Προέρχεται από τον αγγλοαμερικάνικο όρο vertical smile κι αναφέρεται:

  1. (κυρίως) στο γυναικείο αιδοίο του οποίου τα μεγάλα χείλη σχηματίζουν ένα «χαμόγελο», το οποίο όμως, όταν η γυναίκα είναι όρθια, είναι κάθετο σε σχέση με το κλασικό χαμόγελο των χειλιών του προσώπου. Φαίνεται καλύτερα όταν το μουνί είναι ξυρισμένο. Γι’ αυτό και αποτελεί έκφραση σε περιβάλλοντα όπως στούντιο ομορφιάς όπου γίνονται αποτριχώσεις, και πλασάρεται από γυναικεία περιοδικά.

  2. (πολύ σπανιότερα) στο στόμιο της ανδρικής ουρήθρας.

Παρακαλώ πολύ, να μην εμφανιστούν σχόλια ή μήδια σχετικά με τον πασίγνωστο οργανισμό προστασίας των δικαιωμάτων του (όλοι ξέρουμε). Πιασάρικο μεν, ψιλοφθηνό δε (κατά την ταπεινή μου γνώμη). Σαν λογοπαίγνιο σχετίζονται κάργα, αλλά το να ψάχνει κάποιος το ένα και να του εμφανιστούν και τα δύο μπορεί να θίξει, πράγμα που δεν θα το ήθελα. Ναι, ρε, έχω ταμπού.

  1. «Η ζωή αρχίζει μ’ ένα κάθετο χαμόγελο»

- Νομίζω πως χρειάζομαι μια ..περιποιησούλα για ν’ αναδειχθεί το κάθετο χαμόγελό μου.
- Χόλυγουντ, Μπραζίλιαν, μπικίνι, τριγωνάκι, κάτι ιδιαίτερο;
- «Να καεί ο Αμαζόνιος» που θέλει ο δικός μου δεν κάνετε;
(από μπλογκ)

  1. «…Είχε γυρίσει μπρούμυτα όταν ξύπνησε. Ένοιωσε κάτι να βρίσκεται κάτω από αυτόν που τον ενοχλούσε πολύ έντονα. Κάτι σκληρό υπήρχε ανάμεσα σε αυτόν και στο στρώμα του κρεβατιού που τον ανάγκαζε να αισθάνεται άβολα. Άνοιξε τα μάτια του, γύρισε ανάσκελα και έκπληκτος είδε τη φύση να προεξέχει απ' το σώβρακο με το γνωστό κάθετο χαμόγελό της. Χαμογέλασε κι αυτός με ικανοποίηση και του ήρθαν στο μυαλό αυτά που σκεφτόταν πριν λίγες ώρες στη βεράντα. Η μητέρα φύση με θυμήθηκε, άδικα την κατηγόρησα, σκέφθηκε. Τη χούφτωσε και εκτονώθηκε…» (από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμεθα στα ομώνυμα φασολάκια, αλλά στα ντυμένα με μαύρη ματ βαφή τουτούνια που τελευταία φοριούνται από τρέντι μετακαγκούρια νέας κοπής. Το κόστος της συγκεκριμένης βαφής είναι ιδιαίτερα υψηλό, η δε ορθή συντήρησή της απαιτεί πρωκτική προσήλωση.

Ομολογουμένως ψαρωτίκ σε πορσικά ή σε θηριώδεις τζιπούρες, το μαυρομάτικο λουκ καταντά μάλλον γούτσου-γούτσου σε μικρότερα κάγκουαρ.

- Για τα 10.000€ περιμένω να δω αυτοκίνητο ατμοσφαιρικό, τετραπετάλουδο, να στροφάρει, στροφή για κάθε ζητούμενο ευρώ, στήσιμο που κοιτάει την στροφή και στρίβει, - κλπ κλπ. Όλα τα άλλα είναι καγκουράκια. Τι είναι αυτό το μαυρομάτικο τώρα; Να του βάλουμε και 2 μπαλονάκια και βουρ για την ευθεία.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όποιος επιμένει σε μια εποχή νέων ετερόκλιτων και αντιφατικών συνθέσεων να βάζει σε τρίτους προκάτ ταμπέλες-ευκολάκια τ. αριστερός, δεξιός, προοδευτικός, αντιδραστικός, ανθέλληνας, αντιλαϊκός, δημοκρατικός, φασιστόμουτρο, κομμούνι, γερμανοτσολιάς, βενιζελόμουτρο, γουατέβα.

Εκ του ταμπέλα και του θεμελιώδους γαμοσλανγκοτέτοιου -άκιας.

1.
Μεγαλύτεροι «ταμπελάκηδες» απ τους οικουμενιστές και εκκοσμικευμένους χριστιανούς δεν υπάρχουν. Τι «ταλιμπάν», «φονταμεναλιστές», «επαρχιώτες» κ.ά. χαρακτηρίζουν όσους υπεραμύνονται της πατρώας πίστεως την οποία αυτοί προδίδουν καθημερινά χωρίς ίχνος ντροπής!

2.
Συζητώντας το πρωί με τον Σταύρο Θεοδωράκη, καταλαβαίνεις πως το Ποτάμι βλάπτει σοβαρά τους ιδεολογικούς ταμπελάκηδες. Καιρός ήταν..

3.
ΕΑΝ ΜΕ ΕΒΑΖΕΣ ΝΑ ΔΙΑΛΕΞΩ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟΥΣ «ΔΗΜΟΚΡΑΤΕΣ Ή ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ. ΣΙΓΟΥΡΑ ΘΑ ΕΠΕΛΕΓΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ. ΒΓΕΣΤΕ ΕΞΩ ΚΑΙ ΡΩΤΗΣΤΕ ΤΟΝ ΑΠΛΟ ΚΟΣΜΟ -ΟΧΙ ΤΟΥΣ ΠΟΡΩΜΕΝΟΥΣ ΤΑΜΠΕΛΑΚΗΔΕΣ,ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΝΔ,ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΠΑΣΟΚ- ΤΟΝ ΑΠΛΟ ΚΟΣΜΟ

(από σφυρίζων, 10/03/15)(από σφυρίζων, 10/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τελευταίας κοπής αετονύχη απατεώνα, με ιδιαίτερα ψηλό και ευλύγιστο λαιμό, που εξειδικεύεται στην κλοπή Αυτόματων Ταμειακών Μηχανών.

Η μπάζα πραγματοποιείται ως εξής:

Το ανυποψίαστο θύμα πραγματοποιεί συναλλαγή σε ΑΤΜ τράπεζας. Την ώρα εκείνη, ο σβερκάκιας κάθεται αρκετά πίσω του αλλά παρακολουθεί και απομνημονεύει τον αριθμό PIN που πληκτρολογεί το θύμα. Την ώρα που ολοκληρώνεται η συναλλαγή, ο συνεργός του σβερκάκια πετάει στα πόδια του θύματος χαρτονόμισμα € 50 και το ρωτάει μήπως είναι δικό του. Καθώς το θύμα σκύβει να δει το χαρτονόμισμα, η ταμειακή κάρτα (ή οποία την ώρα εκείνη βγαίνει από την σχισμή) αντικαθίσταται ταχυδακτυλουργικά με πλαστή. Εναλλακτικά, ο συνεργός απλά την τσιμπάει και εξαφανίζεται, ενώ το θύμα πιστεύει ότι το μηχάνημα του «έφαγε» την κάρτα. Στη συνέχεια, ο «αετομάτης» σβερκάκιας και ο «μάγος» συνεργός του κάνουν ανάληψη σαν κύριοι από άλλη ταμειακή μηχανή, και περνούν μια ευχάριστη βραδιά δρέποντας τους καρπούς της καπατσοσύνης τους.

- Ή Ένωση Ελλήνων Τραπεζών εξέδωσε ανακοίνωση για την επιδημία κλοπών στα ΑΤΜ.
- Τι να σου κάνει, όταν η αστυνομία δεν μπορεί να πιάσει ούτε ένα σβερκάκια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το λατινικό sol (ήλιος, φωτεινός κλπ, απ’ όπου προκύπτουν ένας σωρός λέξεις πολλών ευρωπαϊκών γλωσσών).

Έτσι λοιπόν σημαίνει:

  1. (Στα φωτογραφικά σινάφια) ένα παμπάλαιο εφέ (βασισμένο στο λεγόμενο «εφέ Sabatier»), που συνίσταται στο να εκθέτει ο φωτογράφος στο φως -για λίγο- το αρνητικό ή την εκτύπωση της φωτογραφίας. Συμβαίνει μια ελεγχόμενη αναστροφή χρωμάτων (ή τόνων χρώματος), π.χ. το άσπρο – μαύρο / εμφανίζεται μια άλως γύρω από αντικείμενα / η εικόνα δείχνει παλιά / «καμένη» -ενώ δεν είναι, κλπ.

Στην σύγχρονη ψηφιακή φωτογραφία υπάρχει και στο φωτομάγαζο, το αντίστοιχο εφέ που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν βάση για περαιτέρω χρήση κι άλλων εφέ.

(Αυτή η έννοια προκύπτει απ’ το solarize, που είναι το όνομα τόσο της παλιάς διαδικασίας όσο και του σύγχρονου εφέ).

  1. Αυτόν ή αυτήν που έχει μαυρίσει, όχι μέσω ηλιοθεραπείας, αλλά κάνοντας χρήση του γνωστού (και μάλλον επικίνδυνου για την υγεία) solarium, απ’ το οποίο και προέρχεται ο όρος. Επίσης με αυτήν την έννοια συναντάται και σαν «σολαριασμένος, –η».

Σίγουρα χρησιμοποιείται περισσότερο σαν μπηχτή (ειδικά όταν ο σολαρισμένος είναι ψιλοψώνιο με την εμφάνισή του), αλλά δεν σημαίνει απαραίτητα από μόνο του κάτι αισθητικά άσχημο (άλλο το «σολαρισμένη» κι άλλο το σολαρισμένο γκάγκανο, που σε κάνει σα τη μύγα μεσ’ το γάλα).

Σχετικά ακούγονται και τα μη σλανγκ: «και της έκανε ένα μπετοχρώμ άλλο πράγμα», «στο φούρνο αδερφές μου, στο φούρνο!!», «βγήκε σοκολάτα / ίον / αραπίνα απ’ το φέρετρο», (όπου φούρνος / φέρετρο = ο θάλαμος / κουβούκλιο του σολάριουμ, και βεβαιώνω πως δεν πετάω σφόλι το ίον –το ‘χω ακούσει πολλάκις και για άλλες φάσεις).

Το «μαυρολάγνος» δεν έχει ακόμη καταντήσει συνώνυμο, αλλά μπορεί και να δηλώνει τον λάτρη (και) των σολαρισμένων μανουλίων.

Για την Ιστορία:

Το «black is beautiful» δεν ήταν βέβαια, δεδομένο. Προέκυψε με τη σταδιακή κοινωνική άνοδο (νταξ, αυτήν την αναλογικά μικρή έστω) των μαύρων στις σύγχρονες κοινωνίες και με τη μανία για επίδειξη των βόρεια κατοικούντων πλουσίων (αφού αν έχω χρήμα, μπορώ να πεταχτώ για διακοπές σε ξωτικές ηλιόλουστες παραλίες και σε ηλιόφωτες χιονισμένες βουνοκορφές για ξεσκί οπότε το ‘χω το χρωματάκι μου όλο το χρόνο).

Κανένα από τα δύο δεν έχει σχέση με το σολάρω (απ’ το ιταλικό solo) και το εξ’ αυτού σολάρισμα.

1.«….είναι μία φωτογραφία με ιδιαίτερο ύφος που κατορθώνει να με μπερδέψει για το αν είναι μερικών δεκαετιών ή χθεσινή. Το αυστηρό καδράρισμα άλλων εποχών, η μέτρια ευκρίνεια, ο σολαρισμένος ουρανός, το φόρεμα….» (απ’ το δίχτυ)

2α. «…Βγαίνει ο Μαρτάκης με το δικό του ……το βλέπω και αυτό το παιδί το σολαριασμένο και κάτασπρο (σημ για το ντύσιμο) οκ λέω καλή τύχη και σε αυτόν...» και πιο κάτω «..πάρα πολύ όμως και συ (σημ. για την Κακομοίρα) σολαριασμένη αλλά έχεις και μια φρεσκάδα...»
(από εφημερίδα)

2β. «…Αν μάλιστα πάρετε να διαμαρτυρηθείτε στον ΑΝΤ1 για την γελοία εκπομπή που έχουν με τον σολαριασμένο Κανάκη μπορεί και να σας εξυβρίσουν !!!..» (απ’ το δίχτυ)

2γ. «..ρε μάγκες δεν λέω καλές γκόμενες αυτές που λέτε αλλά μην ξεχνάμε την λευκορωσίδα Αζαρένκα, μεγάλος ξανθός σολαρισμένος μούναρος!!!..» (από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αριστερός, αλλά όχι με την με την καλή έννοια.

Εκ του αριστεριστής και του τουρκογενούς γαμοσλανγκοτέτοιου «-τζής» που υποδηλώνει επαγγελματική ενασχόληση.

- Σε πείσμα των αριστεριτζήδων, η αποχή είναι σαφέστατη πολιτική θέση δεν είναι αδιαφορία και τονίζω ότι είναι πολύ πιο σημαντική πολιτική πράξη να πας να φας ένα πιάτο κατεψυγμένα καλαμαράκια στην Λούτσα, από το να ψηφίσεις τον Τρεμόπουλο, τον Τσίπρα, ή τον γιο του Πλεύρη.
(Τζίμης Πανούσης, Ο Στάλιν Σκέφτεται για Σένα στο Κρεμλίνο, Εκδόσεις Opera, 2010, σ. 155)

- Ο κυρ Νίκος ήταν αριστεριτζής της πλάκας. Απο άνθρωπο που δέρνει την γυναίκα του και μετά πηγαίνει σε διαλέξεις και βγάζει λόγους για τα δικαιώματα των γυναικών τι περιμένεις;;
(εδώ)

- Αυτο εκπροσωπει και ο κρατικοδιαιτος αριστεριτζης Κουλογλου και εσυ ισλαμιστρια λαθρομεταναστολαγνα Αλ σαλεχ.
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο για το μυρμήγκι, δηλαδή για την αντιασφυξιογόνο μάσκα GP-5, που φοριέται από διαδηλωτές που θέλουν να αποφύγουν τις συνέπειες από την χρήση χημικών από τους αστυνομικούς. Το κάτω μέρος της παρομοιάζεται δηλαδή με την προβοσκίδα του ομώνυμου ζώου.

- Ξέρει κανεις που μπορώ να βρω μασκα στυλ μηρμηγκοφαγου στην Αθήνα;; Έχω φαει όλο τον κόσμο και δεν βρισκω.
(Εδώ).

(από Khan, 01/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Προτεινόμενη απόδοση του αγγλικού «six-pack», που αναφέρεται στην εμφάνιση των γραμμωμένων, στεγνών από λίπος κοιλιακών μυών.

Το εξαπάκετον κάνει την εμφάνισή του στον κεντρικό κοιλιακό μυ, τον λεγόμενο ορθό. Όχι στους πλάγιους κοιλιακούς, με τους οποίους, ειρήσθω εν παρόδω, καυλώνουν περισσότερο οι γυναίκες (ή τουλάστιχον έτσι λένε). Για τους πλάγιους, όταν είναι γραμμωμένοι και εύσχημοι, συνηθίζονται εκφράσεις όπως χελώνα και κούρος.

Οι αγγλοσάξονες εμπνεύσθηκαν πιθανότατα τον όρο από τις συσκευασίες των έξι μπουκαλιών (μπίρας, κοακόλας, μεταλλικού νερού κλπ) που κυκλοφορούν στο εμπόριο (δες και μήδι νο 2). Η εξάδα αυτή των φιαλών παραπέμπει στα έξι τετραγωνάκια στα οποία χωρίζεται ο ορθός κοιλιακός μυς: δύο πάνω (σχεδόν πάνω στο διάφραγμα), δύο στη μέση (συνήθως τα ογκωδέστερα) και δύο κάτω. Κάτι σαν άβακας (από τα αγαπημένα διακοσμητικά θέματα της ανεικονικής τέχνης).

Τα κοιλιακά παρομοιάζονται κατεξοχήν με τετραγωνάκια σκακιέρας, εξ ου και αυτό που λένε οι γκόμενες για όσους που έχουν φετιασμένους κοιλιακούς :

- πω ρε συ, τι κοιλιά είν' αυτή;! Παίζεις άνετα σκάκι εκεί πάνω!

Όταν κάποιος είναι τίγκα στη γράμμωση, και συγχρόνως είναι αρκετά ογκωμένος, δεν μιλάμε πια για απλά τετραγωνάκια, αλλά για κυβάκια που προεξέχουν, σάρκινα εξογκώματα που 'χουν ανάμεσά τους χάσματα, ρήγματα, χαράδρες. Περνάμε δηλαδή από το ζωγραφικές αξίες (έμφαση στην επιφάνεια και το σχέδιο) στις πλαστικές αξίες (έμφαση στο ανάγλυφο και τη φωτοσκίαση).

Το εξαπάκετο λέγεται και τρίφτης, εκ της ομοιότητάς του με το γνωστό κουζινικό σκεύος. Άλλες δύο γκομενικές εκφράσεις θαυμασμού προς τον τρίφτη:

- Καλά, μιλάμε στους κοιλιακούς του Αργύρη τρίβεις τυρί!

- Βλέπεις κοιλιακό ο τύπος; Μπορείς να στίψεις το βρακί σου εκεί πάνω!

Εννοείται το εξαπάκετο δεν είναι για όλους. Αν δε διαθέτεις κανά τρελό γονίδιο, πιθανότατα θα χρειαστεί να εντρυφήσεις στα του αναβολισμού, ίσως και να χτυπήσεις καμιά λιποαναρρόφηση. Διότι το να κωλοχτυπιέσαι κάθε μέρα με εξακόσιες χιλιάδες επικύψεις, ροκανίσματα, ψαλιδάκια και άλλες ειδικές ασκήσεις (χωρίς διατροφική υποβοήθηση), δεν είναι μαγκιά. Είναι απλά μαλακία.

  1. Το εντυπωσιακό εξαπάκετο (six-pack) είναι ένα από τα θαύματα του ανθρώπινου σώματος. Οι κοιλιακοί είναι οι μόνοι γραμμωτοί μύες (σε αντίθεση με τους λείους μύες, π.χ. μήτρα, καρδιά) οι οποίοι δεν είναι σκελετικοί, δεν εδράζονται δηλαδή πάνω σε κάποια οστά (όπως π.χ. ο τετρακέφαλος στο μηριαίο οστούν). Αιωρούνται πραγματικά στο κενό.

  2. - Μαλάκα χτες με τράβηξε το μωρό σε ταβέρνα και φάγαμε του σκασμού. Λες να θολώσω;
    - Μιλάς και συ ρε καραγκιόζη με το εξαπάκετο... Τι ανάγκη έχεις αγόρι μου, εμείς με τη μπάκα που 'ναι σαν τραπεζάκι τι να πούμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από τα Μ.Κ.Ο., τις «Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις» ή, όπως εναλλακτικά καταγράφει ο Κχαν, «Μπίζνες Καλά Οργανωμένες».

Ως νεόκοπη σλανγκιά, χρησιμοποιείται σαν κοσμητικό επίθετο συγκεκριμένης συνομοταξίας ταξιδιάρικων ψυχών, παροικούντων σε χρυσελεφάντινους πύργους συμβούλων του Γ.Α.Π., χλιδάνεργων αριστεριτζήδων, φλεγόμενων πασοκόμουνων, κ.ά. μικυμάου.

  1. - Η Λάουρα κι ο Πέρι πήγαν στην Ακτή Ελεφαντοστού για να υποστηρίξουν την προσπάθεια αποναρκοθέτησης.
    - Μας προέκυψαν πιο μηκυό κι απ' την Μπιρμπίλη!
    - Μπα, μάλλον ψάχνουν για μπιρμπίλι...

  2. - Με τον ανασχηματισμό αυτό, απομακρύνθηκαν τα πιο μηκυό μέλη της κυβέρνησης...
    (Άρης Πορτοσάλτε, Σκάι, από μνήμης)

(από Khan, 07/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία του αντικρατιστή, κατά το αντιφά. Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες μανιχαϊστώνε αντικρά:

Το Κόμμα εν τη σοφία το θωρεί αμφότερους και τους δύο τύπους αντικρά αντιδραστικές οπορτούνες, καταδικασμένες στην συνείδηση του λαού.

1.
- ΟΛΟΙ ΣΤΗ ΚΑΜΑΡΑ - ΝΑ ΜΗ ΣΥΝΗΘΙΣΟΥΜΕ ΣΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ★αντικρά

2.
- Και ξαναρωτώ όλοι εσείς οι αντιφα αντιρα αντικρα αντικάτσε καλά δημοκράτες τρομοκράτες και λοιπόν βαρεμένοι πως θα αισθανθείτε όταν την κόρη σας ή την εγγονή σας θα την αναγκάσουνε να φοράει μπούργκα ή τον γιόκα σας θα τον μαστιγώσουν επειδή στραβοκοίταξε κάποια;

3.
ΔΕν υπάρχουν νεοφιλ στην Ελλάδα αντικρατικιστες υπάρχουν (θα μπορουσαν να ονομαστουν αντικρά) και εναντιοι στο επάρατο βυσμάτωμα .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified