Selected tags

Further tags

Ό,τι κρέμεται. Πιο συγκεκριμένα, ό,τι κρέμεται από πάνω μας και κουνιέται. Στην πράξη, κρεμαντζόλια είναι ένας περιληπτικός όρος για σκουλαρίκια, κολιέ, χαϊμαλιά, μπλιν-μπλινγκ καδένες και όποιο άλλο κόσμημα μήκους τέτοιου που να κουνιέται αβίαστα πέρα δώθε σε κάθε μετρίως απότομη κίνηση.

Κλασικά, τη λέξη χρησιμοποιούν οι θειόκες για να σχολιάσουν τις ενδυματολογικές υπερβολές της φιλενάδας του ανεψιού τους. Άγνωστο πώς το κάνουν, αλλά αυτή η μία λέξη όπως εκφέρεται από τις θειόκες μπορεί από μόνη της να μην αφήσει καμμία αμφιβολία ότι η λεγάμενη όχι μόνο πάσχει από γουστέλλειψη αλλά, βασικά, είναι και ξετσίπωτη - χαλαρά χαϊμαλιά, χαλαρά ήθη.

Τα κρεμαντζόλια μπορεί να αναφέρονται και στο συγκρότημα ψωλή-αρχίδια, για ευνόητους λόγους. Δικαίωμα να χρησιμοποιούν αυτόν τον χαρακτηρισμό έχουν όμως μόνον η μάνα, οι θειές και οι μεγάλες αδελφές -δηλαδή, γυναίκες που έχουν ξεσκατώσει τον τύπο στα εργαλεία του οποίου αναφέρονται όταν ήταν πιτσιρικάς. Η χρήση της λέξης κρεμαντζόλια από γκόμενα είναι απολύτως αντικουκουρούκου και οδηγεί αυτομάτως στην επίδειξη κόκκινης κάρτας.

  1. - Κούκλα η Μαρίτσα, κούκλα ... - Ναι καλέ, έβαλε τα κρεμαντζόλια κι ήρθε ... λατέρνα σκέτη πια ... και σάματις πού θα πηγαίναμε ... για κάνα κοψίδι στη Χασιά και πίσω ...
    - Εμ, Θεανώ μου, να τιμήσει το σόι η κοπέλα ... μη την παρεξηγείς ...

  2. - Αποστόλη, πήγαινε αμέσως να βγάλεις αυτό το σορτάκι ... σαν αλεξίπτωτο είναι ... θά 'ρθει η θεία η Θεανώ για καφέ με τη μαμά και θα σε δει με τα κρεμαντζόλια απ' όξω ...
    - Χαλάρωσε ρε αδερφή ... γιατί, κλεμμένα τά 'χουμε;

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει μικρή μύτη. Επίσης μπορούμε να το ακούσουμε και σαν «μισσιρή στο κάτω κεφάλι» που σημαίνει μικροτσούτσουνος.
Πάντως πρόκειται για μια λέξη που προέρχεται από την αργκό των περιστεράδων.

Βγήκε και ο άλλος ο μισσιρής στην τηλεόραση να μας πει για πλαστική στο πρόσωπο. Άντε ρε τον σαλιαμπάλια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεταφορικά ανάπηρος. Συνήθως αυτή η λέξη χρησιμοποιείται στα γήπεδα.

Έλα σούταρε!... Ούτε τη μπάλα δεν πέτυχε ο στραβοχυμένος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εκθαμβωτική, προκλητική, ψηλή πολυκάμπυλη μακρυμάλλα γκομενάρα που τερματίζει τα λιμπιντόμετρα στο πέρασμα της, προκαλώντας: αύξηση των καρδιακών παλμών των αρσενικών που συναντά στο διάβα της, αύξηση των επιπέδων της τεστοστερόνης και πεοφλεβίτη ένεκα της πεοορθοστασίας που προκαλεί. Όσο πιο αργά και προκλητικά κινείται και κοζάρει τόσο πιο έντονα είναι τα αποτελέσματα.

- Ρε δικέ μου κοίτα εκείνο το αφηνιασμένο άτι που 'ρχεται κατά δω.
- Αν αυτή είναι άτι, έχω και εγώ Βουκεφάλα. Δεν βλέπω την ώρα να τον αφήσω ξέφρενο να ιππεύσει το άτι.
- Μαλάκα όλο λόγια είσαι. ήδη μας προσπέρασε και πάει για αλλού. Γι 'αυτό λέω: άσε το άτι και πιάσε το ραχάτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως επί το πλείστον, χαρακτηρισμός για μικρό κορίτσι με γεμάτα χείλια, ειδικά σε στιγμές που τα σουφρώνει και παίρνει ένα βλέμμα όλο παράπονο. Η λέξη έχει μια τρυφερότητα κι ακόμα περισσότερα στα χαϊδευτικά της τζαχείλικο και τζαχειλούδικο.

Τζαχειλού και τζαχείλα μπορούμε να πούμε και μια γυναίκα με σαρκώδη χείλη, αλλά είναι πιο σπάνιο. Είναι περιγραφικός χαρακτηρισμός, όχι ιδιαίτερα κολακευτικός και δεν έχει σεξουαλικά υπονοούμενα.

Ακόμα σπανιότερα είναι το τζαχείλας, που είναι για άνδρες. Κλασική φάτσα τζαχείλα είναι ο Μικ Τζάγκερ - ο Τζάγκερ ο τζαχείλας κάνει και ωραία παρήχηση.

Η λέξη κοντεύει να εξαφανιστεί. Επιβιώνει, όμως, σε επώνυμα.

- Αχ μωρέ, ποιος μου το στενοχώρεσε το κοριτσάκι μου το τζαχειλούδικο εμένα κι είναι έτοιμο να κλάψει ... έλα, καλό μου, στη θεία να σε δώσω ένα υποβρύχιο ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός του σεξ και του έξαλλος. Προσδιορίζει κατά βάση θήλεα για να υποδηλώσει ερεθιστική, προκλητική, επιθυμητή γυναίκα.

Το κοντό φορεματάκι που φοράς μωρό μου είναι τέλειο. Είσαι πολύ σέξαλλη σήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τον αθλητικό χώρο και σημαίνει απόσυρση, τελείωμα.

- Πώς πάει η δουλειά;
- Εδώ και 6 μήνες είμαι συνταξιούχος. Πήρα την άγουσα για τα αποδυτήρια. Καιρός δεν ήταν;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει άσχημη όψη, δείχνει κουρασμένος, έχουν γίνει τα μάτια του κουμπότρυπες, οι ρυτίδες έχουν αναδειχθεί και το χρώμα του είναι κακό.

- Είσαι καλά;
- Γιατί ρωτάς;
- Ξέρω γω, δείχνεις πολύ κομμένη.
- Ίσως επειδή αδιαθέτησα.
- Ε, έτσι πες μας ντε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρόκ συγκροτήματα της δεκαετίας του εξήντα - εβδομήντα - ογδόντα που τραγουδάνε ακόμα και σήμερα και κάποιοι από αυτούς μοιάζουν πια με αρσενικές γριές.

Rolling Stones, Who, Whitesnake, Van Halen κλπ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε ομάδα πολλών χοντρών ανθρώπων που τριγυρνούν / κάθονται / χλαπακιάζουν μαζί. Προέρχεται από το αμερικάνικο «dream team», την ομάδα του μπάσκετ στους ολυμπιακούς του 1992.

- Ρε συ, θα έρθουν απόψε οι Σαχλεπίσογλου με την παρέα τους στο πάρτυ!
- Ωχ... δε χοντρήμ τημ... δεν θα μείνει μπουκιά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified