Παθαίνω διάρροια βαρέας μορφής.

Μεταφορικά σημαίνει ότι έπαθα κάτι άσχημο ή αντιμετώπισα μια πολύ δύσκολη κατάσταση. Προέρχεται πιθανότατα από το άνοιγμα των φύλλων του μαρουλιού που προσομοιάζει το άνοιγμα του ανθρώπινου σφιγκτήρα.

- Σ' άρεσαν τα πιτόγυρα που φάγαμε χτες;
- Ουουου! Όλο το βράδυ με πήγε μαρούλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που περιγράφει μία εξαιρετικά δύσκολη και φορτική κατάσταση για το άτομο, παρόμοια με ερωτική συνεύρεση παρά φύσιν, αλλά και στοματικώς.

Είχαμε πολλή δουλειά την εβδομάδα που μας πέρασε στο υπουργείο. Καθημερινά φεύγαμε κατά τις επτά το απόγευμα, πίπα κώλο μας πήγαν....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το πρόγραμμα που προσφέρεται στα μπουρδέλα, γνωστό και ως τσιμπούκι-πισωκολλητό, αποδίδοντας, έτσι το ανεπιθύμητο της κατάστασης για το άτομο στο οποίο αναφέρεται.

Τι βατά θέματα και μαλακίες. Πίπα-κώλο μας πήγε ο %$@#@#$ πρωϊνιάτικο...

(από Galadriel, 14/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στη φράση τον/την παίζω (ενν. τον πούτσο / την πούτσα, αλλα χρησιμοποιείται ως αμετάβατο): αυνανίζομαι.
    Συνώνυμα: τραβάω μαλακία.
    Μεταφορικά, βαριέμαι, τεμπελιάζω. Συνώνυμα: τα ξύνω.

  2. Ως απρόσωπο ρήμα παίζει: (α) είναι πιθανό, ενδέχεται, μπορεί (β) είναι δυνατό, είναι εφικτό.
    Συνώνυμα: γίνεται.

  3. Φλερτάρω, ερωτοτροπώ.

  4. Στη φράση το παίζω (μεταβατικό): παριστάνω, προσποιούμαι.

  1. Ως πότε θα κάθεσαι και θα τον παίζεις απ' το πρωί ώς το βράδυ ρε μαλάκα; Τριάντα χρονώ γαϊδούρι; Πιάσε καμιά δουλειά να γίνεις άνθρωπος.

2.(α) Παίζει να 'ναι εκεί κι' η Φιλιώ με την ξαδέρφη της το θεόμουνο.

(β) - Στάξε κάνα πενηντάρι ρε φίλε που μου λείπει να πάρω κάνα πακέτο τσιγάρα...
- Μπα φίλε, δεν παίζει.

  1. - Και τη σούταρες έτσι, στον πρώτο μήνα;
    - Ε τι να κάνω ρε συ, να την βλέπω να παίζει με τον κάθε μαλάκα όπου την πάω; Δηλαδή πώς την είδε; Μας έχει καβάτζα και ό,τι γουστάρει κάνει; Δεν κατάλαβε καλά...

  2. Τι έγινε ρε φίλε; Έρχεσαι στο μαγαζί μου, γίνεσαι λιώμα, τα ρίχνεις στη γκαρσόνα σαν καραγκιόζης και πας ν' αφήσεις και πιστόλι απο πάνω; Μάγκας μας το παίζεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Συνουσιάζομαι (ενεργητικά). Συνώνυμα: πηδάω, γαμάω.
  2. Νικώ, κερδίζω (παιχνίδι, αντίπαλο).
  3. τα παίρνω (στο κρανίο), βλέπε αντίστοιχο λήμμα
  4. με παίρνει (ενν.: να κάνω κάτι) (απρόσωπο): εμπίπτει στις δυνατότητές μου, μπορώ να κάνω κάτι, αν κάνω κάτι δεν θα έχω συνέπειες.
  1. Τι τσουλάρα η Φιφή ρε σύ... Την παίρναμε επί τρεις ώρες χθες με τον Φίφη ώσπου κλατάραμε, και μετά ήθελε κι' άλλο!

  2. Άσε, δεν γουστάρω πάλι τάβλι. Έχω να σου πάρω παιχνίδι από του αγίου πούτσου.

  3. Φούλα, άσ' τις γκρίνιες και κάτσε φρόνιμα μην τα πάρω καμιά ώρα!

  4. — Σε κοζάρει άσχημα, μαλάκα. Γιατί δεν της τα ρίχνεις;
    — Δεν με παίρνει ρε... Δεν βλέπεις που την περιτριγυρίζουν οι σωματοφύλακες;

Δες και δε με παίρνει, όσο με παίρνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοίτα το πουλάκι: τα βγάζω όλα έξω, εμφανίζομαι τσιτσίδι! Κλασικός μπαμπαδισμός.

Βλ. και βυζανάδειξη.

- Μολονότι η ηθοποιός Jessica Biel ομολογεί στην Daily Mail ότι φρίκαρε από το γεγονός ότι είδε τις γυμνές σκηνές με την ίδια να κατακλύζουν το internet, υποστηρίζει ότι δεν θα είχε πρόβλημα να τα «ξαναπετάξει» για κάποια άλλη ταινία στο μέλλον.
(εδώ)

- India Reynolds... για άλλη μια φορά τα πετάει έξω και μας αναστατώνει...! (εκεί)

- Η Holly Peers τα πετάει όλα έξω… μην την χάσεις με τίποτα!
(παραπέρα)

H Αγγέλα τα πετάει. (από Vrastaman, 15/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως η έκφραση «τα σκάω» χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος πληρώνει αδρά για κάτι. Η πιο ακραία και σλανγκική χρήση της έκφρασης αυτής είναι ως φαλλοκρατικό συνώνυμο του γαμάω. Πιθανότατα να έχει ρίζες στη πρακτική του μπουκάκι, όπου το ουσιαστικό στο οποίο αναφέρεται το άρθρο «τα» γίνεται αμέσως εμφανές (τα ευκόλως εννοούμενα, παραλείπονται...). Επίσης, ανήκει στην ίδια εκφραστική οικογένεια με το «Πάρ'τα μωρή!»

- Τελικά τι έγινε με την Αφροξυλάνθη χθες; Κάνατε έρωτα ήήή φιλάκια κι έτσι;
- Τι έρωτα και αρχιδιές μου λες ρε κακομοίρη...Της τά'σκασα κανονικά. Της έδωσα να καταλάβει τι εστί Βάγγουρας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοούμε φοράω τα κέρατα. Το να απατάς/κερατώνεις τον/την σύντροφό σου.

Καλά δεν τα 'μαθες; Που έμαθε ο Γρηγόρης πως τόσο καιρό η Τούλα του τα φόραγε με τον κολλητό του τον Παναγιώτη και τους πήρε και τους δυο στο κυνήγι με το κουζινομάχαιρο μέσα στην ταβέρνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια πολύ γνωστή φράση σε όλους μας, η οποία θεωρείται κοινότοπη και απλοϊκή. Λίγοι γνωρίζουν το εξαιρετικά ενδιαφέρον παρελθόν της και τον θησαυρό που κρύβει η οντότητά της.

Η φράση έχει προέλθει από την εφαρμογή του πρωκτικού σεξ. Όταν, μετά το πέρας της πράξης, το αντρικό μόριο έβγαινε καθαρό από την πίσω οπή (χωρίς υπολείμματα δηλαδή), τότε η πράξη θεωρούταν ότι δεν είχε παράπλευρες απώλειες.

Έτσι η φράση άρχισε να χρησιμοποιείται και με πιο ευρεία έννοια, τόσο, που στις μέρες μας αγνοείται η αρχική της προέλευση.

Ποιος να το περίμενε ε;

  1. Μπορεί να έκανα βλακεία, αλλά τουλάχιστον την έβγαλα καθαρή.

  2. Έτσι όπως οδηγάς, άγιο θα έχουμε αν τη βγάλουμε καθαρή στο τέλος.

(από patsis, 25/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάποιος πάει να κάνει κάτι με τρόπο εντελώς αποτυχημένο, όταν κάποιος παρατραβάει κάτι ή όταν καταστρέφει κάτι.

  1. - Άσε τι έπαθα σήμερα... Άνοιξα το PC να το καθαρίσω τη σκόνη μέσα και όταν το ξανάβαλα να δουλέψει έγινε βραχυκύκλωμα και μου κάηκε ο σκληρός!
    - Καλά μιλάμε το γάμησες και ψόφησε!
    - Πίκρα...

  2. - Την Μεγάλη Παρασκευή μόνο καλαμαράκια έφαγα...
    - Γιατί, δεν νήστευες;
    - Ε;
    - Αφού μου λες ότι την Μεγάλη Παρασκευή έφαγες καλά Μαράκια! Μήπως έφαγες και καλά Ποπάκια; Χάχαχα!
    - Πώωω, το γάμησες και ψόφησε! Σόι του Σεφερλή είσαι ή του Ζουγανέλη;

  3. - Ρε γαμώτο κόλλησε το παράθυρο...
    - Άσε, το ανοίγω εγώ...
    (ΚΡΑΚ!!!)
    - Μπράβο μαλάκα, το γάμησες και ψόφησε!!

(από Khan, 28/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified