Γκομενάκι αρσενικού γένους.
Πάμε να ψωνίσουμε κάνα τεκνό μωρή;
Προέρχεται από τα καλιαρντά, εκ του πουρό (< ρομανί phuro= γέρος, παππούς) και τεκνό, και σημαίνει κάποιον προχωρημένης ηλικίας, που φέρεται σαν νεαρός γκόμενος, προσέχει την εμφάνισή του, και ψάχνεται για ερωτικές περιπέτειες. Συνώνυμο: γεροντοτεκνό / γεροντότεκνο, πουροτινέιτζερ. Βλ. και πουρογκόμενα.
2. Ουαουυυ, εγω με...πουροτεκνο;
Θα σκασω μουρη με το λαμε το πι το ξωπλατο κ θα στειλω τις γριες στο φαρμακειο με το καροτσι της λαικης...ασε που θα ριξω σ ολες τις λεμοναδες κατι χαπακια που βρηκα...σπασμενα...
Α, και να μην ξεχασω...να ξεχασω το χαπι για το παρκινσον, δεκαεφτα βαθμους εχω..
3. Kι όμως υπάρχει τοιούτος τύπος γκέουλα, που θυμίζει φαγιούμ, είναι πουροτεκνό, δεν τα έχει όλα τα μαλάκια του ,και ο δικός μας βγαίνει στο πιο ελληνοπρεπές του, όχι τόσο ευρωπαία φάση, έχει ......... μαυριδερό δέρμα, αλλά κάπως πιο αβρό, γενικά θυμίζει Μύρη κι έτσι, χαρακτηρίζεται και ως σιδώνιος νέος από το ποίημα του Καβάφη
Got a better definition? Add it!
Ο χοντρός στα καλιαρντά. Μάλλον εκ του baro που σημαίνει μεγάλος στα Ρομανί. Βλ. οι επιρροές της ρομανί στα καλιαρντά και εδώ. Πρβλ. και μπαλόμπα.
Είχα, φαίνεται, την κλίση, μ’ έβαλε χέρι κι ο μπαλός, ο άχαλος και μου έγινε χούι. Με κατάστρεψε το τομάρι. Απ’ το Θεό να το βρει, ο κωλόγερος. (Αποκατέ).
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Θηλυκό εξαιρετικής ασχήμιας που η ακαλαισθησία της αγγίζει την γελοιότητα.
Ετυμολογικά προέρχεται από τη λέξη «μούντζα» που εκτός από τη γνωστή χειρονομία δηλώνει σπανιότερα το γυναικείο γεννητικό όργανο (βλ. μουνί) και τη λέξη «σχήμα» προερχόμενο απ το ιερατικό σχήμα, που όποιος το ακολουθήσει, υποχρεώνεται να φορά ιερατικά άμφια. Σε κάθε περίπτωση δηλώνει τη γυναίκα που είναι σαν να έχει ένα επιπλέον αιδοίο στο πρόσωπό της.
Got a better definition? Add it!
Ο καλοδιατηρημένος και κοτσονάτος ηλικιωμένος, ο λεβεντόγερος, εκ του λεβέντης και πουρό (<ρομανί phuro= γέρος).
Got a better definition? Add it!
Εκ του λατσός < lačho = καλός, όμορφος στα Ρομανί και του τεκνό, σημαίνει το όμορφο τεκνό στα καλιαρντά, cet objet λουτσί du désir.
Μα ο Ρουβας!Απ'αυτον δεν αρχισε η κουβεντα;;;
Ενα φιλοδοξο αμορφωτο λατσοτεκνο ητανε απο τη Κερκυρα που επαιζε(ποικιλοτροπως) με τους μανατζεραιους και τον κρατησανε στα πραγματα 18 χρονια-και το παινευεται κιολας..ουσιαστικα ομως η ολη ιστορια που λεγεται «Ρουβας» ειναι: 70% μανατζεραιοι, P.R. και media τζερτζελεδες, 25% εμφανιση κοιλιακοι κουνηματα, και 5% φωνη...
(pisoglendis-pisoglendis.blogspot.com).
Got a better definition? Add it!
Από το μπόντι που σημαίνει σώμα και το μεγεθυντικό καρα-, είναι η κορμάρα, η σωματάρα, ήτοι το γυμνασμένο λατσότεκνο στα καλιαρντά. Μοιάζει παρεμπίπταμπλυ και με το μποντέος / μπονταίος.
«Η Σαλονίκη είναι καραμποντού, γεμάτη απ' το ερωτικότερο τρεμόζουμο». (Δήλωση του Ηλία Πετρόπουλου για την ερωτική πόλη αποκατέ).
Η καραμποντού θέλει καραμποντού και όλα τα άλλα εγώ τα ακούω βερεσέ. Και καλά κάνει, δηλαδή, δεν το παρεξηγώ καθόλου. [...]
Το κακό με τις καραμποντούδες, όμως, είναι που είναι και προκλητικές! Με τον πλέον φυσικό τρόπο, σου λένε ότι δήθεν σαβουριάζουν τα πάντα και ότι ποτέ μα ποτέ δεν πήραν στη ζωή τους ούτε μια πρωτεινη. Καλά τώρα… και όλοι εμείς, που έχει σιχαθεί η ψυχή μας το ψητό με τα λαχανικά και πάμε και στα γυμναστήρια, γιατί ντρεπόμαστε να βγούμε στις πλαζ; Που μια φορά πήγα στα βαθιά σε ένα νησί του Αιγαίου κι έκανα τον ξερό και να ‘σου έρχεται μια τουρκική ακταιωρός, κατεβαίνουν κάτι κομμάντα και μου έβαλαν μια σημαία στο κεφάλι! Με είχαν περάσει για βραχονησίδα. Των Ιμίων κόντεψε να γίνει! (Καραμποντούδες ή περί ματαιότητος).
- Καλέ, εκείνη η τσαούσα που έρχεται τις Κυριακές και θέλει μιζ αν πλι η τσουράπω…που τα είχε με εκείνη την καραμποντού από το γυμναστήριο απέναντι.
- Αααα, τώρα κατάλαβα. Αλλά δεν ήξερα ότι τα είχε με εκείνο το αγλαροτεκνό. (Αποκατέ).
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά, καλιαρντός είναι ο κακός και ο άσχημος. Αντίθετο είναι το λατσός.
Απο εκεί βγαίνει και το ίδιο το όνομα των καλιαρντών!
Ο Πετρόπουλος υποθέτει ότι προέρχεται από το γαλλικό gaillard (προφ. «γκαγιάγ») που σημαίνει «εύθυμος, αναιδής»
Βέβαια σημειωτέον ότι η λέξη gaillard σχετίζεται με το Αγγλικό gay (=εύθυμος) αλλά δεν ξέρουμε αν αποτελεί σύμπτωση. Αν είναι έτσι, καλιαρντός κανονικά σημαίνει «γκεϊδίστικος» και είναι ιδανική λέξη για να περιγράψει τη γλώσσα τους. Δεν ξέρουμε όμως ποια έννοια ήρθε από ποια (ακούω θεωρίες και γνώμες!)
τζους καλιαρντό γκουγκού!!
Got a better definition? Add it!
Σκληρή έκφραση της καλιαρντής, που έχει περάσει και στην κλασική αργκό (αφού είναι συγκοινωνούντα δοχεία), για την άσχημη ή φτωχιά ή γριά (ή και τα τρία) χαρμανιασμένη αδερφή, που δεν κατορθώνει να ψήσει για κλαρίνο, ούτε αυτούς που γλίτωσαν απο το Νταχάου.
(Στο πάρκο):
– Φίλε, με συγχωρείς τι ώρα έχεις;
– Δυο και δέκα.
– Κάπου σ' έχω ξαναδεί. Πώς σε λένε;
– Κωστή.
– Από 'δω είσαι;
– Όχι, απ' το Βόλο.
– Ωραίος ο Βόλος, έχω πάει τρείς φορές. Να έρθω να κάτσω εκεί, να τα πούμε;
– Και δεν έρχεσαι; Στην πλάτη μου θα σε πάρω;
– Ωραίααα. Στην Αθήνα πού μένεις;
– Σ' ένα ξάδερφό μου.
– Φοιτητής είσαι;
– Ναι.
– Έχεις φιλενάδα;
– Όχι.
– Θές να κάνω τίποτα εγώ;
– Ά εκεί το πας;
– Μόνο του πάει...
– Βρε ίσα μωρή καημόπουτσα, που πα' να με διπλαρώσεις! Εμένα βρήκες; Φύγε τώρα με το κεφάλι γερό, γιατί θα το πάρεις στα χέρια! Τ' άκουσες;
– Καλά-καλά, φεύγω! Άει στο διάολο τσογλάνι, που 'χασα την ώρα μου μαζί σου!
Got a better definition? Add it!