Further tags

Προέλευση < pervert = ανώμαλος / περίεργος (αγγλ.).

Ο περβερτάς δεν έχει συγκεκριμένο στυλ, είναι γενικότερα τύπος που θα δεις να περιφέρεται στον δρόμο με έντονη και χαρακτηριστική αμφίεση ή περίεργο ύφος και συνήθως προκαλεί το γέλιο στον περίγυρό του για αυτόν το λόγο. Παρά ταύτα πιστεύει πως το εκκεντρικό του στυλ είναι αρεστό.

Χαχαχα! κοίτα εκεί το περβερτά με τα μοβ μποτάκια που το 'χει πιστέψει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πράξη που κάνει κάποιος /-α για να μην γίνεται στόχος, να μην τον πάρουν πρέφα, να μην τον κάνουν κόζι.

- Τώρα που κουρεύτηκα και ξυρίστηκα κι έβγαλα τα χαϊμαλιά είμαι πολύ αντικόζι φιλαράκι, δεν με σταματάνε ποτέ οι λίτες.
-Ένεκα το φανταριλίκι Τάσο μου.

Κάποτε κάποιος κόζαρε κάποιον που έκανε κόζι ένα μαραγκό επί το έργον.Του \'βγαλε το παρατσούκλι. Αυτό έγινε επώνυμο και  μετά από τέρμενα εξήλθε η εγγονή αυτού που κόζαρε το μαραγκό... Λέμε τώρα (από GATZMAN, 29/04/11)αντικόζι:Κι όποιος κοζάρει την αντίκα (π.χ:το γέρο ή το θέμα του βίντεο)  (από GATZMAN, 29/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέλευση: φάση > φασέος.

Αυτός που είναι ''της φάσης'', αυτός που ακολουθεί ένα συγκεκριμένο κίνημα (π.χ. ενδυματολογικό, μουσικό) και φροντίζει ώστε η εμφάνιση και η συμπεριφορά του να συσχετίζονται με αυτό σε βαθμό προκλητικό και γελοίο.

(*Η λέξη προφανώς είναι αρνητικά φορτισμένη)

- Κοίτα τον Γιαννάκη! Έκοψε το χαϊμαλί και τη μέταλ και τώρα όλο σακάκια και μπούζούκια είναι.
- Γάμησε τα. Φασέος σκυλάς έγινε έτσι ξαφνικά.

πότε φασέος, πότε Βαζαίος (από Jonas, 02/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που περπατάει και κουνιέται σαν καυλωμένη.

Η κυρα Μαρία όλον τον κόσμο θάβει και δεν κοιτάει την ορθόκαυλη την κόρη της που δεν άφησε ψωλή να πέσει κάτω !!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα Μαλτσέχ είναι σκυλόμορφα είδη Νεφελίμ, σύμφωνα με τις Θεωρίες του μέγιστου Δημοσθένη Λιακόπουλου. Λόγω όμως της σκυλόμορφης όψης τους ως Μαλτσέχ χαρακτηρίζουμε και τις σκυλομούρες γκόμενες.

  1. - Πω κοίτα καμάρι η Πελαγία, περνιέται και για γκόμενα η σκυλομούρα!!
    - Ναι, τρελό Μαλτσέχ είναι!!

  2. Κοίτα σκυλόφατσα!! Σωστό Μαλτσέχ, αφού νομίζω θα γαβγίσει!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγούρι θεωρείται το τυπάκι που ιδρώνει συνεχώς, παραπονιέται πάντα για τη ζέστη και κυκλοφορεί κάθε καλοκαίρι με ένα χαρτομάντιλο στο χέρι... είναι συνήθως ψηλός και λεπτός.

-Κοίτα πως ίδρωσε πάλι ο μαλάκας ο Παντέλος!
- Σαν το αγγούρι έγινε πάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για δική μου τυχαία επινόηση. Αφορά τον προσδιορισμό μίας γκόμενας σε υψηλό κλιμάκιο ομορφιάς, αλλά και σεξουαλικότητας. Επίσης πιο σπάνια χρησιμοποιείται για άνδρες.

Δύναται να χρησιμοποιηθεί και για την περιγραφή αντικειμένων, αλλά ακόμα και αφηρημένων εννοιών.

Γενικότερα δηλώνει το αχανές και άνευ μέτρου (όπως είναι το διάστημα) μίας κατάστασης.

Για γυναίκα:
Κώστας: Πω ρε Χάρη, τι γκόμενα που είναι αυτή η γκαρσόνα!!!!
Χάρης: Όντως!!! Διαστημική γκόμενα!!

Για αφηρημένη έννοια:
Χάρης: Άσε ρε συ Μήτσο... έφαγα μία χλαπάτσα διαστημική εχθές στο γραφείο...

Για αντικείμενα:
Χάρης: Μιλάμε πήρα ένα πουκάμισο εντελώς διαστημικό!! Δεν υπάρχει σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από τα Μ.Κ.Ο., τις «Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις» ή, όπως εναλλακτικά καταγράφει ο Κχαν, «Μπίζνες Καλά Οργανωμένες».

Ως νεόκοπη σλανγκιά, χρησιμοποιείται σαν κοσμητικό επίθετο συγκεκριμένης συνομοταξίας ταξιδιάρικων ψυχών, παροικούντων σε χρυσελεφάντινους πύργους συμβούλων του Γ.Α.Π., χλιδάνεργων αριστεριτζήδων, φλεγόμενων πασοκόμουνων, κ.ά. μικυμάου.

  1. - Η Λάουρα κι ο Πέρι πήγαν στην Ακτή Ελεφαντοστού για να υποστηρίξουν την προσπάθεια αποναρκοθέτησης.
    - Μας προέκυψαν πιο μηκυό κι απ' την Μπιρμπίλη!
    - Μπα, μάλλον ψάχνουν για μπιρμπίλι...

  2. - Με τον ανασχηματισμό αυτό, απομακρύνθηκαν τα πιο μηκυό μέλη της κυβέρνησης...
    (Άρης Πορτοσάλτε, Σκάι, από μνήμης)

(από Khan, 07/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νέος ορισμός για την εξαιρετικά σέξι κοπέλα, ιδιαίτερα δημοφιλής σε νέους ηλικίας 18-25 ετών. Η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο για το σέξι κορμί παρά για το όμορφο πρόσωπο και για αυτόν τον λόγο ακούγεται συνήθως σε beach bars.

Συνώνυμο με: άρρωστο, τούμπανο, μουνάρα.

- Πωπώ, αυτό το γκομενάκι που σηκώθηκε τώρα από την τρίτη ξαπλώστρα, όπως κοιτάς αριστερά, είναι τρελό μουνί!
- Ποια ρε συ; Το τουφέκι με τη στρινγκιέρα;

Να μη μπερδεύεται με το πιστόλι / πιστολιάζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βουπού αποκαλούνται τα εκ βορείων προαστίων ορμώμενα ψωναρέ και πλουσιέξ ανθρωποειδή.

Τα κλισέ θέλουν τα αρσενικά του είδους να είναι μαμούχαλα βουτυρόπαιδα και τις βουπούδες γκομενίξ να διέπονται από υλισμό, εγωκεντρισμό, ηδονισμό του κώλου, μπιμποϊσμό και τρεντισμό.

Αντίστοιχα φαινόμενα παρατηρούνται παγκοσμίως: Βλ. τις Καλιφορνέζες valley girls, τις Νεοϋορκέζες JAP, τις Αγγλίδες essex girls, τις Γαλλίδες B.C.B.G., τις Ισραηλινές Frecha, και ταλιμπάν.

- Σε μας να σκάει ο τζίτζηκας (εντάξει, παραδέχομαι πως σε κάποιες φάσεις ο αέρας λυσσομανούσε) και οι βουπούδες να είναι με γαλότσα και ομπρέλα; Παίδες, απλά μετακομίστε!!! Ή, τελοσπάντων, αγοράστε εξοχικό στα Νότια!
(εδώ)

- O Θάνος ήταν ένα κλασικό ΒουΠου, με χαμόγελο Colgate, πλήρη εξάρτηση Timberland, μπαμπά μεγαλοδικηγόρο και φίλους αρκούντως φλώρους...
(εκεί)

- Ο ΒΟΥΠΟΥ ΜΑΚΗΣ ΒΡΙΖΕΙ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΘΗΚΑΝ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΠΟΥ ΚΑΤΑΚΡΕΟΥΡΓΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΟΜΕΝΟΥΣ ΤΟΥ
(παραπέρα)

-------------------

  1. Το μαλλί τους ΠΟΤΕ (σχεδόν) δεν είναι το τελείως ίσιο, το ινδιάνικο, το πράσο ένα πράμα... Η ισιούρα θεωρείται κατωτέρου. Οι βουπούδες κάνουν περίτεχνα χτενίσματα, επιμελώς ατημέλητα κι έτσι, μπουκλέ και ψιλοκρεπαριστά, ενίοτε μαμαδίστικα και κυρατσέ.

  2. Ακόμη και στις ελάστιχες περιφτώσεις που έχουν ίσιο μαλλί - το οποίο τότε εξυπακόύεται πως είναι το νατουράλ τους - ΠΟΤΕ ΤΩΝ ΠΟΤΩΝ δεν το βάφουν στο κλασικό καραξανθό, το πλατινέ, το κιτρινιάρικο, το καναρινί, το ξανθό που όλοι εμείς οι κάγκουρες λατρεύουμε. ΠΑΝΤΑ ΑΝΤΑΥΓΕΙΕΣ, ιτς δε ρουλ. Το τίγκα ξανθό θεωρείται γύφτικο, καγκούρικο, φτηνό, δευτεράντζα, λάικα, μπουρναζιώτικο κλπ

  3. Συνήθως δεν βάφουν τα νύχια των ποδιώνε τους με καυλωτικά μπουρδελιάρικα κόκκινα χρώματα. Άντε κανά γαλλικό μανικιούρι ή λίγο βερνικάκι για να γυαλίζει και να θρέφει και καλά το νύχι.

  4. Δεν μπογιατίζονται στο πρόσωπο, μόνο βάφονται ελάστιχα και «διακριτικά», για τους γνωστούς λόγους: το σοβάτισμα είναι για τις γυφτο / καγκουρογκόμενες κλπ.

  5. Στας βραδινάς εξόδους τους προτιμούν τα περίφημα «αέρινα» κοριτσίστικα φορεματάκια που ζέχνουν αθωότητα και παιδικότητα (κι ας έχουν οι ίδιες μάστερ στα τσιμπούκια). Τα κολλητά / εφαρμοστά / φορέματα κάλτσα, αποφεύγονται μετα βδελυγμίας για τους γνωστούς λόγους. Γενικά οι βουπούδες αντιπαθούν το ξέκωλο ντύσιμο.

  6. Υπόδηση. Μπαλαρίνες, γενικά φλατ παπουτσάκια - σανδάλια, άντε καμιά πλατφόρμα απ' αυτές με το τακούνι-φελό. Αποφεύγονται γόβες στιλέτο.

  7. Από άποψη φυσιολογίας: οι βουπούδες έχουν συνήθως στρουμπουλά και ροδαλά μαγουλάκια, ακόμη κι αν είναι γενικά αδύνατες, λόγω της καλοζωίας, της παντελούς έλλειψης εγνοιών και του καθαρού αέρα που αναπνέουν στας Εκάλας και τας Πολιτείας.

  8. Σχεδόν ουδέποτε οι βουπούδες έχουν εκ φύσεως γραμμωμένα και στεγνά / άλιπα / σφιχτά κορμιά. Συνήθως είναι πλαδαρουά, με ψιλομεγάλες περιφέρειες, χοντρές γάμπες κλπ. Τέτοια μυώδη - μεσομορφικά τα λέμε εμείς οι γνωρίζοντες - σώματα είναι πολύ πιο πιθανό να συναντήσεις σε ξένες (αλβανέζες κυρίως) αλλά και κοπέλες λαϊκών στρωμάτωνε. Αν αι β.π. κάνουν ποτέ γράμμωση, θα την κάνουν μετά τα 30-35, με εκατό γυμναστές / personal trainers από πάνω τους, διαιτολόγους κλπ (...)

(johnblack, εδώ)

(από Khan, 15/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified