Further tags

  1. Στη φράση τα χαλάω με κάποιον: παύω τη σχέση μου (ερωτική, επαγγελματική) με κάποιον. Αντώνυμο: τα φτιάχνω.

  2. Στεναχωρώ. Ειδικότερα στην παθητική φωνή, χαλιέμαι: επηρεάζομαι αρνητικά απο ποτό/ουσίες. Δες και δεν σε χάλασε (καθόλου).

  3. Σκοτώνω (αργκό που μαθαίνουμε από παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφο).

1.- Καλά ρε μαλάκα, τα χάλασες με την Πιπίτσα;
- Ε δεν πήγαινε άλλο με το μπίρι-μπίρι της. Σαν να τά 'χα με τη θειά μου ήταν.

  1. ΚΟΥΛΗΣ (παίρνει τον γάρο, τραβάει μια τζούρα, μιλάει μέσα απ'τον καπνό): Εγώ πάντως ρε σεις, ειλικρινά, χαλάστηκα πολύ που πέθαν' ο Χριστόδουλος να 'ούμε...
    ΤΟΥΛΗΣ: Σ' το 'πα ρε ζοβιόλη, κόφτο να 'ούμε... Αφού σε χαλάει, δεν το βλέπεις...;

  2. Πού πας μονάχος σου ωρε Παναή; Θα σε χαλάσουνε!

(από poniroskylo, 18/04/08)(από Galadriel, 12/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγκαθωτός ξερός σπόρος ποώδους φυτού που μεταφέρεται "κολλώντας" στο τρίχωμα των ζώων.

Γέμισε τριβέλια το σκυλί και άντε να τα βγάλεις.

Got a better definition? Add it!

Published

Άνθρωπος που είναι ανήσυχος, δεν μπορεί να κάτσει σε μια θέση.

Τριβέλια έχεις στο πισινό σου και δεν μπορείς να σταθείς;

Got a better definition? Add it!

Published

Επιβάλλω βαρύτατη ποινή, πρόστιμο, τιμωρία κλπ. Ως επί το πλείστον εκφέρεται στο τρίτο πρόσωπο, «μου τη ρίξανε στ’ αυτιά» ή «μου την έριξε στ’ αυτιά», όπου ο ρίψας είναι συνηθέστατα η Εφορία, αλλά και το όργανο (τροχόμπατσος, δημομπάτσος κλπ.) που κόβει κλήση, το δικαστήριο, ο δίκας, και γενικώς οποιοσδήποτε έχει εξουσία να επιβάλλει ποινές.

Συνώνυμο: κόβω τον κώλο τινός.

- Γάμησέ τα μαλάκα, μου τη ρίξανε στ’ αυτιά, μια κατοστάρα θα μου φύγει. - Ε δεν ήθελες περαίωση, γυρεύοντας πήγαινες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε οτιδήποτε θέλουμε να δώσουμε έμφαση ότι το κάνουμε. Μέχρι καί το παρακάνουμε.

- Και του έδωσαν και κατάλαβε στο χορό.

- Μπράβο στο συγγραφέα, του έδωσε και κατάλαβε.

- Έδωσε «τροφή» για ρεπορτάζ στους δημοσιογράφους του καναλιού, οι οποίοι του έδωσαν και κατάλαβε.

- Χθες είδα μια ταινία στο dvd στην οποία η πρωταγωνίστρια για να εκδικηθεί τον βιαστή της, πήρε ένα μαύρο στραπ-ον και του έδωσε και κατάλαβε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπονοείται το ανδρικό μόριο, επομένως η αντωνυμική περίφραση αναφέρεται στη συνουσία από τη μεριά του άνδρα... Συνώνυμη της αντωνυμικής περίφρασης τον ρίχνω (δηλαδή ρίχνω έναν πούτσο).

- Λοιπόν παπάρα, θά 'ρθεις το βράδυ για μπύρες ή θα μας γράψεις πάλι στ' αρχίδια σου;
- Αφού ρε μαλάκα τελευταία στιγμή μου το λες, εγώ φταίω τώρα που κανόνισα να πάω από την Ειρήνη; Τέλοσπαντων, πάω τότε να της τον πετάξω στα γρήγορα κι έρχομαι στο καπάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δυσάρεστο συναίσθημα που ένιωσε κάποιος, όταν, ναυαγός, κατέληξε στο νησί των Σειρήνων που αυτές είχαν την μορφή της Γ. Βασιλειάδου.

Κοινώς όταν βρεθείς σε κοινωνική εκδήλωση και τα χάψαλα είναι συντριπτικά περισσότερα από τις αιθέριες υπάρξεις, υφίστασαι το αλγεινό αυτό σύμπτωμα που επίσης παρατηρείται σε συνθήκες υπερβολικού ψύχους. Το αντρικό μόριο, ως φιλόκαλλον νοήμον ον, συρρικνώνεται τόσο πολύ που νομίζεις πως έπαθε αναρρόφηση. Είναι σαν... να πρόκειται για ένα ντροπαλό σαλιγκάρι που κλείνεται στο καβούκι του...

— Πολύ μάπα τελικά χτες το πάρτυ στη δουλειά. Ήταν όλες οι πατσόλες εκεί που έψαχναν για γαμπρό. Άσε, τί να λέμε τώρα, τον έψαχνα μετά.
— Το ξέρω, σε καταλαβαίνω. Κι εγώ έπαθα το ίδιο, μέχρι να 'ρθω ξύλιασα στο μηχανάκι πάνω χειμωνιάτικα. Κι εγώ τον έψαχνα.

(από Khan, 04/03/11)

Σύγκρινε με: τον δαγκώνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνουσιάζομαι με κάποιον-αν ως ενεργητικός. Εννοείται φοράω τον πούτσο μου σε κάποιον, δεδομένου ότι ο μπαργαλάτσος φοριέται πολύ τώρα τελευταία.

Σύγκρινε: τα φοράω.

Ο Μπρίλιος τον φόρεσε στον Πέρι και εν ταυτώ ο Πέρι τα φόρεσε στο Λίλιαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστή αλλά παρωχημένη έκφραση, με δίπτωτο ρήμα, συνήθως σε μορφή αορίστου (σφυρίζω σε κάποιον κάτι). Η έννοια της έκφρασης ξεφεύγει από το κλασσικό ρήμα σφυρίζω και παραπέμπει στη συνουσία. Όταν κάποιος παρατηρεί ότι τον σφύριξε σε κάποια, υπονοεί ότι συνουσιάστηκε μαζί της. Ως επί το πλείστον χρησιμοποιείται με πομπό τους αρσενικούς και δέκτες τα θηλυκά.

- Καιρό έχω να δω τον Πάνο, που χάθηκε; Με εκείνο το γκομενάκι από το Αλιβέρι; Την τελευταία φορά που τον είδα ήταν κατενθουσιασμένος.
- Μπα, τής τον σφύριξε κανά δυο φορές και έγινε Λούης. Αλλά έτσι είναι ο Πάνος, θέλει να πείσει τον κόσμο ότι ερωτεύεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω έρωτα σε κάποιον/κάποια. Το υποκείμενο είναι πάντα ανδρικού γένους και η αντωνυμία τον υπονοεί το ανδρικό μόριο. Μεταφορικά, χρησιμοποιείται με υποτιμητική σημασία.

  1. - Ήρθε από το σπίτι μου το Μαράκι χθες βράδυ...
    - Και τι έγινε; Της τον εσφύριξες;

  2. Σας τον σφυρίξαμε την Κυριακή... Πέντε γκολάκια φάγατε ρε καραγκιόζηδες!

(από jesus, 21/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified