η απαίσια αυτή λέξη, από τις χειρότερες σε γαλλίζον στυλ, χρησιμοποιείται και για αγκίστρια. Προφανώς από το σχήμα τους που θυμίζει ράμφος παπαγάλου.

  1. Τα παπαγαλέ μανίκια έχουν ξαναγίνει της μόδας, φρίκηηηηηηηηηηηηηηη!

  2. «Παπαγαλέ, μαύρο, ενισχυμένο: Τα αγκίστρια 50339 της Ιαπωνικής OWNER ενδείκνυνται για γενικό ψάρεμα. Χαρακτηριστικά: παπαγαλέ, μαύρο ενισχυμένο. Διάμετρος κοτσανιού 0.68mm. Ενσωματώνουν την τεχνολογία CUTTING POINT της OWNER, και είναι εγγυημένα ότι δεν χρειάζονται ποτέ τρόχισμα! Διατίθενται σε συσκευασία φακελλάκι για εύκολη μεταφορά και αποθήκευση. Διαλέξτε από το κουτί επιλογών το μέγεθος που προτιμάτε.»
    (από ονλάιν κατάστημα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τον πούλο, κάν' τηνα, λε πουλ. Βολεύει καλύτερα σε περιπτώσεις εκνευρισμού, καθώς συνδυάζει και το αλέ.

  1. - Να κάτσω μέχρι να 'ρθει η Μαίρη;
    -Τι λες, ρε μαλάκα; Μπουλελέ!

  2. - Έρχεται ο μεγάλος. Τι κάνουμε τώρα;
    - Μπουλελέ!

Μπουλελέ! (από panos1962, 29/10/09)

Δες επίσης και τον πουλελέ κι αμάν αμάν και Τομπούλογλου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν μια κατάσταση είναι αφόρητη και αποπνικτική, κυρίως σε οικογενειακές συγκεντρώσεις ή σε θέματα με γονείς, όταν αρχίζουν τις κλασικές σπαστικές ερωτήσεις και η ανάκριση τους δεν λέει να πάρει τελος!

Γενικώς, μια κατάσταση είναι πρηξουλέ όταν κάποιος «σου τα πρήζει» και χαλάει τη ζαχαρένια σου.

- Τι λέει, Μπάμπη, πήγες τελικά Σαββατοκύριακο που έλεγες στους γονείς σου, Πάτρα;
- Ναι, άσε μαλάκα, τι το 'θελα; Με είχαν τρεις και λίγο στην ανάκριση για το πότε τελειώνω επιτέλους μ' αυτή τη σχολή, πότε θα βρω δουλειά, πότε θα παντρευτώ και μα-μου ιστορίες... Σου μιλάω για τρελή πρηξουλέ κατάσταση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φανταχτερός, ο γυαλιστερός, ο τριζάτος, ο πλουμιστός, ο υπερκυριλέ. Αυτός που με την εμφάνισή του «φυσάει». Το καρακιτσαριό δηλαδή.

Η λέξη δεν σημαίνει κάτι, προφ είναι ηχομημιτική, πιθανόν από το κλασικό περιπαικτικό σφύριγμα που κάνουμε όταν κάτι και καλά πολύ εντυπωσιακό εμφανιστεί μπροστά μας -σε συνδυασμό με τη λέξη κυριλέ. Η ορθογραφία παραλλάσσεται ανάλογα με τη το φαντασιακό του καθενός: φισφιριλέ, φυσφιριλέ, φυσφυριλέ.

Λέγεται για ανθρώπους, αντικείμενα, συμπεριφορές, καταστάσεις, χώρους, για τα πάντα όλα.

  1. Πολύ φυσφυριλέ το έκανες το σπίτι σου ρε συ Ρούλα, ούτε ο Σπύρος Σούλης στο «Άλλαξέ το» να σου τό 'φτιαξε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιομοδίτικο επίθετο που χαρακτηρίζει πέος σε ημιστύση, ούτε γκαβλωμένο, ούτε αγκάβλωτο, ντεμί.

- Αμάν πια αυτός ο Τάκης, μια ώρα του την έπαιζα και πάλι γεμελέ ήταν.
- Εμ βέβαια, Τασία μου, ένα μπουκάλι Τσώνη κατέβασε χτες στον Κεκεμπάνο, τι περίμενες;

Φίλιππος Νικολάου - Μεγιέ μελέ (από allivegp, 18/09/10)(από suxumuxu, 18/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Faux γαλλιά που σημαίνει διανοουμενίστικος.

Κτγμ η γαλλιά οφείλεται αφενός στο ότι το διανοουμενίστικος είναι δύσχρηστο ως υπερβολικά μακρόσυρτο και αφεδύο στο ότι έχουμε συνδέσει την γαλλική κουλτούρα με φαινόμενα υπερκουλτουρίασης, επίτηδες δυσνόητων κειμένων κ.τ.ό. σε αντίθετα με την αγγλοσαξονική τάση να δίνονται όλα ως μασημένη τροφή με εύκολα παραδείγματα που να ευτελίζουν σαδιστικά την όποια βαθύτητα σκέψης κτλ.

Η έκφραση λέγεται τόσο για κείμενα ή καλλιτεχνικά έργα όσο και για στυλ εμφάνισης. Πολλοί αποκτούν το διανοουμενέ υφάκι σε όψιμη ηλικία στην λογική του αυτά μας τα 'πανε πολλοί, μας τα 'πε κι ένας Γάλλος, αν δεν διανοουμενίστηκες μικρός, θα διανοουμενιστείς μεγάλος.

  1. Το βιβλίο της Κρίστεβα μπορεί να θεωρηθεί δύσκολο, διανοουμενέ, χιλιοψαγμένο, αλλά ο αναγνώστης με λίγη επιμονή και καλή διάθεση δεν χάνει το νήμα.

  2. Έχει αλλάξει στυλάκι και, τώρα, με τα κοκάλινα γυαλιά προσπαθεί να προωθήσει ένα πιο διανοουμενέ λουκ.

Δες και .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified