Selected tags

Further tags

«Σκεμπελοσκάμπιλο» ή «σκαμπιλοσκέμπελο», λέξεις σύνθετες εκ των σκαμπίλι + σκεμπές. Είναι το χαστούκι με τον σκεμπέ. Ένα είδος χτυπήματος που μόνο οι ευτραφείς άνθρωποι μπορούν να δώσουν. Λέγεται συνήθως ειρωνικά για τους παχύσαρκους.

Καλύτερα να φύγουμε από εδώ μη μας αστράψει ο χοντρός κανένα σκεμπελοσκάμπιλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, αυτός/ή που έχει μαλλιά τύπου λιοντάρι ή λάιον κινγκ, δηλαδή πολύ φουντωμένα και ξανθιά. Όρος αρκετά εϊτιλάτος, που σήμαινε και το εϊτιλάτο λουκ με τα φουντωμένα ξανθιά περμανάντ ή φουσκωμένα μαλλιά με διάφορα σπρέι.

- Ήρθε χτες η Τίνα θάντερκατ, φτυστή η Τσιτάρα!

Got a better definition? Add it!

Published

Εκτός από τον λεοντόκαρδο, τον μάγκα και νταή, το αντίθετο της κότας (βλ. άλλο ορισμό), έχει και πιο συγκεκριμένες σημασίες:

Ως σλανγκ εμφάνισης έχει σημασίες αναλυμένες στο λήμμα λάιον κινγκ. Συνδέεται είτε με την ένδοξη εϊτίλα, όπου μιλάμε για ξανθό μαλλί περμανάντ φουντωμένο τέζα. Βλ. και θάντερκατ. Είτε ευρύτερα από τα '80ς αυτό που αναφέρει ο Mr Cadmus: «Tο κλασικό λιονταρίσιο ήταν είτε το κούρεμα μακρύ πίσω και πλάγια και κοντό μπροστά, είτε το ενδιάμεσο στάδιο του μακρύματος των μαλλιών -από μπροστά κι απ' το πλάι πάντα μακραίνει πιο γρήγορα απ' ότι μπροστά αν δεν τα μακρύνεις με συχνά κοψίματα».

Στην στρατοσλάνγκ είναι «καψώνι, όπου οι παλιοί κλειδώνουν το νέοπα μέσα στον οπλοβαστό (εφ' όσον αυτός είναι από εκείνους που διαθέτουν ένα είδος πλέγματος - κιγκλιδώματος που ανοίγει) και τον αναγκάζουν να παριστάνει το λιοντάρι σε κλουβί» (πηγή: Jonas). Δηλαδή μια εναλλακτική του τζουκ μποξ.

  1. - Εδώ μέσα εγώ είμαι το λιοντάρι! Κι εσείς είστε οι κότες! Και σαν κότες που είστε θα μου γυαλίζετε τα παπούτσια και θα μου πλένετε τα σώβρακα! Σύμφωνοι;
    - Εντάξει... ρε... λιοντάρι...
    - Έτσι μπράβο μανάρι μου, είσαι έξυπνος και θα πας μπροστά εσύ. Κατέβαινε τώρα το κατοστάρικο για να ακούσεις την μουσικούλα.
    - Ε αφού σου είπα δεν γουστάρω...
    - Στο λιοντάρι δεν λένε ποτέ όχι!
    (Από την ταινία «Φυλακές Ανηλίκων»).

  2. - Καλά έσκασε μύτη χτες η Τίνα λιοντάρι. Σαν την Τσιτάρα ένα πράμα.

  3. Παλαίουρας: Τι να το κάνουμε το νέοπαρντ; Τζουκ μποξ ή λιοντάρι;
    Καραπαλαίουρας: Ας τον αρχίσουμε με ένα υποβρύχιο και βλέπουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός του μπάζο, δηλαδή της άσχημης γυναίκας.

Τελείως απελπισμένος ο Γιάννης, όλο κάτι μπαζοκολώνες κυνηγάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή μπαζοπίπινο. Το νεαρό κορίτσι που είναι μεν άσχημο, όμως αποπνέει μια αύρα νιάτου, οπότε προκαλεί οξύ δίλημμα σε άντρα μεγαλύτερης ηλικίας για το αν αξίζει να δοκιμάσει την τύχη του. Επίσης, είναι θέμα αν ο εραστής της αποτελεί σαβουρογάμη.

- Άκυρη η πρόσκληση γιατρέ μου. Η φωλιά με τις πιπινέζες απεδείχθη άντρο με πιπινόμπαζα.
- Γιατί, σε χαλούμι; Κάτσε να φχαριστηθούμε λίγο νιάτα...
- Καλός οικοδόμος είσαι και του λόγου σου...

(από Khan, 13/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άψογο, σε άριστη κατάσταση, τζιτζί, τζετ, κουφέτο.

Συνήθως για αντικείμενα: μηχανάκια, αμάξια, διαμερίσματα κλπ. Λιγότερο για πρόσωπα, ιδίως για ευειδείς κορασίδες, π.χ. πένα το μουνί.

Παλιότερα (σήμερα αρκετά λιγότερο) λέγαμε στην πένα, προκειμένου για κάποιον υπέρκομψα ντυμένο. Η πρόθεση κάπου χάθηκε στην πορεία (σλανγκική οικονομία) και απέμεινε το σκέτο πένα εν είδει τροπικού επιρρήματος.

Γιατί όμως πένα; Είμαι βέβαιος πως θα υπάρχουν κι άλλες απόψεις, ίσως περισσότερο τεκμηριωμένες, η δική μου ωστόσο είναι πως αναφέρεται στις πένες γραψίματος. Η καλή πένα (Mont Blanc κ.τ.τ.) είναι ένα αντικείμενο πολυτελείας. Παραπέμπει στην καλλιέργεια του κατόχου της, το λεπτουργημένο γούστο του ως φορέα πολιτισμικού κεφαλαίου. Ένα αντικείμενο κύρους. Ο Ουμπέρτο Έκο έχει αναφερθεί συχνά στην απόλαυση από την (υλική) πράξη της γραφής με μια ακριβή πένα, μια αίσθηση στιλπνότητας και πλήρωσης. Κι ο Roland Barthes έχει γράψει πολλά επί του θεμάτου, ο Khan μπορεί να μας διαφωτίσει σχετικά.

  1. Που λες είχα πλύνει χτες το αμαξάκι μου, του περνάω και το κεράκι του, πένα έγινε. Και σήμερα η κωλοβρόχα μου το έκανε μουνί.

  2. Φίλε μου το μοτέρ του είναι πένα. Έχει γράψει ελάχιστα, ο προηγούμενος ιδιοκτήτης μόνο Σ/Κ το έβγαζε για χαλαρή βόλτα με την οικογένειά του.

  3. Μου σκάει χτες η Βάσω πένα, με μινάκι ώς τις αμυγδαλές, τρίπατο γοβίδι και κόκκινο τσιμπουκόχειλο. Να τον βγάλεις έξω να τον χτυπάς στα πλακάκια.

Εκ του λατινικού penna (φτερό) (από Vrastaman, 17/05/11)Η πένα είναι πιο δυνατή από το σπαθί. Αλλά μόνο εάν ανήκει στο Τσακ Νόρρις. (από Vrastaman, 17/05/11)(από Khan, 28/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποδίδεται σε άτομα που δώσανε ό,τι είχανε και είναι πλέον άχρηστοι. Τα άτομα αυτά θέλουν αντικατάσταση, όπως ακριβώς τα χρησιμοποιημένα λάστιχα ενός αυτοκινήτου. Ο όρος αναφέρεται συνήθως σε γυναίκες, ποδοσφαιριστές, κτλ.

  1. Άσε την Πόπη και βρες καμία πιτσιρίκα. Αυτή είναι καμένο λάστιχο.

  2. Στο μαγαζί σου να προσλάβεις πωλήτριες με προσόντα και προπάντων να είναι μικρές σε ηλικία. Μην προσλάβεις καμία 50άρα... Αυτή είναι καμένο λάστιχο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστικός τύπος αλωπεκίας, που εμφανίζεται στο πίσω μέρος προς την κορυφή του κεφαλιού, της οποίας το σχήμα και το μέγεθος θυμίζει το γνωστό έδεσμα.

Οι κρίσιμες ηλικίες για την εμφάνισή της είναι αυτές μεταξύ των τριάντα και των πενήντα. Συναντάται αποκλειστικά σε άντρες, οι οποίοι ως γνωστών συνηθίζουν να αφήνουν καράφλα, ενώ έχει ύπουλη δράση καθώς δεν είναι εύκολα ορατή από τον κάτοχό της, με αποτέλεσμα να δημιουργεί την ψευδαίσθηση πως ακόμα διατηρεί αγέρωχη την κόμη του.

Συνήθως παρουσιάζεται στα πρώτα στάδια της δημιουργίας μιας αυτοκρατορικής καράφλας (δηλ. τ. Θανάση Βέγγου), υπάρχουν όμως πάμπολλες περιπτώσεις όπου η επιφάνειά της δεν μεταβάλλεται στο πέρασμα του χρόνου. Όπως και να 'χει πάντως δείχνει πάντα πιο ισχνή και είναι σίγουρα υποδεέστερη από οποιονδήποτε άλλο τύπο καράφλας.

Σημείωση: η καράφλα του μπιφτέκα δεν μοιάζει απαραίτητα με αυτή του λήμματος.

- Μα είδες ο άτιμος μαλλί που το 'χει;!
- Ποιος πέθανε; Δεν τον έχεις δει καλά μου φαίνεται! Για φέρ' τον μια βόλτα και θα καταλάβεις...
- Λες ε;
- Παιδί μου, έχει ένα μπιφτέκι να! μετά συγχωρήσεως.

Ακριβώς αυτό. (από PUNKELISD, 11/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χοντραίνω στην περιφέρεια.

  2. Ισχύει και για τα αυτοκίνητα όταν δεν έχουν καλά κρατήματα στις στροφές. Τότε λέμε ότι το αμάξι ''πετάει κώλο''.

- Ρε μωράκι λύσε μου μια απορία. Πώς καταφέρνεις και πετάς κώλο περπατώντας στην ευθεία;
- Τι εννοείς;;
- Τίποτα μωρέ. Σκεφτόμουν ότι πρέπει να κάνω σέρβις στ' αμάξι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ τριχωτός άντρας. Λέγεται και για γυναίκες.

Δεν λέμε «μαϊμού» , λέξη η οποία παραπέμπει σε πονηριά, τσαχπινιά ή σε ασχήμια προσώπου, ούτε λέμε «χιμπαντζής», που παραπέμπει σε χοντροκοπιά και νεαντερτάλια συμπεριφορά. Ο μπαμπουίνος είναι η ειδική λέξη για την τρίχα.

  1. - Χθες έλιωσα στο γέλιο, πήγαμε για μπάνιο στο Καβούρι και με το που βγάζει ο Νώντας τα ρούχα του, ΣΟΚ! ούτε μία τρίχα!
    - Με δουλεύεις! Έκανε αποτρίχωση ο μπαμπουίνος;!

  2. Και πού 'σαι, αυτή τη φορά να φέρεις κανα νόστομο γκομενάκι, όχι πάλι κανα μπαμπουίνο όπως τις προάλλες, ε;

(από Vrastaman, 10/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published