Further tags

Στην ναυτιλία, το χοντρό σχοινί, παλαμάρι(του γνωστού λεμβούχου), με το οποίο δένονται τα πλοία στις μπίντες του ντόκου. Στην Καλαμάτα καλείται «σουλάτσο», από το γλίστρημα στα όκια.

Μεταφορικώς, είναι το κορδονάκι, το οποίον βυθίζεται γλυκά ανάμεσα εις τους γλουτούς από το στρινγκ, κωλοκόρδι, τάνγκα, thong, κουραδοκόφτης κλπ, που φορεί μια ευτραφής γκόμενα στην παραλία ή διαφαίνεται μέσα από τρανσπαράν φούστα (αίσχος !), δεδομένου ότι το κορδονάκι αυτό, είναι αναγκαστικώς χονδρό κατ' αναλογία...

- Άλα της στρινγκάκι η φακλάνα!

- Τι στρινγκάκι ρε μαλάκα! Αυτό είναι κάβος! Μου φαίνεται θα κόψω το κρέας και θα το ρίξω στα όσπρια ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικός χαρακτηρισμός παλιομοδίτικων (50'ς-60'ς) γυαλιών ηλίου ή οράσεως, με βαρύ κοκάλινο σκελετό, σκούρου χρώματος, τα οποία μέχρι πρότινος φορούσαν οι μπαρμπάδες αλλά (φεύ!) ξανάρθανε στη μόδα.

Τα φορούσαν πλείστοι κομπάρσοι του παλιού ελληνικού σινεμά, κυρίως σε ρόλους δικαστικών, πρακτόρων ή γιατρών.

Κλασσικό παράδειγμα, τα γυαλιά του στρατηγού της χούντας Φαίδωνος Γκιζίκη, που όρκισε τον Καραμανλή, όταν επέστρεψε το '74.

- Κοίτα ένα μωρό! Αμάν τσολιά μου!
- Ποιά, αυτή με το χουντικό γυαλί; Σε λίγο θα πεταχτεί από καμιά γωνιά κι ο Κούρκουλος να λύσει το μυστήριο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ένα πολύ χρήσιμο αξεσουάρ. Το φέρουν κατά την διάρκεια της ημέρας όλες οι γυναίκες, ανεξαρτήτως ηλικίας, όχι μόνο για να προστατευθούν από τις βλαβερές ακτίνες του ηλίου, αλλά για να μας εμποδίσουν να ξεχωρίσουμε την φύρα απο το σιτάρι. Κατά Παπαζέκα, μπαζοκρύφτης είναι τα μεγάλα γυαλιά που κρύβουν το πρόσωπο σάπιας γκόμενας.

Ρε συ, ωραίο γκομενάκι αυτό εε;
– Ναι, κάτσε μη βγάλει τον μπαζοκρύφτη και τρομάξουμε.

Τι έχει να πει ο Παπαζέκας;  (από poniroskylo, 01/08/09)

Από το μπάζο και κρύβω.

βλ. και μυγόφτυμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαν νεκροφόρες είναι γνωστά τα οχήματα τύπου στέισον-βάγκον (αν είστε γερμανομαθής), στέισον-γουάγκον (αν είστε αγγλομαθής) ή στέισον-βάγγων (αν γνωρίζετε πολλούς Βαγγέληδες και όλοι είναι... στέισον). Ο λόγος θρυλείται πως είναι επειδή συνήθως αυτοί που επέλεγαν να αγοράσουν τον συγκεκριμένο τύπο αυτοκινήτου ήταν σκυθρωποί, αρρωστιάρικα λευκοί, νωθροί, με καμιά θέληση για ζωή. Αλλά επειδή η απόδειξη του παραπάνω ισχυρισμού είναι εξεφτελιστικά έως και βλακωδώς δύσκολη θα συμφωνήσω με αυτούς που ισχυρίζονται ότι το σχήμα είναι που μετράει.

Με τα πολλά μέτρα μήκους αυτών των αυτοκινήτων, που χωράνε άνετα έναν ξαπλωμένο άνθρωπο που κοιμάται και μένει και χώρος για δύο θεσούλες μπροστά, το ιδιόρρυθμο σχήμα τους και γενικά την ομοιότητά τους με τις «κανονικές» νεκροφόρες έχουν κερδίσει επάξια αυτόν τον χαρακτηρισμό. Το πολύ γέλιο έρχεται όταν αποκαλείται οδηγός τέτοιου οχήματος κοράκι και το ακόμη περισσότερο όταν ο οδηγός έχει τρομερές οδηγικές ικανότητες μόνο όταν οδηγεί ποδήλατο με βοηθητικές για να δει και να μάθει ο γιόκας/ανιψάκι του και κάθε φορά που βγαίνει στο δρόμο «ψάχνει για πελάτες».

- Τάκη να περάσω να σε πάρω να πάμε για κανά μπανάκι;
- Τι, με το δικό σου θα πάμε;
- Ναι ρε, γιατί;
- Ε τι γιατί ρε, κάθε φορά που μπαίνω στη νεκροφόρα σου με πάει αίμα! Κάνω περίεργους συνειρμούς!
- Βρε αδερφάκι μου δεν τρώγεσαι πια... Κάτσε εσύ πίσω να βάλω το Μαράκι μπροστά, δέσε ζώνες, δάγκωσε την ταυτότητά σου και πάμε.
- Νεκροφόρα, πίσω θέση, μαραθώνιος ταινιών «Βλέπω το Θάνατό Σου» χτες βράδυ. Για εξομολόγηση και μετάληψη θα με στείλεις παλιοκοράκι! Τέλος πάντων, αφού θα έχεις τη νεκροφόρα να πάρουμε και τη βάρκα. Σε ποια παραλία θα πάμε;
- Στη Βουλιαγμένη λέω.
- ...

Got a better definition? Add it!

Published

Σε μπεζάκι, εις την Λαρισαϊκήν.

Ανήκει στην μεγάλη κατηγορία εκφράσεων που ξεκίνησαν ως ανέκδοτα αλλά τελικά σλανγκαυτονομήθηκαν.

Βλ. επίσης: Δεν μας χέζεις εσύ κι ο γρύλος σου, παιδιά να οργανωθούμε, μιλάς με γρίφους, γέροντα κ.α.

  1. Το ορίτζιναλ ανέκδοτο:

Ένας Λαρισαίος επισκέπτεται μια αντιπροσωπία τουτού στην Αθήνα:
- Χαίρετε, πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω; - Ψάχνου για αυτοκίνητο που να 'χει αερουσάκου, ΑΒS, MP3, και να 'ναι σιμπιζάκι. - Σιμπιζάκι; Δυστυχώς όχι, έχω όμως ένα εξαιρετικό Ibizaκι με τις προδιαγραφές αυτές…
- Τότε δεν μ’ καν....
Πάει σε άλλο μαγαζί. - Γεια σας, τι θα θέλατε;
- Ένα αυτοκίνητο που να 'χει αερουσάκου, ΑΒS, MP3, και να 'ναι σιμπιζάκι. - Ξέρετε, τέτοιο πράγμα δεν υπάρχει. Ό,τι βλέπετε
Τελικά επιστρέφει αποκαρδιωμένος στην Λάρσα και πάει στην μάντρα της γειτονιάς του.
- Ένα αυτοκίνητο που να 'χει αερουσάκου, ΑΒS, MP3, και να 'ναι σιμπιζάκι. - Μωρ’ κι σιμπιζάκι έχει και σι κοκκινάκι κι ότι τραβάει η ψυχούλα σ’ έχει!

2.- ιμίαιμα πανέμορφα κουταβάκια περίπου 40 ημερών χαρίζονται. Παράδοση κατ'οίκον στην περιοχή Θεσσαλονίκης. Ή ελάτε να διαλέξετε. Ένα από τα κουταβάκια, το μοναδικό σε σιμπιζάκι χρώμα, θα φιλοξενήσω εγώ στο σπίτι. Θαυμάστε το μετά από ένα μπανάκι...
(από εδώ)

  1. - Ο Λευκος Πύργος ναι είναι ακομαι σιμπιζάκι... κατι άκουσα ότι θα τον βάψουν μολις τελειώσει το μετρο...
    (από εδώ)

  2. - Μιλάμε γα πολύ γέλιο σε σχέση πάντα με το μύθο που κυκλοφορεί. Λες και ήταν σύναξη καθηγητών για σεμινάριο Δια Βίου Εκπαίδευσης. O κόσμος είχε πιά περάσει στον Βινγκεστάιν και αυτή ακόμα προσπαθούσαν να εξηγήσουν τα προβλήματα με Καρτέσιο. Ηταν δε χαρτόδετα σε σιμπιζάκι. Ουτε καν δερματόδετα οι καρμίρηδες.
    (για συνάντα της λέσχης Bilderberg, από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τα περίεργα αυτά παπούτσια (από σανδάλια μέχρι μπότες) που οφείλουν την ονομασία τους στην τεράστια σόλα τους, την μονοκόμματη, άκαμπτη και πολύ μεγάλου πάχους, που θυμίζει την μη σλανγκ πλατφόρμα (εξέδρα, αποβάθρα κλπ), δηλ. ένα τεράστιο επίπεδο, τσιμεντένιο, βαρύ κι ασήκωτο μονομπλόκ.

Τα παπούτσια πλατφόρμες έχουν ιδιαίτερη ιστορία. Η πρώτη τους μορφή έσκασε μύτη στα αρχαία ελληνικά χρόνια (κόθορνοι), χρησιμοποιήθηκαν κατόπιν στην Βενετία τον 16ο αιώνα όπου έφτασαν μέχρι τα 60 εκατοστά περικαλώ, υπάρχουν και σε άλλους πολιτισμούς εξαπανέκαθεν (Ιαπωνία, Κίνα, αρχαία Ρώμη) και επανήλθαν στην Ευρώπη τον 18ο αιώνα. Από τότε όλο και ξαναβγαίνανε στη μόδα, μέχρι που, η δεκαετία του 70, με την γενιά των λουλουδιών, τα κατέστησε σύμβολο της χειραφετημένης γυναίκας («Giovanni, scrive puttana», βλ. σχόλια εδώ) και των γκλαμ ροκ αστέρων ή άλλων (David Bowie, KISS, Elton John, Marilyn Manson, Spice Girls, Prince).

Το υλικό κατασκευής της πλατφόρμας είναι από φελλό (ω μνήμες...), ξύλο, πλαστικό.

από Βίκυ, εδώ και εδώ

Ακολουθεί υποκειμενικός ορισμός...

Όπως λέει και ένας φίλτατος συσλανγκιστής που δεν θέλησε να αποκαλυφθεί: «Δεν ανέλαβες λήμμα. Ανέλαβες την θανατική καταδίκη της πίστης σου στην ύπαρξη κόσμου πέρα από τα φαινόμενα...»

Ο δε νονός του λήμματος, Πάτσης, έφη: «Είδος γυναικείου παπουτσιού. Λήμμα που δεν προσφέρεται για πολλά αστεράκια, επομένως ζητείται κατά προτίμηση σλανγκίστρια με ισχυρό αίσθημα καθήκοντος και αυταπάρνηση».

Ναι, δεν ήταν όμως μόνο θέμα καθήκοντος και αυταπάρνησης, κυρίες και κύριοι. Είναι ότι η υποφαινομένη γεννήθηκε την εποχή τής πλατφόρμας (ε, κει κοντά). Είναι ότι πρωτο-είδε με τα μάτια της τον κόσμο μέσα από το φριχτό φελλένιο πέδιλο της μαμάς τού παιδικού της φίλου, πρώτα το παπούτσι και μετά η μαμά, αυτομάτως χαρακτηρίστηκε η μαμά τού μικρού Νικόλα (ναι έτσι τονε λέγανε) στο μυαλό τής υποφαινομένης ως κάτι το μη πρέπον, δεν υπήρχαν ακόμα όλα τα λόγια σε κείνη την ηλικία βλέπετε, δεν υπήρχε το σλανγκρ αγαπητοί, δεν ήταν ζωή αυτή, πώς να μιλήσεις και να πεις τι νιώθεις για το πατούμενο αυτό και τα όλα όσα έφερε πάνω του...

Η μοίρα του καημένου του Νικόλα ήταν προδιαγεγραμμένη και το φελλένιο αυτό πράμα τον κλώτσησε μακριά μια μέρα και τον πέταξε στις αγκαλιές των παππούδων του γιατί και ο πατέρας είχε πάει για τσιγάρα - και η υποφαινομένη έχασε τον παιδικό της φίλο, όλ' αυτά για ένα παπούτσι, για μία πλατφόρμα.

Και μετά το πράμα ξεχάστηκε και ξαφνικά ήρθαν τα ενενήντας και νά 'σου πάλι το παπούτσι αυτό στις βιτρίνες...

Και μετά ήρθε το σλανγκρ και η επιταγή του νονού-Πάτση. Πώς να μην αναλάβω λοιπόν αυτή την παιδική εικόνα... Κι απ' ό,τι ψυχανεμίζομαι, πολλούς στιγμάτισε η πλατφόρμα. Και τους φέροντες αυτήν και τους υποφέροντες (από) αυτήν.

- Μωρό μου, δες τι παπούτσια αγόρασα σήμερα... Πλατφόρμεεεεεεεες, γιές! Ξαναγίνανε της μόδας!!!!!!
- (ΓΚΝΤΟΥΠ!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τα παιδικά σας ίσως έτη, ενθυμούσται τον Πιρικόγκο ως την προσωποποίηση του μικρού και άτακτου παιδός. Πλέον ούτη λέξη υποδηλοί τον έχοντα μικρόν πέοντα, ήτοι μικροτσούτσουνον, ή το μικροσκοπικό-ατροφικό-αδύναμο πέος αυτό καθ' αυτό. Ίσως, λέγω, να προέρχεται παρά της νοηματικής συνδέσεως του μικρού τε και αδυνάμου παιδός μετά του μικρού και αδυνάμου πέοντος. Αίσχος και πάλι αίσχος!

Δεγαμίων: «Ω Φαίδων, ύστερον από την έντονη σεξουαλικήν επαφήν μετά της Ευτέρπης, κοινώς ξεσκίδι, ήκουσόν την να λέγει εις το τηλέφωνο κάτι περί... κόνγκου ή Κονγκού. Θα μεταναστεύσει;»

Φαίδων: «Εμμμ... μήπως μάλλον ήκουσες περί... πιρικόνγκου;»

Δεγαμίων: «Αληθώς!»

Φαίδων: «Ωχ... πως να το πω κομψά... το εσώρουχό σου αντιμετωπίζει το φόβο του κενού!»

Δεγαμίων: «Ααααααα...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πορνείο, το χαμαιτυπείο, το βιζιτάδικο, ο οίκος απώλειας και ανοχής, ο τελικός προορισμός της κάθε μπουρδελότσαρκας, το ευαγές ίδρυμα όπου ο μπουρδελάρχης υπενοικιάζει στον μπουρδελιάρη (υπό το φευγαλέο βλέμμα του περαστικού μπουρδελοξεπόρτη) τις υπηρεσίας ενός ξεμπούρδου καραπουταναριού πάνω σε μια λεκιασμένη μπαρόκ μπουρδελιάστρα με υπόκρουση στην καλύτερη περίπτωση μπουρδελέ γαμωτζάζ.

Μεταφορικά, το αχούρι (βλ. τριμπούρδελο, σαν μπουρδέλο σε μετακόμιση).

Εκ του μπορντέλο < ιταλ. bordello < γαλλ. bordel < φραγκικό borde (σανίδα).

το 1980, ολη η Ελλάδα ήτανε γεμάτη όμορφα κ με καμία σχέση με το τώρα μπουρδέλα...
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερμέγεθες ανδρικό γεννητικό όργανο.

Προφάνουσλυ ο όρος προέρχεται από το μοντέλο Hayabusa της Suzuki, που αποτελεί τη ναυαρχίδα της εν λόγω φίρμας με πάνω από 1300 cc.

  1. - Χθες με «τάισε» ο Μπάμπης.
    - Πώς ήταν;
    - Χαγιαπούτσα! Τι να σου λέω· δεν μπορώ να πάρω τα πόδια μου...

  2. Ρε συ, είδα το παπάρι του Άγγελου στα αποδυτήρια. Πω, ρε μαλάκα! Τι χαγιαπούτσας είναι αυτός;

Ναυ-αρχίδα (από panos1962, 28/10/09)Suzuki Hayabusa (από panos1962, 29/10/09)Χαγιαπούτσας (από panos1962, 30/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το ρούχο το εξεζητημένο, το πολύ έξαλλο, ή και το πολύ αποκαλυπτικό. Το ρούχο που, τεσπα, δεν συνηθίζεται στην παρέα ή στον κύκλο αυτού που το φοράει, π.χ. αν σε μια παρέα φοιτητριών της αρχιτεκτονικής που ανήκουν κυρίως στον αντιεξουσιαστικό χώρο, εμφανιστεί μέλος της παρέας με φούστα Dolce & Gabbana, δικαίως την υποδέχονται: «καβλώς την Αλέκα με το παπαρεό».

  1. Μαλάκα, πήγα χθες στη Μαίρη που με είχε τραπέζι και φόραγε ένα παπαρεό, αν είστε πέντε φύγετε κι ελάτε μ' άλλους δέκα. Μου βγήκαν τα μάτια σου λέω!

  2. Τι παπαρεό φοράει, ρε συ, ο Σόμπολος; Θα μας τρελάνει ο τύπος!

  3. Πάρε την ξεφωνημένη, παπαρεό που φοράει!

Η Μαίρη (από panos1962, 01/11/09)Πάνος Σόμπολος (από panos1962, 01/11/09)Ξεφωνημένη με παπαρεό (από panos1962, 01/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified