Further tags

Τα καταφέρνω, το ξέρω, έχω ταλέντο, το λέω το ποίημα.

  1. - Πρόσεχε θα πέσεις!
    - Μη φοβάσαι, τό 'χω.

  2. - Πώς σου φαίνεται το σκορ μου;
    - Σσσσωραίος!! Τό 'χεις παιδί μου!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πεθαίνω, αχρηστεύομαι (για αντικείμενα).

«Και τώρα σας δίνω ένα νέο το οποίο ίσως γνωρίζετε ήδη, ότι αυτός ο άθεος, αυτό το μεγάλο κάθαρμα ο Βολταίρος, τα τίναξε σαν το σκυλί, για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, σαν το ζώο - αυτή είναι η ανταμοιβή του!». (Μότσαρτ, απο το Βήμα)

Από την έκφραση τινάζω τα πέταλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγαλοπιάνομαι, έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου. Χρησιμοποιείται και με κατηγορούμενο.

Συνώνυμα: παίρνω/τραβώ ψηλά τον αμανέ.

Απο τότε που έκανε την έκθεση στην Αθήνα την έχει δει κι' εγώ δεν ξέρω πώς. Μας βλέπει στο δρόμο και δεν μας μιλάει και τριγυρνάει με φουλάρια αλα Παπάζογλου. Και ζήτημα είναι αν ξαναζωγράφισε απο τότε.

Δες ακόμη: πώς την είδες;, τουπέ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έρχομαι σε κατάσταση νιρβάνας.

Ήπιε τόση πολλή νταφού χτες που την άκουσε κανονικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με κόβει η πείνα. Η πολύ μεγάλη πείνα. Με κόβει λόρδα.

Έξι ώρες ταξίδι και δεν ήθελε να σταματήσουμε να τσιμπήσουμε τίποτα. Με είχε κόψει αλλά τι να κάνω, δεν σήκωνε κουβέντα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πυροβολώ.

Σκηνή από οποιαδήποτε, αστυνομική ή γκανγκστερική ταινία:
«Μην κουνηθείς, μην κουνηθείς γιατί σ' την άναψα!» (με παρατεταμένο το όπλο)

(από patsis, 01/07/12)(από patsis, 01/07/12)

Δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που περιγράφει μία εξαιρετικά δύσκολη και φορτική κατάσταση για το άτομο, παρόμοια με ερωτική συνεύρεση παρά φύσιν, αλλά και στοματικώς.

Είχαμε πολλή δουλειά την εβδομάδα που μας πέρασε στο υπουργείο. Καθημερινά φεύγαμε κατά τις επτά το απόγευμα, πίπα κώλο μας πήγαν....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοούμε φοράω τα κέρατα. Το να απατάς/κερατώνεις τον/την σύντροφό σου.

Καλά δεν τα 'μαθες; Που έμαθε ο Γρηγόρης πως τόσο καιρό η Τούλα του τα φόραγε με τον κολλητό του τον Παναγιώτη και τους πήρε και τους δυο στο κυνήγι με το κουζινομάχαιρο μέσα στην ταβέρνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τη λέω, κάνω παρατήρηση σε κάποιον.

- Αφού είσαι βλακάκος...
- Μη μου την μπαίνεις έτσι τώρα ρε μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι καταπληκτικός, άπαιχτος, ανεπανάληπτος, σπέρνω!

Το καινούργιο των Parkinsons τα σπάει, ειδικά η διασκευή Bανδή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified