Further tags

Η ψηλή και ατσούμπαλη γυναίκα της συνομοταξίας «ανεβείτε να φιλήσετε, κατεβείτε να γαμήσετε».

Εάν όμως είναι ψηλή και εύχαρις, τότε αποκαλείται λεβεντομούνα.

(Σκηνή ξεκατινάζ)

Λάουρα: - Ασταδγιάλα παλιαλόγα που σε είχα για φίλη! Ακόμα δεν κρύωσε το κουφάρι του Πέρι και συ ρίχτηκες στον Νώντα μου!

Λίλιαν: - Ουναμουχαθείς μωρή μουλάρα, σιγά τον βερμουδιάρη τον τουλομοτύρη !

(εν τω μεταξύ στις ακτές της Ναμίμπια ο Πέρι βλέπει μια σκιά ...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μη τέλειος άντρας μη σωστός, ο μη πρόστυχος και μη γοητευτικός...! Ο άντρας με την καδένα την χρυσή στον λαιμό, τα ανοιχτά πουκαμισάκια απ' όπου ξεπηδούν οι τρίχες και το παπούτσι το αθλητικό από κάτω. Το μαλλί συνήθως κάνει ένα ελαφρύ σπάσιμο. Το πιο ντεκαυλέ όμως είναι το τσιγάρο πάνω από τα αυτί που συνήθως ξεχνάει για μόστρα εκεί όλη την μέρα μέχρι να φτάσει σπίτι του όπου και θα το καταλάβει όταν αλλάξει πλευρό στο κρεβάτι!

Και μιας και είπα κρεβάτι εννοείται ότι είναι ο τύπος που λέει και λέει πολλά για το άθλημα αλλά όταν έρχεται η ώρα -αφού βρίσει και εκθειάσει το μόριό του μέχρι αηδίας μπροστά στο θύμα του-με την μία φορά τον έχεις αποτελειώσει, γυρίζει πλευρό και ροχαλίζει. Συνηθισμένες εκφράσεις: ναι τώρα, τι λες τώρα ρε, νταξ τώρα, χαλαρά, τα πάντα όλα (μέχρι αηδίας), ή όλα ή τίποτα, τζετ σετ, ρε μωρό, έτσι ρε, να πούμε, τι να λέμε τώρα, που ξαφανίστηκες, κλπ. Το καλύτερο πράγμα που θα τον βρεις να κάνει είναι να παίζει τάβλι (νταξ τώρ αυτό δεν ναι κακό!) και να κάνει γεώτρηση στο αυτί με το μακρύ του νύχι.

Χρησιμοποιείται και για γυναίκες ίσως μας καλύπτει και ο όρος μπουζουκογκόμενα εν μέρει. Ίσως οι λαϊκάτζες γυναίκες μιλούν σα νταλικέρηδες και ντύνονται λαϊκά - όχι απλά πρόστυχα. Απαραιτήτως έχουν ξεχάσει να βάψουν ένα νύχι ή κάτι είναι χαλασμένο πάνω τους. Μιλούν υβριστικά και χυδαία ενώ στο σεξ αφού τελειώσεις ψάχνεις να βρεις με τι ακριβώς έχεις σουμουνιαστεί (εκ των ΣΜΝ). Αγαπημένη περιοχή και των δύο το Μπουρνάζι (χωρίς να έχω κάτι με την περιοχή) ενώ όταν αποκτούν χρήματα αυτομάτως έχουν διαλέξει το αμάξι που τους ταιριάζει: μερσεντέ να ναι κι ό,τι να ναι!

Πολλές φορές το χρησιμοποιούμε για να μειώσουμε την πρώην του νυν μας.

Αγαπημένο συνώνυμο: ο λαϊκός ο τύπος, λαϊκογάμητος.

Αντωνυμία: κουλτουριάρης, κουλτουριάρα.

-Τι; Πώς είναι πες μου;

-Εεεεε, φοράει αυτή την καδένα και το ασημένιο το ρολόι του παππού μου, ξύνει και το αυτί του, καταλαβαίνεις...

-Και στο κρεβάτι; Καλός;

-Ναι, όταν δεν αναρωτιέται τι του κάνει η μάνα του και δεν στάζει σα θερμοσίφωνας από τα πρώτα πέντε λεπτά..!

-Κατάλαβαααα, σε λαϊκάτζα πέσαμε..!

-Ο λαϊκός ο τύπος με όλη τη σημασία της λέξεως!

(από amelie, 19/06/09)Έχει και κόκκινο λέμετε. (από Galadriel, 21/06/09)

Βλ. και «λαϊκός», ο, λάικα, η, καραλάικα, λαϊκουριά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπερβολικά αγγούρω, δηλαδή η ψηλόλιγνη σαν λελέκι, αλλά και άκαμπτη, μη ελαστική γκόμενα. Η λεβεντομούνα με την χειρότερη δυνατή έννοια. Δηλαδή δεν είναι ούτε καν σαν αγγούρι, είναι σαν τον καρπό της ξυλαγγουριάς, που είναι ακόμη πιο άκαμπτος και άνοστος. Επίσης, ο αγράμματος που θεωρείται άχρηστος άνθρωπος, κατά το «ξύλο απελέκητο». Κατά τον Ιησού, από εδώ προκύπτει το τσιτσιφλάγγουρο. Αμφιβάλλω, αλλά μην τα βάλω και με θεό, το πολύ πολύ να τα βάλω με ημίθεο, αλλά μέχρι εκεί.

- Πώς σου φαίνεται το Ριτάκι; Καλή λεβεντομούνα δεν είναι;
- Τι λεβεντομούνα καημένε! Αυτή είναι ξυλαγγούρω! Ξύπνα! Που μου διαβάσατε όλοι τα μουνολήμματα του Βράστα και το παίζετε και καμπόσοι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αρχέτυπη γυναικούλα, η άνεργη νοικοκυρά, η κατίνα, η μανίτσα που βγαίνει στο παράθυρο να φωνάξει τον Κωστάκη να παρατήσει το ποδόσφαιρο και να ανέβει να πιει το αυγό του.

Η θείτσα έχει και συγκεκριμένη στολή, που αποτελεί συντηρητικό ντύσιμο, όπως ταγέρ, μακριά φούστα-παντελόνια, κοντό μαλλί με φράντζα κλπ.

Η θείτσα συνήθως είναι μεγάλης ηλικίας, αλλά οι αραχνομούνες ενδέχεται να εξελιχτούν σε θείτσες από νεαρή ηλικία.

Ρε πως ντύνεται σα θείτσα η φίλη σου για να βγει; Θέλει να βρει και γκόμενο;

βλ. και θειόκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μακρυμάλλης ή ο κοτσίδας ή γενικά ο άντρας με μη κοντοκουρεμένο μαλλί.

(στην πόρτα του ψωνιοκλάμπ Ροκενρόλ, αληθινή ιστορία του 1995:)
- Φίλε, δεν μπορείς να μπεις...
- Γιατί;
- Δεν σερβίρουμε μαλλιάδες.
- Α, καλά που μου τό' πες γιατί και γω δεν τους τρώω.
(ακολουθεί τσαμπουκάς)

(από patsis, 31/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Σκωπτικό): Υπέρβαρος κοιλαράς τύπος, ο οποίος δίνει την εντύπωση πως θα σκάσει ώρα την ώρα. Οι πληθωρικές πρησμένες σάρκες του, που ξεχειλίζουν από παντού, δεν είναι προϊόν ασθενείας αλλά μάλλον έρωτος με το φαΐ. Λέγεται και μεταξύ παιδιών, που σχολιάζουν ανελέητα τυχόν σωματικά κουσούρια.

Κλασσικά κινηματογραφικά παραδείγματα είναι ο Μιχαλάκης (που τον έφαγε τελικά το αρνί στο «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα»), ο φαγανός monsieur Creosote, (στο «The meaning of life» των Monty Python) κ.α. Στην «Ωραία των Αθηνών», εμφανίζεται ο χοντρούλης μαίτρ (sic) της ταβέρνας και, αφού παίρνει παραγγελία, ο Σταυρίδης κάνει με νόημα στους Φωτόπουλο, Βρανά και Γιούλη, το λογοπαίγνιο: «Μπα! Ο φούσκας!»

Συνώνυμα: πεπόνιας, χλαπάτσας, κοιλαράς, σεκιουριτόπαιδο (= χοντρό παιδί που μοιάζει με φουσκωτό σεκιουριτά), φουσκωτός, μινιόν (ειρωνικά), απόψε κάνεις μπάμ! κτλ

Αγγλιστί: fatso, blob κ.α.

Παρήγορον για το είδος των, η ιταλική ρήσις: Uomo di panza = uomo di sostanza (δηλ. άνδρας με κοιλιά = άνδρας με υπόσταση, βλ. αντίστοιχο στην ελληνική: τα πάχη μου τα κάλλη μου), που απηχεί παλαιά εποχή, όταν χοντροί ήταν μόνον οι πλούσιοι και ισχυροί. Άλλωστε ο Edmond About και πλείστοι ευρωπαίοι περιηγητές, είχαν εκπλαγεί από τον αδύνατο, κοντό και μυώδη σωματότυπο των προεπαναστατικών Ελλήνων. Οι λιμασμένες έφοδοι στις μπριτζόλες είναι νεότατο φαινόμενο.

- Σιγά ρε μπαφούσκα, που τρως με σαράντα μασέλες, θα σκάσεις ρε ! Πες και κάνα «γεια μας», σε τραπέζι είσαι!
- Γιατί, ενοχλώ κανένανε; (μπουκωμένος)

(από Hank, 04/07/09)Παν-κάλος (από baznr, 04/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα θεμελιώδες, που όλο το γυροφέρνουμε (δες εδώ, εδώ και εδώ) αλλά δεν έχουμε ακόμη αναμετρηθεί μαζί του στα ίσα. Δεν είναι δα κι εύκολο. Πάμε όμως.

Εν αρχή η ετυμολογία: εκ του αγγλικού freak, με παρετυμολογική επίδραση του ελληνικού φρίκη (πρβλ και χτικιό).

1Α. Κατά Μπαμπίνο, φρικιό είναι «νεαρό άτομο που ντύνεται και συμπεριφέρεται με τρόπο προκλητικά αντίθετο προς τις κοινωνικές συμβάσεις, συνήθως για να εκδηλώσει αμφισβήτηση, διαμαρτυρία κλπ».

1Β. Κατά τον παρεμφερή - αλλά ολίγον πιο αλανιάρικο και πολιτικά χρωματισμένο ορισμό του λεξικού της μικρής Βικούλας, φρικιό είναι:

Άτομο που μη θέλοντας να συμβιβαστεί - από δική του επιλογή και με πλήρη (;) συναίσθηση του περιβάλλοντος χώρου - αποστασιοποιείται και αποφασίζει να ξεχωρίσει από το κοινωνικό πλαίσιο, το οποίο θεωρεί σαν σύνολο άβουλων ατόμων. Ντύνεται «διαφορετικά» και συμπεριφέρεται «διαφορετικά», για λόγους προσωπικής του ικανοποίησης ή για να αναπληρώσει ψυχολογικό κενό. Φυσιολογική κατάσταση που οφείλεται σε αντίδραση κατά του κατεστημένου.

Και στους δύο ανωτέρω ορισμούς, τονίζεται λοιπόν το στοιχείο της προθετικότητας (intentionality). Ο όρος αναφέρεται στις προθέσεις του δημιουργού ενός (βασικά γραπτού) κειμένου, ποιός όμως μπορεί να αμφισβητήσει πως και η φρικοειδής εμφάνιση / συμπεριφορά δεν αποτελεί ένα είδος άγραφου Κειμένου, μέσω του οποίου το φρικο-υποκείμενο επικοινωνεί συγκεκριμένες - πλην νεφελώδεις - αντιλήψεις και κοσμοθεωρήσεις;

  1. Άτομο με πολύ άσχημη εξωτερική εμφάνιση. Περιπτωσιολογία:

α. Σταφιδιασμένα γερόντια με χωρίς καθόλου δόντια, ή μ' εκείνες τις τεράστιες καμπούρες που είναι σαν να κάνει το σώμα ορθή γωνία. β. Σακάτηδες και λοιποί παραμορφωμένοι. Μπορεί να έχουν τρακάρει με τρόλεϊ. Μπορεί τους έχουν κατεβάσει τη μάπα με άκουα φόρτε. Μπορεί να τους μάζεψε τα πόδια κανά τζετ σκι, όπως εκείνου του έρμου του Βασιλάκη Δοσούλα (που τώρα είναι μια χαρά το παλικαράκι). γ. Αυτοί που όταν ο Θεός έβρεχε ομορφιά, απλά κράταγαν ομπρέλα. δ. Χρήση του όρου για την περιγραφή πολύ άσχημης γκόμενας, θεωρείται μάλλον αδόκιμη και καταχρηστική, τη στιγμή που υπάρχουν τόσα και τόσα άλλα συνώνυμα.

  1. Άτομο γενικά κουλό, τόσο με την έννοια του ανίκανου, όσο κυρίως με την έννοια του περίεργου, του αλλόκοτου, του παράξενου, του sui generis, του ιδιότροπου, του υποχόνδριου, του μανιαμούνια, του απίθανου / ανύπαρκτου (με την κακή έννοια).
    Επίσης ο τυχοδιώκτης, ο άσωτος υιός, ο οτινανιστής, ο «όσα πάνε κι όσα έρθουν».

  2. Το μονόπλευρο, μονοδιάστατο άτομο. Άτομο που έχει φάει τρελή κόλλα με μια ορισμένη απασχόληση, η οποία τον έχει απορροφήσει σε βαθμό που να μην προλαβαίνει ούτε να κλάσει. Συνήθως θεωρεί εαυτόν ως αυθεντία επί του θεμάτου, και ουδεμίαν αμφισβήτησιν των σχετικών του γνώσεων ανέχεται. Περιπτωσιολογία:

α. Techno(logy) freak. Πωρωμένος με ηχοσυστήματα, τηλεοράσεις υψηλής ανάλυσης, υπολογιστές. Μιλά συνεχώς για pixel, blue-Ray, χωρητικότητα κλπ. Συνήθως είναι και γκατζετάκιας.
β. Internet freak. Υποκατηγορία του προηγούμενου.
γ. Gym freak. Όχι απαραίτητα μπιλντέρι. Μπορεί να είναι κι απ' αυτές τις κολωνακιώτισσες κυράτσες που ολημερίς τραβιούνται σε solarium, pilates, power yoga, power plate και λοιπές παπαριές. δ. Sea freak. Έχει αγοράσει ένα φουσκωτό της πλάκας και μας τα έχει πρήξει για το πόσο θαλασσόλυκος είναι (βλ. και σκαφάτος).
Και πολλά άλλα.

Σημείωση τέλους: όλες οι παραπάνω κατηγορίες φρικιών, επικοινωνούν πολλαπλώς και ποικιλοτρόπως μεταξύ τους. Πολύ συχνά ένα φρικιό εμπίπτει ταυτόχρονα σε δύο ή περισσότερες από αυτές.

Ασίστ: ΆΛΛΟΣ από Δημόσιο Πρόχειρο.

Δες Μηδικούς Πολέμους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαν νεκροφόρες είναι γνωστά τα οχήματα τύπου στέισον-βάγκον (αν είστε γερμανομαθής), στέισον-γουάγκον (αν είστε αγγλομαθής) ή στέισον-βάγγων (αν γνωρίζετε πολλούς Βαγγέληδες και όλοι είναι... στέισον). Ο λόγος θρυλείται πως είναι επειδή συνήθως αυτοί που επέλεγαν να αγοράσουν τον συγκεκριμένο τύπο αυτοκινήτου ήταν σκυθρωποί, αρρωστιάρικα λευκοί, νωθροί, με καμιά θέληση για ζωή. Αλλά επειδή η απόδειξη του παραπάνω ισχυρισμού είναι εξεφτελιστικά έως και βλακωδώς δύσκολη θα συμφωνήσω με αυτούς που ισχυρίζονται ότι το σχήμα είναι που μετράει.

Με τα πολλά μέτρα μήκους αυτών των αυτοκινήτων, που χωράνε άνετα έναν ξαπλωμένο άνθρωπο που κοιμάται και μένει και χώρος για δύο θεσούλες μπροστά, το ιδιόρρυθμο σχήμα τους και γενικά την ομοιότητά τους με τις «κανονικές» νεκροφόρες έχουν κερδίσει επάξια αυτόν τον χαρακτηρισμό. Το πολύ γέλιο έρχεται όταν αποκαλείται οδηγός τέτοιου οχήματος κοράκι και το ακόμη περισσότερο όταν ο οδηγός έχει τρομερές οδηγικές ικανότητες μόνο όταν οδηγεί ποδήλατο με βοηθητικές για να δει και να μάθει ο γιόκας/ανιψάκι του και κάθε φορά που βγαίνει στο δρόμο «ψάχνει για πελάτες».

- Τάκη να περάσω να σε πάρω να πάμε για κανά μπανάκι;
- Τι, με το δικό σου θα πάμε;
- Ναι ρε, γιατί;
- Ε τι γιατί ρε, κάθε φορά που μπαίνω στη νεκροφόρα σου με πάει αίμα! Κάνω περίεργους συνειρμούς!
- Βρε αδερφάκι μου δεν τρώγεσαι πια... Κάτσε εσύ πίσω να βάλω το Μαράκι μπροστά, δέσε ζώνες, δάγκωσε την ταυτότητά σου και πάμε.
- Νεκροφόρα, πίσω θέση, μαραθώνιος ταινιών «Βλέπω το Θάνατό Σου» χτες βράδυ. Για εξομολόγηση και μετάληψη θα με στείλεις παλιοκοράκι! Τέλος πάντων, αφού θα έχεις τη νεκροφόρα να πάρουμε και τη βάρκα. Σε ποια παραλία θα πάμε;
- Στη Βουλιαγμένη λέω.
- ...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τσιλιβήθρας (ή «η τσιλιβήθρα», κι ας μιλάμε για το αρσενικό) είναι ο μικροκαμωμένος και αδύνατος άντρας, συνήθως με νευρώδες και γυμνασμένο σώμα. Πολλοί αλητάμπουρες είναι τσιλιβίθρες.

Νομίζω ότι δεν λέγεται για γυναίκες, παρά την αντίθετη άποψη του Τριανταφυλλίδη (βλ. παρακάτω).

Η λέξη προέρχεται από την τσιλιβήθρα. Ο Τριαντάφυλλος μας εξηγεί:

τσιλιβήθρα η [tsilivíθra]:
1. (οικ.) είδος μικρού ωδικού πτηνού· σουσουράδα. 2. (μτφ., οικ.) για μικρόσωμο και αδύνατο άνθρωπο, συνήθ. για παιδί ή για γυναίκα.

Παρά την δόκιμη γραφή με -ή-, απαντάται πιο συχνά ως «τσιλιβίθρα», ίσως γιατί το -ί- δίνει την αίσθηση του πιο αστείου, πιο μικρού κλπ.

  1. Εγώ ψηφίζω GeorgeZ750 γιατί είναι παλιός (και γιατί είναι τσιλιβίθρας και έχει καλύτερη αναλογία κιλών-ίππων).

  2. Ειμαι τσιλιβιθρας ρε! φυσαει και με παιρνει ο αερας! Τα καλυτερα μου χρονια ηταν στα 15 μου... ημουνα γυρως στα 84 κιλα

  3. στο γυμναστήριό μου ένας πιτσιρικάς είναι φέτες μεν αλλά τσιλιβίθρας

(όλα τα παραπάνω από μπλογκζζζζ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακτινογραφία ή ακτινογραφίας ονομάζεται ο τυπάς, ή αν υπάρχουν βυζιά και ωοθήκες η τύπισσα, ο οποίος είναι τόσο αδύνατος που: κάθεσαι από πίσω του και ο ήλιος σε χτυπάει πιο δυνατά, έχει απαγορευτικό από τα 2 μποφόρ, τρώει μόνο στα γενέθλιά του που είναι 29 Φεβρουαρίου, το στομάχι του--(το ποιο;), αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι τις χαραμάδες, δεν έχει τη δυνατότητα να βγει φωτογραφία ανφάς, μετράει τα παϊδάκια του και ισχυρίζεται με στόμφο ότι έχει περισσότερα από εσάς και πολλά άλλα που αν συνεχίσουν θα καταντήσουν ρατσιστικά.

Το λήμμα προέρχεται από την ομοιότητα τύπων, ή αν υπάρχουν βυζιά (...), που ανταποκρίνονται στην παραπάνω γλαφυρή περιγραφή με τις γνωστές σε όλους πλάκες ακτινογραφίας. Όπου ακτινογραφία η ζωγραφιά που δείχνει άσπρα τα κόκαλα λόγω της πυκνότητας των -καθώς απορροφούν την ακτινοβολία, και το κρέας διάφανο και κάποιοι φωστήρες την χρησιμοποιούν για να δουν απευθείας τον ήλιο σε περίπτωση έκλειψης. Οπότε έχουμε 2 σε ένα με διπλή δουλειά: και ορισμός της σλανγκ ονομασίας της ακτινογραφίας, αλλά και ορισμός της κοινής της έννοιας. Και στο τσακ πριν μας βγάλουν από τα βαρέα και ανθυγιεινά.

- Πώς γίνεται ρε κάθε φορά που τον βλέπω τον Βασιλάκη τον ακτινογραφία να είναι και με άλλη γκόμενα;
- Ε δε βλέπεις με τι κυκλοφορεί; Συνέχεια με λυσσασμένα σκυλιά! Λιμπίζονται τα κόκαλα!
- Ναι! Και τα ταΐζει καλά, όχι τίποτα αποφάγια, αφού αυτός δεν τρώει τίποτα!
- Ναι, αλλά έχεις ακούσει τις φήμες για το τι χρησιμοποιεί σαν λουρί, ε;
- Καλά εντάξει, κοίτα να δεις, εγώ πάνω από όλα θέλω η γυναίκα να με εκφράζει. Τι να μου πουν τώρα εμένα τα μπουζουκομούνια. Αν δεν έχει ήθος το θηλυκό...

(από Khan, 13/08/09)(από Khan, 13/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified