Πολύ άσχημη γυναίκα. Σε πιο χυδαία μορφή, να μασάς σκατά και να φτύνεις.
Παναγία μου, η Παρθενόπη δεν βλέπεται! Είναι να μασάς κουκιά και να φτύνεις!
Πολύ άσχημη γυναίκα. Σε πιο χυδαία μορφή, να μασάς σκατά και να φτύνεις.
Παναγία μου, η Παρθενόπη δεν βλέπεται! Είναι να μασάς κουκιά και να φτύνεις!
Got a better definition? Add it!
Χαμηλοκάβαλο παντελόνι που αποκαλύπτει την κορυφογραμμή του κώλου, κατά το ντεκολτέ.
Βλ. και κερματοδέκτης.
- Ήρθε η άνοιξη και τα πιπίνια βάλαν τα ξεκωλτέ!
Got a better definition? Add it!
Οι έτοιμοι, εφεδρικοί και κατεστημένοι συνδυασμοί ρούχων της γυναικείας γκαρνταρόμπας.
Οι «στολές», σωτήρια κατάληξη του γυναικείου ενδυματολογικού αδιέξοδου, υπάρχουν πάντα κρυμμένες, όχι μέσα στο ντουλάπι, αλλά στο μη αυτοκαταστροφικό τμήμα του ασυνειδήτου της γυναικείας ψυχής (υπάρχει και τέτοιο. Ένδον σκάπτε, που έλεγε και ο Μάρκος Αυρήλιος). Καταπολεμούν δραστικά το φαινόμενο κατά το οποίο η γυναίκα κάθεται αγχωμένη και εκνευρισμένη τα μάλα μπροστά στη ντουλάπα (την οποία αδειάζει πάνω στο κρεβάτι, το ένα ρούχο μετά το άλλο, οργισμένη ή/και κλαίγοντας και μισώντας όλον τον κόσμο και κυρίως τους άντρες και τις φίλες της) μην ξέροντας τι να φορέσει, το ένα την παχαίνει, το άλλο την χλωμαίνει, το τρίτο δείχνει το βυζί μικρό, το τέταρτο τετραγωνοποιεί τον κώλο, το πέμπτο θέλει σιδέρωμα, από το έκτο έχει χαθεί το κουμπί, το άλλο φεγγίζει, άλλο ένα παραείναι προκλητικό και κάνει το βυζί αγελαδινό, τα υπόλοιπα όλα δεν της κάνουν πια γιατί πάχυνε).
Οι «στολές» ποικίλλουν ανάλογα με το πού και γιατί θα φορεθούν: στη δουλειά, για την περίοδο, για το σούπερμάρκετ, στις κηδείες, στις εξόδους με φίλες, κλπ.
- Α, τι ωραία που είσαι ντυμένη σήμερα; Δεν τα έχω ξαναδεί αυτά τα ρούχα, καινούργια;
- Τι καινούργια ρε Βίκη, θα με τρελλάνεις; Στολή είναι, δεν την έχεις ξαναδεί;
- Και τι θα φορέσεις;
- Ε, στολή, κλασικά, δεν είμαι σε φάση να ψάχνομαι όλο το βράδυ μπροστά στον καθρέφτη!
βλ. και βαφτιστικό, ορισμός doodoon
Got a better definition? Add it!
Μπορεί το στρινγκ και το τάνγκα να έχουν τόση σχέση όση ο Στίνγκ με τον Τράγκα, αλλά αμφότερα έχουν ακόμη μικρότερη με το περιοδόβρακο.
Βασικό του χαρακτηριστικό είναι ότι διαγράφεται βασανιστικά πάνω στα κολλητά παντελόνια και μέσα απ' τ' αέρινα φορέματα. Καλύπτει ό,τι θεωρείται από ιατρικής τε και εμπειρικής απόψεως κώλος φτάνοντας στις παρυφές του μπουτιού, και σκεπάζει τα κωλομάγουλα χωρίς να αφήνει αμφιβολίες.
Πλέον απαντάται συστηματικά μόνο σε μη μεσογειακούς λαούς (κεντρική ευρώπη κατά κύριο λόγο, ούναμουχαθείτε άκωλες) και στους μεσογειακούς εξαιρετικά σπάνια, και πάλι με αίσθημα ενοχής από την περιοδοβρακοφορούσα.
Εκτός και είναι φέτα, μπαζόλα και τα λοιπά συναφή επαγγέλματα από τη μία, ή του κατηχητικού από την άλλη. Αν είναι και τα δύο, μάλλον δεν έχει απασχολήσει ποτέ κανέναν τι εσώρουχο φοράει.
— Μαλάκα, καλό κωλαράκι αυτή η Γερμανίδα. Πώς κι έτσι!
— Ναι ρε συ, αλλά αυτό το περιοδόβρακο είναι παπαροκτόνο σκέτο να πούμε...
Got a better definition? Add it!
Το πρησμένο και ερεθισμένο σε τρομακτικό βαθμό από τη στύση υπερμεγέθες ανδρικό μόριο! Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι είχαν θεοποιήσει την απόλυτη αυτή κάβλα και λάτρευαν τον ομώνυμο θεό. Ο Πυρόκαβλος ήταν ο 13ος θεός του Ολύμπου και μαρτυρίες λένε ότι το καβλί του ξεπερνούσε ουρανοξύστη στο περίπου! Τη σήμερον ημέρα ή χρησιμοποιούμε τη λέξη αυτή αναφερόμενοι σε καραπουτσακλάρα ή καρατουμπανιασμένο παπάρι,το μήκος του οποίου είναι μεγαλύτερο από 20 εκατοστά.
- Πώς πήγε χτες ρε; ;Το γάμησες το Μαράκι;
- Άσε με ρε μαλάκα... Μια χαρά πήγαινε η δουλειά αλλά μόλις είδε τον πυρόκαβλο τρόμαξε και έφυγε...
Got a better definition? Add it!
Ο πανάσχημος. Ο όρος προέρχεται από το ρόλο του κωδωνοκρούστη της εκκλησίας της Παναγίας των Παρισίων, στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Βίκτωρος Ουγκώ, λόγω της παραμορφωμένης όψης του και και της καμπούρας του. Το πλήθος τον έβλεπε ως τέρας που όμως είχε ευαίσθητη ψυχή. Ωστόσο ο όρος Κουασιμόδος αναφέρεται στην ασχήμια και όχι στην ευαισθησία κάποιου.
- Καλά ο άντρας της Λένας, σωστός Κουασιμόδος ε;
- Kαλά, τι του βρήκε και τον παντρεύτηκε;
Got a better definition? Add it!
Ο λέτσος, ο χίπις, ο άπλυτος. Λέγεται επίσης ο τουρίστας που ήρθε διακοπές αλλά ξέμεινε από λεφτά και παίζει κιθάρα/βιολί/ακορντεόν/φυσαρμόνικα για να μαζέψει για τα εισιτήρια του.
- Και εκεί που πάω να τελειώσω, ακούω από πάνω μου ένα ακορντεόν να παίζει Ζαμπέτα. Σηκώνομαι και τι να δω.. Ένας χαϊλές!
- Καλά ρε και συ μέρα μεσημέρι στο πάρκο πήγες να πηδήξεις; Ήμαρτον ρε συ...
Got a better definition? Add it!
Ο παχουλός και ταυτόχρονα βουλιμικός άνθρωπος. Αυτός που δεν μπορεί να βάλει φερμουάρ στη μπούκα του και η κοιλιά του είναι σαν βόθρος, λόγω της κατανάλωσης μη υγιεινών τροφών.
- Πάλι τρως ρε βοθροκοίλη; Έλεος...
Got a better definition? Add it!
Ο κοντός ή ο υπερβολικά αδύνατος που λόγω κόμπλεξ του αρέσει να φωνάζει και να ορθώνει το ανάστημά του αλλά ωστόσο είναι άνθρωπος της καρπαζιάς.
- Τι σκούζει ο μαλάκας ο κοκαλιάρης; Θα φάει καμιά ανάστροφη και θα προσγειωθεί στο σπίτι του σε dt.
- Ε τον τσιτσίκο...
Got a better definition? Add it!
Τα ανδρικά γεννητικά όργανα, τα παπάρια.
- Άσε μαλάκα, προχτές ήμουνα στο σπίτι της Αννούλας και πήδαγα... και ξαφνικά ακούω «κλατς»-το κλειδί στην εξώπορτα..
- Και;
- Τι «και» ρε μαλάκα, μπαίνει μέσα ο πατέρας της και μπουκάρει στο δωμάτιο της, ευτυχώς είχα προλάβει να βγω στο μπαλκόνι...
- Και;
- Μέρα μεσημέρι και πρώτος όροφος το σπίτι. Γάμησέ τα, περνούσε ο κόσμος από κάτω και βλέπανε εμένα να στέκομαι σα μαλάκας με τα καντηλέρια έξω... ρομπιά ολκής μαλάκα μου!
- Πωω μαλάκα μου ότι'νάναι...
Got a better definition? Add it!