Further tags

Σε αντιδιαστολή με το body lines.
Σημαίνει :
1. Τρώω ακατάσχετα, κατεβάζω τον αγλέωρα, φαΐ χωρις όριο
2. Γρήγορη πάχυνση, επαύξηση λίπους

- Είδες τη Μαρίτσα; Αγνώριστη έγινε.
- Αδυνάτισε;
- Nαι, πώς το θελες; Mπήκε σε ταχύρρυθμο πρόγραμμα ξιγκοενίσχυσης των ΒΟΔΥ λάινς. Μιλάμε... θα σκάσει !

(από Khan, 26/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φαντασμένος καρακιτσάτος τριχωτός ελληναράς εραστής που θεωρεί τον αυτό του Μεσογειακό Άδωνι και πρώτο καμάκι. Η φράση προήρθε από γνωστό τραγούδι.

- Τι είναι αυτός ρε ο τριχωτός που 'χει στηθεί μπρος στην πλαζ και ποζάρει σαν μοντέλο... Πως την έχει δει ο χλαπάτσας; - Γκρήκ λόβερ με τρίχα για πουλόβερ!

(από Khan, 11/03/14)(από Khan, 11/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε ομάδα πολλών χοντρών ανθρώπων που τριγυρνούν / κάθονται / χλαπακιάζουν μαζί. Προέρχεται από το αμερικάνικο «dream team», την ομάδα του μπάσκετ στους ολυμπιακούς του 1992.

- Ρε συ, θα έρθουν απόψε οι Σαχλεπίσογλου με την παρέα τους στο πάρτυ!
- Ωχ... δε χοντρήμ τημ... δεν θα μείνει μπουκιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρόκ συγκροτήματα της δεκαετίας του εξήντα - εβδομήντα - ογδόντα που τραγουδάνε ακόμα και σήμερα και κάποιοι από αυτούς μοιάζουν πια με αρσενικές γριές.

Rolling Stones, Who, Whitesnake, Van Halen κλπ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαστράπτουσα χλιδή, πραγματική ή επινοημένη. Οι φέροντες χαρακτηριστικά γκλαμουριάς αποκαλούνται γκλαμουράτοι.

Η έκφραση συνήθως εμπεριέχει ψήγματα σαρκασμού, εκτός εάν ο χρήστης της στερείται παντελώς της αίσθησης του γελοίου.

Είναι απίστευτο, αλλά η λέξη αποτελεί Ελληνικό αντιδάνειο: γκλαμουριά > glamour > gramarye (μαγεύω, στα Σκωτικά) > grammar (η μάθηση, κυρίως απόκρυφων και μαγικών τεχνών, στα μεσαιωνικά Αγγλικά) > γραμματική. (Βλέπε www.etymonline.com)

«Ένα στίγμα που ανάλογο δίνουν πια σχεδόν όλα τα ξένα φεστιβάλ- η γκλαμουριά, η νοτιοευρωπαϊκή κυρίως ιδέα του φεστιβάλ ΄ντυνόμαστε καλά και πάμε να δούμε τον σταρ΄ εξαφανίζεται, ακόμα και στη Βερόνα.» (Τέρμα στους σταρ και στην γκλαμουριά, ΤΑ ΝΕΑ, 28 Ιουνίου 2008)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για προπολεμική αργκό που περιγράφει μικρό μουσάκι μεταξύ κάτω χείλους και σαγονιού. Στην βιβλιογραφία συναντάται και ως μπαμ τιρλελέ ή ταμ τιριρί.

Η ετυμολογία του λήμματος παραμένει εισέτι άγνωστη, αλλά πιθανολογείται η έρζατς γαλλοφανής αυτή ονοματοποιία να παραπέμπει στην κίβδηλη και δήθεν μαγκιά του τυπικού φορέα μπαμ τερλελέ.

Σε πιο σύγχρονη εκδοχή, η λέξη περιγράφει το υπόλειμμα χιτλερικού μουστακιού που πολλές γυναίκες αφήνουν πλέον πάνω από το αιδοίο τους.

  1. «ταμ τιριρί ρε παιδιά δεν είναι το μουσάκι χωρίς μουστάκι;
    ή είναι μπαμ τερλελέ εκείνο; θα με μουρλάνετε εδώ μέσα» (από forum)

  2. «Μπάμ Τερλελέ σημαίνει το μικρό μουσάκι στο κάτω χείλι, στην αργκό του μεσοπολέμου. Αυτή η αναφορά σε μια εποχή όπου, στα μουσικά πράγματα, άκμαζαν οι μικρασιάτικες πολυπολιτισμικές παραδόσεις, δίνει το στίγμα των μουσικών που φιλοξενούμε.» (από ιστοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι νεαροί άντρες που κυκλοφορούν στον δρόμο, πεζή ή με το αυτοκίνητο, μιλώντας στο κινητό με το blue tooth που κρέμεται από το αυτί τους και έχουν την εντύπωση ότι γι αυτόν τον λόγο είναι κάτι αντίστοιχο του Κιάνου Ρηβζ στο Μάτρηξ. Χαρακτηρίζονται από «τεχνολογική αυταρέσκεια».

Σόρυ που άργησα αλλά ένα ματριξόπουλο με είχε κλείσει. Πήγαινε με 20 χιλιόμετρα γιατί μιλούσε στο κινητό και θαύμαζε ταυτόχρονα τον εαυτό του στο καθρεφτάκι του αυτοκινήτου.

(από Khan, 27/04/13)(από Khan, 28/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο ιδιότητες που κεντρίζουν την ανδρική γενετήσια ορμή: αφενός η απόλυτη και αφοπλιστική αθωότητα και αφεδύο η ερωτική επιδεξιότητα που μόνο η πολυετής εμπειρία μπορεί να φέρει στο κρεβάτι (ή στο τραπέζι).

Δεδομένου ότι οι ιδιότητες αυτές είναι συνήθως αμοιβαία ασύμβατες, κάθε εχέφρων άνδρας λιμπίζεται διακαώς τόσο τα αθώα και πιπινώδη παστάκια («αχ είναι τόσο χαριτωμένο! Να του βάλω μια ροζ κορδέλα; Αν το τραβήξω έτσι κάνει γκελ;») όσο και τα μιλφέιγ, τις ώριμες δηλαδή και μεστές μαμάδες τους (τις σαραντάρες που ισούνται με δύο εικοσάρες, πράγμα που προκύπτει και μαθηματικά).

Το λήμμα παραπέμπει μεν στην βασίλισσα της πάστας, το γαλλικό mille-feuille, αποτελεί όμως Ελληνική απόδοση του M.I.L.F. (εκ του «Mother I’d Like to Fuck»), ήτοι της «ώριμης και μεστής μαμάκας της οποίας τα μάτια, δοθείσης της ευκαιρίας, θα πετούσαμε έξω σε ένα νανοδευτερόλεπτο».

Βλ. επίσης μιλφού.

- Μάνα είναι μόνο μία...
- Τι λες ρε νταλάρα, ο κόσμος είναι γεμάτος από mammas που θα ήθελα να κάνω mia! Πάρε την Δέσποινα: είναι γαμώ τα μιλφέιγ, έχει γράψει πολλά χιλιόμετρα η τύπισσα!
- Έχει δε και μια κορούλα, την μικρή Έθελ, που είναι σκέτο παστάκι! Δικέ μου, οι προοπτικές για χοντρό παιχνίδι αυξάνονται εκθετικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί μετάφραση της αγγλικής φράσεως «The smaller the nest, the bigger the bird» και παραπέμπει το μέγεθος των θριχών της ανδρικής ηβικής χώρας και και στο κατ' αναλογία μέγεθος του πέους: εμπειρικαί έρευναι καταδεικνύουν ότι το πέος φαίνεται μεγαλύτερο άμα την κουρά των εν λόγω θριχών. Προσοχή: θα πρέπει να υφίσταται φωλιάν δια να «ευρίσκεται» το πτηνόν! Κοινώς: κουρά απλή και ουχί κουρά εν χρω (μτφ: ξύρισμα) προτείνεται!

Αφροξυλάνθη: - Μα Κλέων, το πέος σου φαίνεται μεγαλύτερο! Πώς συνέβη;
Κλέων: - Εκουρεύθην σήμερον! Άλλωστε, μικρή φωλιά ίσον μεγάλο πουλί!

Τόσο, με το συμπάθειο... (από Vrastaman, 27/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απέλπιδα προσπάθεια που κάνουν -αντάρηδες να πείσουν τον κόσμο πως ακόμη διαθέτουν κάποιο είδος τρίχας στο κεφάλι τους ακόμη κι αν ο απέναντί τους τυφλώνεται λόγω αντανάκλασης του φωτός πάνω στο ταψί τους. Το σχέδιο είναι να μεγαλώσουν όσο μπορούν (αν δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα λυπάμαι αλλά πρέπει να περάσουν σε αυτό το λήμμα) το μαλλί τους από τη μία μεριά ώστε με μια περίτεχνη κίνηση να το γυρίσουν και να καλύψουν το υπόλοιπο γυμνό τους κρανίο. Δυστυχώς το θέαμα είναι απαράδεκτο αλλά το κόμπλεξ που έχει η κοινωνία με τα μαλλιά τους οδηγεί σε αυτόν τον εξευτελισμό.

Οι ασκητές του καραφλάζ ξεχωρίζουν από μακριά λόγω κάποιων εξόφθαλμων χαρακτηριστικών που θα έβλεπαν και οι ίδιοι στον καθρέφτη αν δεν είχαν χάσει την ιδιότητα της περιφερειακής όρασης λόγω παρατεταμένης επικέντρωσης στο σημείο του τριχωτού της κεφαλής. Το πρώτο είναι η εθνική οδός για τις ψείρες (από το παλιό, κρύο ανέκδοτο με τους Πόντιους και την χωρίστρα, αλλά εδώ ταιριάζει γάντι) που σχηματίζεται με μιας μόλις μαζέψουν όλες τις τρίχες από τη μία μεριά. Κάτι σαν χωρίστρα, αλλά πολύ μεγαλύτερη, στα πλάγια ή στο πίσω μέρος του σκαλπ. Το δεύτερο είναι η χτένα στην τσέπη του πουκαμίσου. Λέγεται ότι κάθε φορά που βρίσκεται κοντά σε καθρέφτη πάλλεται ώστε ο κάτοχος να μην χάσει καμιά ευκαιρία να θαυμάσει την κόμη του. Τέλος, η αδυναμία τους να γυρίσουν το λαιμό μήπως και χαλάσει η κόμμωση, κάτι που οδηγεί σε δικαιολογίες του κώλου τύπου «Άσε, πάλι ξέχασε το Μαράκι το παράθυρο ανοιχτό και έπαθα μια ψύξη όλη δική μου».

Η λέξη προέρχεται από τις εξής δύο: καράφλα και καμουφλάζ για τους ευνόητους λόγους. Στο σημείο αυτό είναι καλό να αναφερθεί πως ακόμη και καραφλοχαίτουλες μπορούν να υποκύψουν στον πειρασμό της άσκησης καραφλάζ, μιας και το μέτρο της αποτελεσματικότητας μεταξύ των δύο είναι δυσδιάκριτο.

- Άσε ρε φίλε, περπατάω με τον θείο μου το Μανώλη και ξαφνικά σκάει ένα μπουρίνι και τον βλέπω από τη μια στιγμή στην άλλη με αλογοουρά! Έτρεχε να κρυφτεί ο κακομοίρης! Έκανα πως δεν τον είδα αλλά δεν άντεξα όταν έβαλε τα χέρια στο κεφάλι και τον ρώτησα γιατί.
- Και τι σου είπε ρε;
- Ότι φοβάται μη πάει τίποτα από τον αέρα στο κεφάλι του και τον χτυπήσει! Λες και δεν ξέρουμε ότι κάνει καραφλάζ! Αλλά έτσι είμαστε στο σόι μας, κιμπάρηδες και αλάνια.
- Αυτό που κολλάει;
- Πουθενά, απλά δεν θέλω να αρχίσεις το δούλεμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified