Further tags

Όπως οι πουτάνες έγιναν ερωτικές αναπληρώτριες και το Γουδί, Γουδή, έτσι και το πτωχό πλην άτιμο «κάνω δίαιτα» συμμορφούμενο στις υποταγές της κορεκτίλας μεταλουμπαδιάστηκε στο και καλούα μουράτο «κάνω διατροφή».

- Κάνω διατροφή, όχι δίαιτα. Και ζυγίζομαι τακτικά. Αν δω τον δείκτη να ανεβαίνει ένα με δύο κιλά προσπαθώ να προσέχω τις επόμενες μέρες. Όσο για τους κοιλιακούς το οφείλω στο βόλεϊ που παίζω χρόνια αλλά και σε διάφορες μορφές άσκησης που κάνω όπως yoga.
(Βίκυ Χατζηβασιλείου, εδώ)

- Αυτη τη στιγμή κανω διατροφή Ατκινς.
(εκεί)

- Κάνω διατροφή και γυμναστική 3 με 4 φορές τη βδομάδα οπωσδήποτε. Ακόμα κάνω αποτρίχωση, αφού ασχολούμαι με την κολύμβηση...
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται συνήθως για άτομα περασμένης ηλικίας στα οποία διακρίνεται μια αραίωση στην περιοχή του κεφαλιού (aka καράφλα), δίνοντας έτσι την αίσθηση πρωκτού χωρίς την κάλυψη εσώρουχου.

- Τον είδες ρε μαλάκα αυτόν τον ξεβρακωκέφαλο;!
- ΧΑΧΑΧΑ! Τρίχα για τρίχα δεν του έχει μείνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε μια ωραία κοπελίτσα, συνήθως μικρή σε ηλικία, και δεν θέλουμε να την χαρακτηρίσουμε μουνάρα!. Όσοι δεν καταλάβατε το λογοπαίγνιο, πείτε το γρήγορα, δυνατά.

- Ψσσσσστ! Κοίτα πίσω απ' το μπλε αμάξι... - Τι ρε;
- Το μικρό μου νύχι ρε!

(από Άγης, 04/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το λατινικό sol (ήλιος, φωτεινός κλπ, απ’ όπου προκύπτουν ένας σωρός λέξεις πολλών ευρωπαϊκών γλωσσών).

Έτσι λοιπόν σημαίνει:

  1. (Στα φωτογραφικά σινάφια) ένα παμπάλαιο εφέ (βασισμένο στο λεγόμενο «εφέ Sabatier»), που συνίσταται στο να εκθέτει ο φωτογράφος στο φως -για λίγο- το αρνητικό ή την εκτύπωση της φωτογραφίας. Συμβαίνει μια ελεγχόμενη αναστροφή χρωμάτων (ή τόνων χρώματος), π.χ. το άσπρο – μαύρο / εμφανίζεται μια άλως γύρω από αντικείμενα / η εικόνα δείχνει παλιά / «καμένη» -ενώ δεν είναι, κλπ.

Στην σύγχρονη ψηφιακή φωτογραφία υπάρχει και στο φωτομάγαζο, το αντίστοιχο εφέ που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν βάση για περαιτέρω χρήση κι άλλων εφέ.

(Αυτή η έννοια προκύπτει απ’ το solarize, που είναι το όνομα τόσο της παλιάς διαδικασίας όσο και του σύγχρονου εφέ).

  1. Αυτόν ή αυτήν που έχει μαυρίσει, όχι μέσω ηλιοθεραπείας, αλλά κάνοντας χρήση του γνωστού (και μάλλον επικίνδυνου για την υγεία) solarium, απ’ το οποίο και προέρχεται ο όρος. Επίσης με αυτήν την έννοια συναντάται και σαν «σολαριασμένος, –η».

Σίγουρα χρησιμοποιείται περισσότερο σαν μπηχτή (ειδικά όταν ο σολαρισμένος είναι ψιλοψώνιο με την εμφάνισή του), αλλά δεν σημαίνει απαραίτητα από μόνο του κάτι αισθητικά άσχημο (άλλο το «σολαρισμένη» κι άλλο το σολαρισμένο γκάγκανο, που σε κάνει σα τη μύγα μεσ’ το γάλα).

Σχετικά ακούγονται και τα μη σλανγκ: «και της έκανε ένα μπετοχρώμ άλλο πράγμα», «στο φούρνο αδερφές μου, στο φούρνο!!», «βγήκε σοκολάτα / ίον / αραπίνα απ’ το φέρετρο», (όπου φούρνος / φέρετρο = ο θάλαμος / κουβούκλιο του σολάριουμ, και βεβαιώνω πως δεν πετάω σφόλι το ίον –το ‘χω ακούσει πολλάκις και για άλλες φάσεις).

Το «μαυρολάγνος» δεν έχει ακόμη καταντήσει συνώνυμο, αλλά μπορεί και να δηλώνει τον λάτρη (και) των σολαρισμένων μανουλίων.

Για την Ιστορία:

Το «black is beautiful» δεν ήταν βέβαια, δεδομένο. Προέκυψε με τη σταδιακή κοινωνική άνοδο (νταξ, αυτήν την αναλογικά μικρή έστω) των μαύρων στις σύγχρονες κοινωνίες και με τη μανία για επίδειξη των βόρεια κατοικούντων πλουσίων (αφού αν έχω χρήμα, μπορώ να πεταχτώ για διακοπές σε ξωτικές ηλιόλουστες παραλίες και σε ηλιόφωτες χιονισμένες βουνοκορφές για ξεσκί οπότε το ‘χω το χρωματάκι μου όλο το χρόνο).

Κανένα από τα δύο δεν έχει σχέση με το σολάρω (απ’ το ιταλικό solo) και το εξ’ αυτού σολάρισμα.

1.«….είναι μία φωτογραφία με ιδιαίτερο ύφος που κατορθώνει να με μπερδέψει για το αν είναι μερικών δεκαετιών ή χθεσινή. Το αυστηρό καδράρισμα άλλων εποχών, η μέτρια ευκρίνεια, ο σολαρισμένος ουρανός, το φόρεμα….» (απ’ το δίχτυ)

2α. «…Βγαίνει ο Μαρτάκης με το δικό του ……το βλέπω και αυτό το παιδί το σολαριασμένο και κάτασπρο (σημ για το ντύσιμο) οκ λέω καλή τύχη και σε αυτόν...» και πιο κάτω «..πάρα πολύ όμως και συ (σημ. για την Κακομοίρα) σολαριασμένη αλλά έχεις και μια φρεσκάδα...»
(από εφημερίδα)

2β. «…Αν μάλιστα πάρετε να διαμαρτυρηθείτε στον ΑΝΤ1 για την γελοία εκπομπή που έχουν με τον σολαριασμένο Κανάκη μπορεί και να σας εξυβρίσουν !!!..» (απ’ το δίχτυ)

2γ. «..ρε μάγκες δεν λέω καλές γκόμενες αυτές που λέτε αλλά μην ξεχνάμε την λευκορωσίδα Αζαρένκα, μεγάλος ξανθός σολαρισμένος μούναρος!!!..» (από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τον αγγλοαμερικάνικο όρο vertical smile κι αναφέρεται:

  1. (κυρίως) στο γυναικείο αιδοίο του οποίου τα μεγάλα χείλη σχηματίζουν ένα «χαμόγελο», το οποίο όμως, όταν η γυναίκα είναι όρθια, είναι κάθετο σε σχέση με το κλασικό χαμόγελο των χειλιών του προσώπου. Φαίνεται καλύτερα όταν το μουνί είναι ξυρισμένο. Γι’ αυτό και αποτελεί έκφραση σε περιβάλλοντα όπως στούντιο ομορφιάς όπου γίνονται αποτριχώσεις, και πλασάρεται από γυναικεία περιοδικά.

  2. (πολύ σπανιότερα) στο στόμιο της ανδρικής ουρήθρας.

Παρακαλώ πολύ, να μην εμφανιστούν σχόλια ή μήδια σχετικά με τον πασίγνωστο οργανισμό προστασίας των δικαιωμάτων του (όλοι ξέρουμε). Πιασάρικο μεν, ψιλοφθηνό δε (κατά την ταπεινή μου γνώμη). Σαν λογοπαίγνιο σχετίζονται κάργα, αλλά το να ψάχνει κάποιος το ένα και να του εμφανιστούν και τα δύο μπορεί να θίξει, πράγμα που δεν θα το ήθελα. Ναι, ρε, έχω ταμπού.

  1. «Η ζωή αρχίζει μ’ ένα κάθετο χαμόγελο»

- Νομίζω πως χρειάζομαι μια ..περιποιησούλα για ν’ αναδειχθεί το κάθετο χαμόγελό μου.
- Χόλυγουντ, Μπραζίλιαν, μπικίνι, τριγωνάκι, κάτι ιδιαίτερο;
- «Να καεί ο Αμαζόνιος» που θέλει ο δικός μου δεν κάνετε;
(από μπλογκ)

  1. «…Είχε γυρίσει μπρούμυτα όταν ξύπνησε. Ένοιωσε κάτι να βρίσκεται κάτω από αυτόν που τον ενοχλούσε πολύ έντονα. Κάτι σκληρό υπήρχε ανάμεσα σε αυτόν και στο στρώμα του κρεβατιού που τον ανάγκαζε να αισθάνεται άβολα. Άνοιξε τα μάτια του, γύρισε ανάσκελα και έκπληκτος είδε τη φύση να προεξέχει απ' το σώβρακο με το γνωστό κάθετο χαμόγελό της. Χαμογέλασε κι αυτός με ικανοποίηση και του ήρθαν στο μυαλό αυτά που σκεφτόταν πριν λίγες ώρες στη βεράντα. Η μητέρα φύση με θυμήθηκε, άδικα την κατηγόρησα, σκέφθηκε. Τη χούφτωσε και εκτονώθηκε…» (από μπλογκ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα άτομο (συνήθως έφηβος) που φοράει συνέχεια μάρκες ακριβών ρούχων για να δείξει ότι είναι μοντέρνος, μόνο που τις περισσότερες φορές καταφέρνει το αντίθετο. Συνηθίζεται να αποκαλείται κάποιος /-α ποζέρι αν φτιάχνει όλη την ώρα τα μαλλιά του ή αν σταματάει σε καθρέπτες για να φτιαχτεί. Αυτά τα άτομα χαρακτηρίζονται από το σνομπ ύφος και βλέμμα τους. Συνώνυμο του ψώνιου.

Πιθανή προέλευση από την λέξη «πόζα». Μπορεί να θεωρηθεί και ύβρις.

Αυτή η Μαρία αποδείχθηκε πολύ ποζέρι τελικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σούπερ γλίτσας, ο υπεργλοιώδης άνθρωπος.

- Πω, ρε συ, τι αφεντικό είναι αυτό; Καδένα, βραχιόλι; Γλίτζουρας σκέτος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που παίρνει το όνομα του από το γνωστό ιταλικό ζυμαρικό, προσδίδοντας στη λέξη μια πιο αστεία χροιά.

Αποδίδεται στο γνωστόν φέτα-γυμνασμένο.

- Φετουτσίνι ο Αλέξης μας, φοράει και τα στενά τα καλτσόν του, κατάλαβες!
- Έτσι είναι. Όλη τη χρονιά έλιωνε τα σίδερα όμως και μεις τρώγαμε και πίναμε αβολοντέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα κάθε λογής γυναικείο παπούτσι που σκοπό έχει να κάνει την γυναίκα να μοιάζει με στριπτιζού, βιζιτού, αγριόμουνο, σικ πλουσιέξ, τεσπα το παπούτσι που παραπέμπει σε ανεπανάληπτες στιγμές στο κρεβάτι, στο τραπέζι, στην τουαλέτα, στο αυτοκίνητο και όπου αλλού, σε βρώμικο ή υπέρκομψο γαμήσι, σε ό,τι.

Πρόκειται συνήθως για παπούτσια τα οποία αφήνουν τα δάχτυλα να φαίνονται, αλλά μπορεί, πχ, να είναι και μπότες. Πολύ συχνά δε είναι σε στυλ πλατφόρμα.

- Άτσα και καβλοπάπουτσο το Κατερινάκι μες το ντάλα χειμώνα; Τι έγινε ρε παιδιά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνειο εκ του γαλλικού επιθέτου petit (μικρός, μικροκαμωμένος), που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα εξής:

  1. Τις μικροκαμωμένες και λεπτές (πάντα στα πλαίσια της κομψότητας και όχι της ανορεξίας) κοπέλες ή γυναίκες. Ο χαρακτηρισμός πετίτ για άντρες είναι μάλλον σαρκαστικός, εκτός κι αν υποδηλώνει άλλα προτερήματα (πετίτ στο μάτι...).

  2. Τα μικρά (αλλά όχι απαραίτητα μικροσκοπικά) σε μέγεθος αντικείμενα ή πράγματα πάσης φύσεως, ή ακόμη και τους χαμηλών διαστάσεων χώρους.

Η χρήση του πετίτ πιο γενικά χρησιμοποιείται για να δηλώσει -ενίοτε με ειρωνική διάθεση εκ μέρους του ομιλητή, ενώ άλλες φορές με έκδηλη χαριτωμενιά- τον μινιμαλισμό και την ομορφιά και χάρη που υποτίθεται πως υπάρχει στα μικρά πράγματα, με άλλα λόγια το άκρως αντίθετο του think big, δηλαδή τις διδαχές της τάσης που δηλώνει πως η ευτυχία βρίσκεται στην υπερβολή.

  1. Η Ελένη που λέτε είναι μια γυναίκα η οποία φαίνεται 10 χρόνια νεώτερη της ηλικίας της, αφού είναι petit κορίτσι! Φοράει να φανταστείτε νούμερο παπουτσιών 35. Τόσο petit είναι!!!! (Εδώ)

2.αλλα η απορια μου ειναι γιατι τα θελεις ολα με μπρασελε και μαλιστα τοσο λεπτο; κατι σε λουρακι δε σου αρεσει; εισαι λεπτοκαμωμενη, αλλα αυτο δε σημαινει οτι και τα πραγματα πανω σου θα πρεπει να ειναι petit. (Εκεί)

  1. Τι άλλο να κάνετε στο Ηράκλειο; Να πάτε στο Ιστορικό Μουσείο που είναι πετίτ και συμπαθέστατο και κεντρικό και είχα ξεχάσει ότι είχα πάει μέχρι που το είδα και κάπως μου 'ρθαν ένα ένα χρόνια δοξασμένα. (Παραπέρα)

  2. Μιας και τα ηχειακια ειναι petit κατασταση...σχετικα με ενισχυτη εχετε καμια προταση σε κατι πιο slim, compact και designατο;(το ξερω δεν ζητω τιποτα) (Παρακεί)

(από perkins, 02/09/10)μπισκοτακιααααααααααα!!! (από perkins, 02/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified