Further tags

Η κοπέλα, που είτε συχνάζει είτε όχι στην περιοχή απ' όπου προέρχεται κ το λήμμα (Μπουρνάζι), φέρει τα εξής χαρακτηριστικά: μαλλί ντεκαπαρισμένο ως τη ρίζα, μακιγιάζ σαν τσίρκο του Πεκίνου (π.χ. φούξια κραγιόν, φιστικί σκιά), στράπλες ή τιραντέ τοπάκι για προφανή επίδειξη του (μεγάλου ή άνω του μετρίου συνήθως) μπούστου, φουστίτσα σούπερ-μίνι ή οποιοσδήποτε άλλος κακόγουστος συνδυασμός (π.χ. σορτσάκι γυναικείο με μπότα, καλσόν χοντρό με γόβα-στιλέτο), καθώς και αξεσουάρ που σε λάμψη και μπιχλιμπίδι ξεπερνούν ακόμα και το παλάτι του χαλίφη του Μπαχρέιν.

Ο εν λόγω τύπος κοριτσιού, ακούει μέινστριμ r&b και Πέγκυ Ζήνα, πίνει φρεντοτσίνο (ή όποιον άλλο μυστήριο τύπο καφέ λανσάρεται στη μόδα) και έλκεται από δύο τύπους ανδρών: α) κάγκουρες (εαν η μπουρναζογκόμενα μας είναι μικρή σχετικά σε ηλικία) και β) σφίχτες (όταν είναι κάπως πιο μεγάλη).

Προσοχή! ο τύπος αυτός γυναικών δεν προέρχεται από την περιοχή που αναφέρεται στο συνθετικό του τίτλου τους, απλά το μέρος χρησιμοποιείται σαν σημείο αναφοράς, λόγω της μακρόχρονης παράδοσης στον τρόπο διασκέδασης που έλκει τα συγκεκριμένα άτομα.

– Πολύ μωρό αυτή η Βιβή, ε...;
– Έλα ρε μαλάκα, σύνελθε! Η μπουρναζογκόμενα;;;

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουζουκογκόμενα καλείται η συνηθισμένη γκόμενα που:

  • Νυχτοπερπατά σε όλους τους χώρους άνευ εξαίρεσης όπου κυκλοφορούν αμάξια τύπου Mercedes, αγωνιστικά και γενικά μουράτα.
  • Το μαλλί είναι σταθερά ντεκαπαρισμένο με καμένες τούφες από το πολύ πιστολάκι και τις πάρε να 'χεις βαφές ή extreme ανταύγειες.
  • Δεν κυκλοφορεί ποτέ χωρίς το make-up της ή το φρουτένιο lip της.
  • Ακόμα και το πρωί μπορεί να την πετύχεις με γόβα-πίπτω και με μαλλί που να μην έχει ξεφύγει ούτε τρίχα από το πιστολάκι.
  • Δεν ξέρει ποτέ απ' έξω τον αριθμό του κινητού της.
  • Τα μπλουζάκια της είναι σχεδόν όλα έτσι ώστε να αφήνουν ένα σημείο hot για εκείνη τουλάχιστον ακάλυπτο.

Πάντα όμως υπάρχουν και οι μπουζουκογκόμενες high-classάτες. Αυτές που:

  • θα κρατήσουν την Louis Vuitton τους αλλά το μαλλί θα παραμένει καμένο και το νύχι σταθερά επιμηκυμένο.
  • Χρησιμοποιούν φράσεις όπως: ρε μωρό, ρε συ, ρε κοίτα τι αμάξι έχει, αχ σταμάτα (ακόμα κι αν τίποτα δεν έχει αρχίσει αυτές το θεωρούν πολύ σέξυ).
  • Οι σχέσεις τους διαρκούν ένα μήνα το πολύ.
  • Κάθε Σάββατο πηγαίνουν σε club ή μπουζούκια και ακούνε γενικά Σάκη, μπουζουκοτράγουδα, ενώ αν τις ρωτήσεις τι είναι έντεχνο θα σου πουν όλες Χατζηγιάννης.
  • Τρελαίνονται για άντρες που φορούν mocassinia με φόρμες (έλεος), πουκάμισο οπωσδήποτε λίγο ανοιχτό το βράδυ και αρκετά τζελαρισμένοι.
  • Έχουν κάψει αρκετά έως πολλά εγκεφαλικά κύτταρα με το να διαβάζουν Cosmopolitan και να τα μαθαίνουν απ' έξω μέχρι να έρθει ο κατάλληλος για να τα εφαρμόσουν.

Ενώ ο όρος χρησιμοποιείται και για τα σκυλιά, η μπουζουκογκόμενα έχει μία πιο προσεγμένη εμφάνιση.

– Αχ ρε συ κοίτα ένα αμάξι!
– Λες να πηγαίνει στο club που πάμε;
– Σκέφτεσαι;
– Αχ σταμάτααα! Λες να μου την πέσει;
– Αυτός που το οδηγεί ή το αμάξι;
– Ε;!

(Διάλογος μπουζουκογκoμενών)

Βλ. και μπουζουκομούνι καθώς και -μούνα, -γκόμενα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετωνυμία, εκ του παλαιού ιχθυοποιού (sic) Φαίδωνος, που δηλώνει τον καθηλωμένον άνδρα σε σεβεντίστικα πρότυπα, ιδίως στο άνοιγμα των κουμπιών του πουκαμίσου μέχρι τον αφαλό, για να φαίνεται το θυσανωτόν τρίχωμα, όπου υποφώσκει και χρυσή καδένα (ασορτί με την καρδιά του φέροντος). Επί 80’ετίας διανθίσθηκε με πακέτο «μάλμπορο», τυλιγμένο στο ανασκουμπωμένο μανίκι της πουκαμίσας ή σφιγμένο στο μαγιώ, τσόκαρο «γάτα με πέταλα», ανώνυμο γυαλί ηλίου και ψάθινο καου-μπόικο…

Λέγεται και τραβόλτας ο τύπος, ενώ ο βιρτουόζος Ζώρζ Πιλαλί, υπήρξε και ο πρώτος που γιουχάισε μουσικώς και στυλιστικώς το φαινόμενον.

Πρόκειται λοιπόν για μια εκ της σειράς μετωνυμιών, που αποδίδουν σε διάφορους σελεμπριτέους, ορισμένην ιδιότητα, όπως:

  • Γκιζίκης, για τον φέροντα χουντικό γυαλί.
  • Πάρλας, γι' αυτόν-ήν που έχει κύκλους στα μάτια,
  • Ντεμιρέλ, που έχει προκοίλι ετοιμόγεννης,
  • Γκιζέλα Ντάλι, για χαζο-ξανθιά λατέρνα (σε προκεχωρημένη ηλικία προτιμάται ο όρος «η θεία μου η χίππισσα»),
  • Παναγιωταρέα / Κούβελας, για γκριζομάλλη-α, με κούπ μέςς, που αφήνει τεχνηέντως κατάλευκο τσουλούφι,
  • Μονσελλάς, για τον μπακουρέο απάλευτο μακρυμάλλη άνω των 40, που μυρίζει ναφθαλίνη (εκ της πολύκροτης υπόθεσης συμμετοχής σε αυτοκτονία),
  • Καζαντζίδης, για τον κλαψομούνης μεμψίμοιρο,
  • Ιάσονας / Μουρατίδης, για το νεάζοντα και καλλιτεχνίζοντα μεσόκοπο πουσταράκο,
  • Σουγκλάκος, για τον βαράο,
  • Χριστός, γι'αυτόν-ήν που δεν κλείνει την πόρτα πίσω του (διότι γεννήθηκε κατά τα φαινόμενα σε φάτνη, όπως ο Κύριος),
  • Αρτέμης Μάτσας / Δήμος Σταρένιος, για τον γλοιώδη σπιούνο,
  • Μπαρμπα-Γιώργος, για τον καράβλαχο,
  • Ντρογκμπά, για το μαύρο που πουλάει σι-ντι και
  • (για να μη μείνουν 13=γρουσουζιά) Καΐλας, για τον αναξιοπαθούντα πτωχό-πλην-τίμιο δουλευταρά

    και άπειρα άλλα, αφού της επινοητικότητος ουκ έσται τέλος...

- Κλείσε κανά κουμπί, θα πουντιάσεις ρε Γεωργίτση!
- Τι ξέρεις εσύ από μόστρα ρε λεκέ;

Χρήστος Πάρλας (από Khan, 26/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, ειναι μια ευφάνταστη καρναβαλική αμφίεση (δες φωτό) που σκέφτηκε κάποιο τσικλίκι και κατάφερε πολυ πετυχημένα να συνδυάσει τον Νίκο Γκάλη με τον 'Αλις Κούπερ.

Μεταφορικά, γκάλης κούπερ μπορεί να χαρακτηριστεί κάποιος απο αυτούς τους σαρανταπεντάρηδες που εξακολουθούν να παίζουν ακόμα μπάσκετ και να πιάνουν για ώρες το γηπεδάκι της γειτονιάς κάνοντας ολντ φάσιον φιγούρες εμπνευσμενες απο τον Γκάλη (σπάσιμο όχι στον αέρα αλλα στο έδαφος), κηρύττοντας το ήθος στους νέους συμπαίκτες (μη βρίζετε παιδιά μου, εμείς είχαμε ήθος στα νιάτα μας), και έχοντας στυλιστικό ντρες κόουντ εμπνευσμένο από τα '80ς (παπούτσια στράικ, σταράκια, κορδέλες στα μαλλιά, μάλλινες φανέλες του Μίλωνα ή του Σπόρτινγκ για να ψαρώνουν οι νιούφηδες)

Πας όλο αγωνία στο γηπεδάκι για μπάσκετ και πάλι το γήπεδο είναι πιασμένο απο ΑΥΤΟΥΣ.

- Ψηλέ, πα' να φύγουμε.
- Κάτσε ρε να τους δούμε, έχουν χαβαλέ.
- Ωχ τι κάνει, ρε μαλάκα, αυτός με τα στράικ, σπάσιμο στο έδαφος;
- Θεός ρε, γκάλης κούπερ...

(από kapetank, 24/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που ειπώθηκε προ καιρού από γνωστό μόδιστρο, με σκοπό να χαρακτηρίσει κοπέλα η οποία είχε ντυθεί λες και είχε μετωπική με την ντουλάπα του Φλωρινιώτη.

Νομίζω το παράδειγμα περιττεύει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γενεσιουργός αιτία πολλών κιτς θεαμάτων στο δρόμο.

Η σύγκρουση με την ντουλάπα του εν λόγω αοιδού είναι η μόνη λογική εξήγηση για τις ενδυματολογικές προτιμήσεις αρκετών συνανθρώπων μας. Τουτέστιν, όταν συναντάμε στο δρόμο κάποιον με καπέλο με φτερά, κολλαριστό παντελόνι με τσάκιση, τύπου καμπάνα, φούξια πουκάμισο και σακάκι με γαλάζιες πούλιες, τότε καταλαβαίνουμε πως ήρθε σε σύγκρουση με την περί ης ο λόγος γκαρνταρόμπα.

- Καλέ! Φούξια γόβες με εμπριμέ εσάρπα φοράει! Αμ τις πούλιες που τις πας;
- Την καημένη... Μετωπική με την ντουλάπα του Φλωρινιώτη θα 'χε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπλουζάκι Αλέφαντος: Το μπλουζάκι Αλέφαντος είναι συνήθως ριγέ, μπλε με κόκκινο, αν και απαντάται και σε άλλους συνδυασμούς και φέρει γιακαδάκι.

Ουσιαστικά πρόκειται για μπλουζάκι τύπου Polo μόνο που είναι αγορασμένο από τη λαϊκή Ταμπουρίων.

Έχει την τιμή να φέρει το όνομα του σπουδαίου κόουτς μια και ο ίδιος τα τιμά κατά κόρον.

Τα φορούν άνδρες που έχουν πατήσει τα -ήντα και που στριμώχνονται στα τρόλεϊ.

- Και μου δίνει μια ο γερομπισμπίκης με το μπλουζάκι Αλέφαντος και τα ψώνια από το «Γαλαξία», κόντεψα να πέσω χάμω.
- Του λέω «τι κάνεις ρε κωλόγερε»;, ήθελε να χτυπήσει το εισιτήριό του.

(από Khan, 27/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπορεί απλά να χρησιμοποιηθεί εκ περιτροπής με το γαμόπουστας.

Η περιγραφική του μαγεία ωστόσο αναδεικνύεται όταν το εν λόγω άτομο έχει φαντεζί και συνάμα μάγκικο ντύσιμο, δε στη δίνει κατ' ευθείαν στα νεύρα και έχεις το χρόνο να το περιεργαστείς σχεδόν ψύχραιμα, αυτός είναι ο γαμόσταυρος.

-Κοίτα το αγόρι· σχισμένο τζινάκι, πουκάμισο, αμάνικο μπουφάν και αλυσίδα...
-Ευτυχώς φόρεσε σαγιονάρα και το 'σωσε λίγο.
-Γαμόσταυρος νέος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στον ποδοσφαιριστή ο οποίος ασχολείται περισσότερο με την εξωτερική του εμφάνιση παρά με την μπάλα.

- Κώστα που ήσουνα ο αγώνας έχει αρχίσει εδώ και δέκα λεπτά.
- Είχα πάει στον Τρύφωνα να μου κάνει το μαλλί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι και ένας σύντομος και πιο βολικός τρόπος να πεις για κάποιον ότι είναι κλαρινογαμπρός, χωρίς να προσφύγεις στο αγγλότροπο κλάριν.

Κλαρίνον το κυριολεκτικόν

Κλαρινογαμπρός ως γνωστόν είναι ο ποζεράς που αγρεύει γκόμενες ή που απλώς εκθέτει με ποζεράδικο τρόπο τα κάλλη του για να τον αγρεύσουν αυτές, κάνοντας διάφορες εμφανισιακές καγκουριές, όπως λ.χ. τατουάζ μανίκια, κουρέματα όπου τα μαλλιά είναι ξυρισμένα στα πλάγια και φουντωτά πάνω με διάφορες φράντζες, γραμμωμένο σώμα με εξαπάκετο, μπλούζες με V για να φαίνονται οι γυμνασμένοι μύες του στήθους, μούσι Λεωνίδας, πατούμενα με αερόσολες κ.ο.κ. Τώρα που αβέλει λατσοτέμπα, κυκλοφορούν και ως κλαρινοπαραλίες, όπου μπορούν να επιδείξουν ακόμη πιο ευχερώς τους μύες και την body art των τατουάζ τους (έως και ταπετσαρία) μαζί με ποζεράδικα μαγιό και σανδάλια.

Κλαρίνα κατά Μikeius

  1. min akouw kagkoures na lene oti eimai klarino ta pairnw!! (Εδώ).
  2. Πούτσες; Τις παιζω στα δαχτυλα τις πουτσες. Ζούμε σε μια κοινωνία γεμάτη παράσιτα. Κάγκουρες, σκατοκέφαλοι, κλαρίνα, χαζογκόμενες, λατέρνες, φιλενάδες, σιχαμένοι χίπστερς κτλ προκαλούν εμετό στα μάτια, τα αυτιά και το στομάχι μας. Ταυτόχρονα. Και επειδή λύση στον ορίζοντα δεν βλέπουμε, πρέπει να κάνουμε κάτι από μόνοι μας γι’ αυτό. (Λίγα λόγια για μας. Η χούντα μας).
  3. αυτές είναι μηχανές! όχι αυτές της αηδίες που καβαλάτε! παλιό κλαρίνα ! (Εδώ).

Κλαρινορονάλντο με ένα σχετικό τζέντερ μπλέντερ που επιτάσσει το Τζιναβονήσι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified