Το γυναικείο σώβρακο τύπου string που φαίνεται περισσότερο απ' όσο πρακτικά χρειάζεται.

- Κοίτα κοίτα τη σερβιτόρα! Τι στρινγκαδούρα είναι αυτή ρε...

(από Khan, 18/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δείχνω αδερφή, αν και, τύποις τουλάχιστον, δεν είμαι. Κάτι όμως, εκεί στο βλέφαρο μάλλον, προδίδει όλη την αλήθεια -την οποία πιθανόν να αγνοώ και γω ο ίδιος και να χαραμίζομαι σε λάθος στόχους.

Συνώνυμο: πουστοφέρνω - ε, και όλα τα σχετικά με το το πνίγει το κουνέλι.

  1. Τι σκατά, πόσα μούσια να αφήσω για να μην αδερφοφέρνω;

  2. Στις 29.12.10 ο κ. Γιακουμάτος πρώην υπουργός εργασίας επί Ν.Δ δήλωσε στις ειδήσεις των 8 του τηλεοπτικού σταθμού Mega για την παραπάνω αρθρογραφία «Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και δεν μοιάζω με ντιντή και τα μαλάκια μου είναι άσπρα, αφού δεν αδερφοφέρνω ας ψάξουν οι άλλοι να βρουν».

(αμφότερα και τα δύο (sic) από το δίχτυ)

(από stratos98, 17/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Σκεμπελοσκάμπιλο» ή «σκαμπιλοσκέμπελο», λέξεις σύνθετες εκ των σκαμπίλι + σκεμπές. Είναι το χαστούκι με τον σκεμπέ. Ένα είδος χτυπήματος που μόνο οι ευτραφείς άνθρωποι μπορούν να δώσουν. Λέγεται συνήθως ειρωνικά για τους παχύσαρκους.

Καλύτερα να φύγουμε από εδώ μη μας αστράψει ο χοντρός κανένα σκεμπελοσκάμπιλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπερβολικό και ιδιαίτερα προσεγμένο μανικιούρ που ανακαλεί μνήμες μανδαρίνων της αυτοκρατορικής Κίνας, ασφαλώς δεν ταιριάζει σε εργαζόμενη αφού δεν της επιτρέπει να χρησιμοποιεί αποδοτικά τα χέρια της, τουλάχιστον στα περισσότερα επαγγέλματα.

Εξ' ου η απαξιωτική μομφή της έκφρασης που στόχο έχει συνήθως φυγόπονες που την είδαν πολύ μα πολύ Κυρίες και πέραν της εμφάνισής τους δεν ασχολούνται και με πολλά πράγματα, έχοντας μια στάση ζωής που δυστυχώς μεταλαμπαδεύουν στις απογόνους τους. Χαρακτηριστικό είναι πως εκτοξεύεται συχνότατα από άλλες γυναίκες αλλεργικές στο φαινόμενο μπάρμπι που βάζουν τα πράγματα στη θέση τους, χωρίς να κωλύονται από ανδρικά ταμπού ως προς τη συμπεριφορά προς το αδύνατο φύλλο.

Παίρνει ακόμη προσβλητικότερη χροιά όταν απευθύνεται σε άντρες, αφού θίγει τον ανδρισμό τους σε πολλά επίπεδα μια και τόσο η τεμπελιά, όσο κι η φροντίδα της εμφάνισης δεν ταιριάζουν σε αρσενικό με τα όλα του, ακόμη και σήμερα που πολλοί προσπαθούν να επιβάλλουν το βαμμένο νυχάκι σαν αθώα μόδα.

  1. - Πείτε καλύτερα στις κυράδες σας να πιάσουν το σφουγγαρόπανο από το να δίνουν για πλάκα το 50ευρo στην αλβανίδα καθαρίστρια για να μη χαλάσει το μανικιούρ και φεύγει τσάμπα συνάλλαγμα.

  2. - Για τα χιόνια, τοπ επιλογή το δερμάτινο μπουφάν που δεν λερώνει! Τα γάντια που έρχονται με τις κουβέρτες, είναι απαραίτητα σε όσους δεν έχουν χώρο στον θόλο για κανονικό γάντι σαν κι εμένα!
    -Α, εγώ σηκώνω το μανίκι, δεν φοβάμαι μη χαλάσει το μανικιούρ μου και βρωμιστεί ο πήχης μου.

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι γαμαωδέρνουλας (όχι εγώ, η έκφραση το λέει), ο γαμιάς της γειτονιάς κ.τ.ό. Αλλά κυρίως χρησιμοποιείται με ευρύτατη έννοια για κάποιον ή κάτι που είναι πάρα πάρα πολύ καλός σε κάτι, σε ό,τι. Συνήθως λέγεται για αθλητικές ομάδες ή παίκτες, μουσικά συγκροτήματα- άλμπουμ ή τραγούδια, ταινίες, τέτοια πράματα.

  1. Ολο το album γαμάει. Το Dark City γαμάει μανούλες. Αυτή η μελωδία στο 4:40 ΠΟΣΟ ΓΑΜΑΕΙ ΠΙΑ!! Θα την τραγουδάω για πάντα. (Εδώ).

  2. ΤΑ ΚΑWASAKIA ΓΑΜΑΝΕ ΜΑΝΟΥΛΕΣ.... ΕΓΩ ΑΥΤΟ ΞΕΡΩ..... ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ....ΠΕΡΙ ΟΡΕΞΕΩΣ... (Εδώ).

  3. ΤΟ ΜΠΑΤΜΑΝ ΡΗΤΕΡΝ ΟΒ ΔΕ ΝΤΑΡΚ ΝΑΗΤ ΓΑΜΑΕΙ ΜΑΝΕΣ
    ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΤΑΙΝΙΑ ΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΝΑ ΤΗΝ ΔΕΙ ΣΤΟ ΣΙΝΕΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΔΕΡΦΗ ΚΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΑΡΧΙΣΕΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΣΟΥΠΕΡ ΚΑΤΕΡΙΝΑ. (Εδώ).

(από joe909, 21/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για έκφραση ακραίας αηδίας που εκστομίζει τις μόλις αντικρύσει γυναίκα με ειδικές εμφανίσεις, ανήκουσα δηλαδή στις κατηγορίες: χαμούρα, μπαζόλα, πατόζα, φόλα, ξεπλένω , μπουρούχα, μουφλόζα, ασχημindie, βολική αρκούδα, ταγάρι, μέλος του Κώδικα, κορίτσι της συγγνώμης, κ.ο.κ.

Τα απόλυτα λογικά αντεπιχειρήματα κάθε σαβουρογαμόσαυρου επικεντρώνονται στα γεγονότα ότι:

  1. Δεν υπάρχουν άσχημες γυναίκες, μονάχα άντρες που δεν πίνουν, και
  2. Λυχνίας σβησθείσης πάσα γυνή ομοία, όπως έγραφαν οι αχρείοι ημών πρόγονοι.

Η έκφραση ακραία διατύπωση του κάπως πιο εκλεπτυσμένου αποφθέγματος να μασάς κουκιά και να φτύνεις.

Παραλλαγές της εκφράσεως χρησιμοποιούνται πλέον και με ευρύτερη έννοια, περιγράφοντας οποιαδήποτε κατάσταση δεν βλέπεται.

1.- «Η καινούρια γκόμενα του Κούγια είναι γαμώ τις γαρίδες! Από σώμα σκίζει, αλλά από μάπα να μασάς σκατά και να φτύνεις...»

2.- «…η ομαδούλα και πάλι ΔΕΝ βλεπόταν. Τέτοια χάλια και χειρότερα… να μασάς σκατά και να φτύνεις!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά, όπως είναι κατανοητό, είναι το μικρό τσουτσέκι.

Είναι, επίσης, όρος που χρησιμοποιείται αποκλειστικά από αγόρια για συγκεκριμενο τύπο κοπέλας... ΟΧΙ για την άτιμη ή ανέντιμη κοπέλα, όπως πολλοί μπορεί να υποθέσουν, αλλά για την μικρή σε μέγεθος και ηλικία κορασίδα η οποία έχει εναλλακτικό ντύσιμο, είναι χαρωπή και, παραδόξως, έχει μεγάλο στήθος (αν και μικροκαμωμένη) και γενικά καλό σώμα...

Ο όρος πλέον τείνει να χρησιμοποιείται όλο και πιο πολύ για τις φοιτήτριες των ΕΑΑΚ και γενικα αριστερών παρατάξεων καθώς η πλειοψηφία των κορασίδων στις παρατάξεις αυτές ειναι σύμφώνη με τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

Ο όρος ειναι εξαρχο-γκαζιότικος (καθώς το τσουτσεκάκι συχναζει και στα 2 μέρη).

Προσοχή: O όρος δεν σημαίνει ότι η κοπέλα θα είναι άτιμη ή χαζή και τα λοιπά... (κυριολεκτικά, δεν ξέρω πώς κόλλησε).

- Τι λέει, τι έκανες χτες; Βγήκες;
- Ναι ρε, και γαμώ! Πήγα Πανόρμου και πέτυχα τη Δήμητρα μαζί με τις φίλες της... εκεί όλες κοντούλες και χαριτωμένες.... καλά πέρασα...
- Αααα... τσουτσεκοκατάσταση, δηλαδή;
- Ναι, ρε μαλάκα... Ήταν όλες τσουτσεκάκια... χορεύανε, πίνανε... χαμός... πολύ γέλιο... περάσαμε καλά... θα τους πω να βγούμε και μαζί...
- Μπα, εσύ βγαίνεις με τσουτσέκια... εγώ θέλω κοπέλα στα χρόνια μου... ανεξαρτητη... όχι φοιτητριούλα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.

Κατά τον Αντώνιο Ν. Βάλληνδα (Πάρεργα: Φιλολογικά πονημάτια 1887) σημαίνει «κώδων κακοήχως σημαίνων».

Επίσης, «το βελανίδι που μαζεύεται το φθινόπωρο» (όπως αναφέρει εδώ ο xalikoutis).

Σήμερα:

1. Όταν πρόκειται για γυναίκα,

  • σημαίνει την άσχημη γεροντοκόρη, τη χοντρή και πλαδαρή γυναίκα.
  • σήμερα χρησιμοποιείται σαν το πουτάνα και τα συναφή όπως λέει εδώ ο xalikoutis. Συνώνυμο το χαρχάλω (κατά μια έννοια).

    Όμως, αρχικά, σήμαινε τη χοντρή και πλαδαρή πουτάνα που ‘χε χρόνια στο κουρμπέτι (οπότε αφενός πεπειραμένη, αφετέρου γριά, για το λειτούργημα) στυλάκι: «κλάσε λιγάκι μωρή, να βρω το δρόμο» -ίσως εδώ(;!) να έγκειται κι η πιθανή συγγένεια με το «χαρχαλεύω».

2. Τρύπα (που εύκολα συσχετίζεται με το πουτάνα).

3. Όταν πρόκειται για κάποια μηχανή (συνήθως αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας, αλλά όχι μόνο) ουσιαστικά έχει την ίδια ακριβώς έννοια με το χάρχαλο, το χάρβαλο και (κατά μια έννοια) με το χαρχάλω με έμφαση στο ό,τι κάνει θόρυβο λόγω παλαιότητας και/ή υπερβολικής χρήσης, ενώ εννοείται πως είναι προς αντικατάσταση (που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει αλλά αναβάλλεται για οικονομικούς λόγους) γιατί είναι ξεχαρβαλωμένη, σαραβαλιασμένη.

4. 'Οταν πρόκειται για χρήματα σημαίνει

  • το εύκολο, μαύρο χρήμα που προέρχεται από διαπλοκή,
  • τη μεγάλη μάσα, το φαγοπότι μεγάλων ποσών.

    5. Η έκφραση μ’ έφαγε η χαρχάλα κατά το Λαρ’σινό Λεξ’κό σημαίνει τον ήπια, τα ‘παιξα, τα ‘φτυσα, τα είδα όλα.

6. (Στην Κρήτη, κυριολεκτικά), η σφενδόνα. Προέρχεται απ’ τη διχάλα κι αυτή απ’ το αρχαίο χαλή (χηλή) - αφιερωμένο στον xalikoutis που το ‘χε απορία εδώ.

Παρεμπιπτόντως, απ’ εδώ προέρχονται:

  • τα Κρητικά: το χαχάλι, η χαχαλόβεργα και τα Χιώτικα: το χάχαλο, ο χάλος, το χαλούνι, ο χαχάλης (το κλαδί ή το ξύλο ή σίδερο που καταλήγει σε διχάλα –το δικράνι - αλλά και το σχήμα V),
  • η Κρητική χαχαλιά (η χούφτα - και σαν μονάδα μέτρησης μικροποσοτήτων).
  1. «…Όντας όμως πρακτικός άνθρωπος, σκέφτηκε πως αν έλεγε πως παντρεύεται για την περιποίηση του ορνιθώνα του, σίγουρα θα τον εκλάμβανε (η γριά προξενήτρα) για κανέναν αγροίκο ορεσίβιο και ασφαλώς θα του φόρτωνε καμιά χαρχάλα…»

  2. «…Παραπονείται επίσης, στον έναν από τους δυο σιδηροδρομικούς …. ότι στις τουαλέτες του τρένου που πήγε πριν από λίγο να κάνει την ανάγκη της, δεν είχε νερό. Ο σιδηροδρομικός, …., το παίρνει κατάκαρδα. -Έλα εδώ μωρή καριόλα!.. Που θα μου πεις εμένα πως δεν έχει νερό το βαγόνι!.. Που δεν ξέρεις που παν τα τέσσερα, κωλόβλαχα!.. Έλα εδώ μωρή φακλάνα. Να σου δείξω εγώ αν έχει ή δεν έχει νερό το τρένο... Γιατί φεύγεις μωρή χαρχάλα; Έλα ‘δω!....»

  3. «… η ωραία κίνηση ήταν η πάσα πριν το γκολ! Εκεί που αδειάστηκε η άμυνα! Από κει και πέρα ο παίκτης ήταν ελεύθερος πια με καθαρό οπτικό πεδίο είδε την χαρχάλα που άφησε ο πορτιέρο και με ένα καλό τωόντι σουτ έγραψε…»

  4. «…Και με αυτά τα λόγια σηκώνει το μαστίγιο και το κατεβάζει πάνω στον πισινό μου. Αυτή τη φορά, το χτύπημα δίνεται έτσι ώστε η λουρίδα να χωθεί σαν φίδι ανάμεσα στα σκέλια και να προσβάλει την χαρχάλα που χάσκει ανοιχτή…»

  5. «…Ναι, υπάρχει το ταξί. Αλλά κοστίζει περισσότερο από μια κακοσυντηρημένη χαρχάλα που δυστυχώς τα ΚΤΕΟ επιτρέπουν να κυκλοφορεί….»

  6. «…Εδώ συζητιέται αν το Samsung Omnia (WM 6.1) θα είναι καλύτερο από το iPhone και θα είναι η χαρχάλα της Nokia με το «φοβερό» Symbian Touch UI καλύτερο; Χα Χα….»

  7. «…Μα η τελευταία Νομαρχιακή απόφαση του Ψωμιάδη δεν ήταν και πάλι χαρχάλα χρήμα στον εξυπνάκο μας από την καύση σκουπιδιών; έλεος πια!! …»

  8. «…Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης επί ΠΑΣΟΚ έβγαζε από τις επιτροπές 19,000€. Αυτό είναι γραμμένο σε αγωγή Πασοκτζή Προϊσταμένου που αντικαταστάθηκε τον Αύγουστο του 2004 και ζητάει αποζημίωση γιατί αντικαταστάθηκε «παράνομα» και ζημίωσε. Γι' αυτό και το μένος της κυρίας που φαίνεται ότι είχε γλυκαθεί στην χαρχάλα. Όλα τα άλλα (διδακτική εμπειρία κλπ) είναι φούμαρα για αφελείς….»

  9. «…ο “τζάμπα” λιγνίτης δυστυχώς η ευτυχώς τελείωσε για τις επόμενες γενιές. Τώρα τα κοράκια βάλαν μάτι στα υδροηλεκτρικά Αώο, Αχελώο, Αξιό κλπ. Εκεί είναι το ζουμί και η χαρχάλα….»

  10. «…Γιατί μ’ έφαγ’ η χαρχάλα μαζί σ’ πια Νάσου. 2 χρόνια μι πιλατέβεις…»

  11. «…Η χαρχάλα στην κολότσεπη μία φέτα ψωμί με ζάχαρη ή ξυσμένη ντομάτα με ρίγανη στο χέρι, δίπλα μας το αυτοσχέδιο πατίνι με ρόδες τα μεγάλα ρουλεμάν της παλιάς αλωνιστικής και μπρος για κατηφόρες, φωνάζοντας στους άδειους δρόμους και στις όμορφες γειτονιές...»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται όταν επί χρήμασι κορασίδες παρατάσσονται με ελλιπή ενδυμασία προκειμένου να τις δει ο πελάτης και αργά ή γρήγορα να επιλέξει.

Μπορεί να συμβεί λ.χ. σε πιάτσες, στο εξωτερικό και σε πραγματικές βιτρίνες (!), σε καναπέδες στριπτιτζάδικου νωρίς, αλλά πλέον κυρίως στο Ίντερνετ. Έχω την εντύπωση ότι η (μη βίρτουαλ) κρεαταγορά αυτή συμβαίνει πολύ λιγότερο στην Ελλάδα σε σύγκριση με το εξωτερικό.

- Χτες πήγα νωρίς στο Μπέιμπι Ωχ και πρόλαβα και την κρεαταγορά πριν βγουν στην γύρα για πουτό-χουρό.

Τα αρνητικά της κρεαταγοράς. (από joe909, 13/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το κάγκανος (ξερός / κατάξερος / κατάλληλος προς καύση) που είναι λέξη Ομηρική, η οποία διασώζεται στα βλάχικα (παρεμπιπτόντως «γκαγκάνι» αποκαλούν οι βλάχοι το γαϊδουράγκαθο).

«… ΠΕΡΙ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΘΗΚΑΝ ΑΥΑ ΠΑΛΑΙ ΠΕΡΙΚΗΛΑ ΝΕΟΝ ΚΕΚΕΑΣΜΕΝΑ ΧΑΛΚΩ ΚΑΙ ΔΑΙΔΑΣ ΜΕΤΕΜΙΣΓΟΝ...»
Οδύσσεια σ 309

«…ΥΠΟ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΚΕΙΤΑΙ ΩΣ ΤΟΥ ΚΑΛΑ ΡΕΕΘΡΑ ΠΥΡΙ ΦΛΕΞΕΤΟ ΖΕΕ Δ ΥΔΩΡ…» Ιλιάδα Φ 364

Γκάγκανο σημαίνει:

  1. ξερό / κατάξερο / στεγνό ξύλο / κούτσουρο / λιανόκλαδο που χρησιμοποιείται για προσάναμμα.

  2. Όταν μιλάμε για φαγητό (κυρίως ψητό κρέας): το καμένο, το υπερβολικά ψημένο, αυτό που έχει τόσο στεγνώσει απ’ το ψήσιμο που δεν τρώγεται.

  3. Το λιοπύρι, τον καύσωνα, το καταμεσήμερο καλοκαιριάτικα, το μέρος που ενώ καίει ο τόπος απ’ τη ζέστη δεν προσφέρει σκιά.

  4. Όταν μιλάμε για πρόσωπα στην έκφραση «Έχω γίνει γκάγκανο!» σημαίνει πως έχω μαυρίσει υπερβολικά από τον ήλιο / την ηλιοθεραπεία, έχω γίνει κατάμαυρος / αράπης (, βλ σχόλια των Bubis, Ο ΑΛΛΟΣ).

  5. Σαν βρισιά με την έννοια του κούτσουρου σημαίνει: βλάκας, χαζός, αλλά χρησιμοποιείται παρομοίως και σαν ουσιαστικό με την έννοια της βλακείας, της λόξας, της ιδιοτροπίας.

  6. Το αρσενικό, γκάγκανος, εκτός από το κατάμαυρος (υπάρχουν και τα μαυρογκάγκανος και καραγκάγκανος, υπερ-υπερθετικός) εκτοξεύεται υποτιμητικά σαν χλεύη ή και βρισιά προς μαυριδερούς ή και μαύρους, οπότε και είναι καθαρά ρατσιστικό και σημαίνει όλα όσα υποτιμητικά αποδίδονται σε μαύρους και γύφτους από τους ντεμέκ ανώτερους λευκούς (πχ. βρώμικος, μπασκλασαρία, ανίκανος).

Προσοχή: το θηλυκό με την έννοια «μαυρισμένη» καλύπτεται από το γκάγκανο.

  1. Η γκαγκάνα σαν λέξη υπάρχει και σημαίνει:
  • το σαγόνι (κυριολεκτικά ζώου, αλλά και για άτομα με ασυνήθιστα μεγάλη γνάθο),
  • τη μεγάλη γαμψή μύτη,
  • το μεγάλο κεφάλι,
  • την πολύ ψηλή και άχαρη / άσχημη γυναίκα.

    1. Το ρήμα γκαγκανιάζω σημαίνει εκτός από «μαυρίζω» (μπορεί κι απ’ το κακό μου) και ξεραίνομαι / σταφιδιάζω / στεγνώνω από τη δίψα.
  1. - Τι ‘ναι αυτό το γκάγκανο μωρή; - Σουβλάκι. - Να το βάλεις ξανά στον πάτο σου. Γαμώ το σενιάν μου, γαμώ.

  2. Το άμοιρο το ζωντανό είναι δεμένο εκεί, στο γκάγκανο παρατημένο.

  3. - Μωρή, βάλε ταν-ταν κι έχεις γίνει γκάγκανο!! - Μωρό μου, πόσο με νοιάζεσαι!! Χύσε λίγο πάνω μου που με φτιάχνει. Έεελαα!! Ξες εσύ!!

5α. – Μπλα, μπλα, μπλα, … μπλι, μπλα, μπλο… – Σκάσε πια βρε γκάγκανο!!! Μας έπρηξες τ’ αρχίδια.

5β. ...Ποτέ δεν είχα το γκάγκανο να μετράω τα posts μου. Τελευταία όμως με έχει πιάσει συγγραφικός οίστρος… (από μπλογκ)

  1. …Μην ακούω για Γκοβού και Μπουμσόνγκ. Για τα μπάζα κι οι δύο τους. Μισό Σαλπι δεν κάνει ο γκάγκανος ο Γκοβού κι όσο για τον κίλερ, πιο σοφτ κι από βούτυρο είναι…» (από μπλογκ)

7β. – Είδες τη γκαγκάνα της; - Πρώτ’ αυτή έστριψε τη γωνία κι έπειτα η υπόλοιπη Σούλα. - Γουστάρησα ξαφνικά Αλμοδόβαρ. - Αν δε γούσταρα τη Ρόσσυ θα ‘λεγα πως τουκανίζεις.

  1. – Σιγά, θα νταλακιάσεις!! - Άσε ρε και γκαγκανιάσαμε τόσες ώρες στη βάρκα. - Καλά, γιατί, δεν είχατε νερό; - Το μαλάκα τον Χρήστο ρώτα, που πήρε τσίπουρο αντί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified