Με μια λέξη απεικονίζεται η τελευταία λέξη της τεχνολογίας: Τριανταφυλλόπουλος: Μια ελληνική καινοτομία: Η κάμερα που μπορεί να κινείται από μόνη της. Κι αν νομίζετε ότι είμαι μπαγαποντοδότης και προσπαθώ να περάσω υπογείως αμερικάνικες εφευρέσεις ως ελληνικές, σας αποδεικνύω ότι κανένας στην Αμερική δεν έχει DVD με τον Ομπάμα να ψηφίζει McCain. Ο Μάκης όμως...

  • Ο Μάκης ξέρει το IQ της Άντζελας
  • Ο Μάκης έχει δει τον Τάκη Τσουκαλά να αγοράζει εφημερίδα ΘΥΡΑ 4
  • Για το Μάκη δεν υπάρχουν εξισώσεις, αφού δεν υπάρχουν άγνωστοι
  • Ο Μάκης έχει DVD με την αυτοκτονία του John Kennedy
  • Ο Μάκης κοιμάται κι η... camera του δουλεύει
  • Ο Μάκης περπατάει πάντα camerωτός camerωτός

Ο Μάκης πεθαίνει, και πάει στον Άγιο Πέτρο, ο οποίος όμως δεν τον αφήνει να μπει στο Super Paradise. Ο Μάκης γυρίζει στον πλανήτη Ελλάδα, βγαίνει στο ALTER και λέει με ύφος:
- Να πέσει το βίδεον, για να δούμε ποιος απαρνήθηκε το Χριστό 3 φορές!

Δες και ο Μάκης ξέρει ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνική ερώτηση σε κάποιον που δεν έχει τρόπους, δεν ξέρει να σταθεί σε ένα χώρο με τους υπόλοιπους της παρέας.

Παρμένο από παλιό ανέκδοτο της δεκαετίας του ογδόντα.

Λάκης (που τον έχει φέρει ο Βιόλης στην παρέα) μέσα στο ρεστοράν, μεγαλοφώνως, ρωτάει τους υπολοίπους:

- Ρε μαλάκες, δε πιστεύω το μαγαζί να είναι πιασέκωλο...

Σήφης ρωτάει το Βιόλη:

- Θα' τρωγες μια μπανάνα τώρα;

Bιόλης:

- Μπα, όχι με τίποτα!

Σήφης:

- Καλά εσύ δε θες, το μαϊμού δε θέλει μπανάνα;

smile (από georgegreek, 28/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα-μπρελόκ, στις διαστάσεις του συμπαθούς Πόκεμον Πίκατσου, η οποία ειδικεύεται στις πίπες (κυρίως επειδή οι άρρενες τη θέλουν μόνο γι' αυτό).

Συνώνυμα: πιπόβια, πιπατζού, πιπού

Χρησιμοποιείται καταχρηστικά και για χαρακτηρισμό αντρών.

  1. - Είδες την καινούργια γκόμενα του Μάρκου;
    - Ναι, πολύ μπάζο. Αλλά είναι πίπατσου, γι' αυτό τα φτιάξανε.

  2. - Αν η Μόνικα (Λουίνσκι, αυτή με τον Μπιλ και το φόρεμα) ήταν Πόκεμον, πώς θα την έλεγαν;
    - Πίπατσου.
    (από «ανέκδοτο» που είχε πέραση τότε με το σκάνδαλο του Μπιλ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ τριχωτός και πιθηκομούρης άνδρας, συχνά προχωρημένης ηλικίας. Σύμφωνα με το γνωστό ανέκδοτο: «-Τι τραγουδάει λαϊκά και πηδάει από δέντρο σε δέντρο; -Ο Πιθηκώτσης».

- Μου κολλάει τ' αφεντικό μου, αλλά είμαι τόσο άφραγκη που...
- Μη μου πεις ότι θα κάτσεις σ' αυτόν τον πιθηκώτση!;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σαβουρογάμης. Προέρχεται από ανέκδοτο ξένων γλωσσών, ήτοι: -Πώς λέγεται ο Ιάπωνας σαβουρογάμης; -Ό,τι κάτσει. (Χα χα χα χα...). Αλλά κατέληξε να χρησιμοποιείται ευρύτερα.

Σχηματίζεται αναλογικά με το «κάτσει-δεν-κάτσει».

Συνώνυμα: σαβουρογαμόσαυρος, σαβούρης.

Ο ό,τι κάτσει είναι ένας τύπος, πώς είναι, ας πούμε ο Carembeu, πώς είναι ο Vincent Cassel... Ε, καμία σχέση!

Βλ. και σχετικά λήμματα Σάββας Ουρογάμης, σαβουρογάμης, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας ακόμη χαρακτηρισμός που ξεκίνησε από ανέκδοτο και αυτονομήθηκε. Το άτομο που το εκφέρει εννοεί ότι είναι σε θέση να φέρει την αποστολή του εις πέρας παρ' όλες τις αντιξοότητες, χωρίς να πτοείται, επιδεικνύοντας ευελιξία, εφευρετικότητα, αντοχή κτλ.

Το ανέκδοτο, που πρέπει να εξιστορηθεί με καταιγιστικό ρυθμό, έχει ως εξής:

Νοικοκυρά με χαλασμένη τέντα ψάχνει στον χρυσό οδηγό έναν τεντά και βλέπει την καταχώριση του Μπάμπη.
-Ντρι-! (το κουδούνισμα κόβεται στο πρώτο χτύπημα)
Μπάμπης: Μπάμπηςτεντάςλέγετε!
Κυρά Μαρία: Ξέρετε, για μία τέντα...
Μπάμπης: Διεύθυνσηόνομα;
Κυρά Μαρία: Πόντου 46, Παλουκίδη-
Ντζζζζζζζζζζζζζζζ! (Θυροτηλέφωνο)
Κυρά Μαρία: Λέγετεεεε;
Μπάμπης: Μπάμπηςτεντάςόροφο;
Κυρά Μαρία: Στον τρί-
Ντλιγκ Ντλογκ! (Πόρτα), η Κυρα Μαρία ανοίγει..
Μπάμπης: Μπάμπηςτεντάςφραπέγλυκόγάλα!Πουναιητέντα;
Κυρά Μαρία: Εδώ στο σαλόνι, πάω να σας κάνω τον καφέ σας
Ντζζζζζζζζζζζζζζζ! (Θυροτηλέφωνο)
Κυρά Μαρία: Λέγετεεεε;
Μπάμπης: Ο Μπάμπης είμαι, έπεσα!

Συναφή: Μαγκάιβερ, γουίνστον γουλφ, ισμπιτιριτζής

- Καλά ρε Χρήστο, χθες ακόμη πλακωνόσουν με τη γριά σου και το Μαράκι, έχασες το ΚΤΕΛ και το φλασάκι σου στο καπάκι, και ξαφνικά έχεις και την εργασία έτοιμη με τα σέα και τα μέα;
- Ο Μπάμπης είμαι, έπεσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιφρονητικός χαρακτηρισμός για τα «ανθρωπάκια» εκείνα των οποίων η ζωή φαντάζει αναλώσιμη. Αυτονομήθηκε από το κλασικό ρατσιστικό ανέκδοτο των ογδόνταζ (παράδειγμα 1) και έχει παρεισφρήσει στην καθομιλουμένη με την έννοια του άδικου θύματος (παράδειγμα 2).

Χρησιμοποιείται επίσης με ιδιαίτερη κακεντρέχεια, τόσο από την ρατσιστική άκρα δεξιά αναφορικά με αλλοδαπούς (παράδειγμα 3), όσο και από τους τρομοκράτορες της άκρας αριστεράς αναφορικά με τους δολοφονικούς τους στόχους (παράδειγμα 4).

  1. Τρεις κυνηγοί συναντώνται ύστερα από πολύωρο κυνήγι. - Επιασα δέκα πέρδικες, λέει ο ένας κυνηγός. - Επιασα πέντε λαγούς, λέει ο άλλος. - Επιασα τρία νομιστεράκια, λέει με καμάρι ο τρίτος. - Και τι είναι τα νομιστεράκια; τον ρωτούν. - Νομιστεράκια είναι κάτι μαύρα ζώα που, όταν τα πλησιάζεις, σηκώνουν τα μπροστινά πόδια και φωνάζουν νο - μίστερ, νο - μίστερ»
    (εδώ)

  2. Το θέμα είναι να βρούμε όλοι το χώρο μας στο δρόμο και όχι να καταλήξουμε νομιστεράκια για τα μηχανοκίνητα. Ο σκοπός δεν είναι η διαμάχη αλλά η χρήση του ποδηλατόδρομου από ποδήλατα.
    (εκεί)

  3. Μολις ξεκινήσει η επανάσταση θα εκτελεστούν όλοι οι ανθέλληνες και τα νομιστεράκια θα σταλούν από κει που ήρθαν.
    (σε κάποιον υπόνομο)

  4. Παρασκευή 15/2/91. Στις 12.15 στην Τσιμισκή και Καρόλου Ντηλ. ΥΥΒ 8430 κρεμ. Μάλλον Ντότζ αλλά μοντέλο που δεν έχω ξαναδεί. Λεωφορειάκι. Μέσα είχε διάσπαρτα 6-7 Νομιστεράκια.
    (από το αρχείο της 17Ν)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγαλοφυής απάντηση του Λαζόπουλου στον Καρβέλα (18/12/07, Αλ Τσαντίρι Νιουζ):

Πάει ο Νίκος στο δάσος. Άντρακλας ο Νίκος, βλέπει ένα μακάκα, μπαμ μπαμ το σκοτώνει. Έρχεται ένας μεγάλος μακάκας από πίσω, και του λέει, ή σε σκοτώνω, ή κάνουμε σεξ. Άντρακλας ο Νίκος, αλλά τι να κάνει, στήνει κώλο, τον γαμάει ο μακάκας από πίσω. Γυρνάει ο Νίκος στο σπίτι, δεν του σηκώνεται τρεις βδομάδες.

Πάει στο δάσος, βλέπει το μεγάλο το μακάκα, μπαμ μπαμ το σκοτώνει. Έρχεται ένας πιο μεγάλος μακάκας από πίσω, και του λέει ή σε σκοτώνω ή κάνουμε σεξ. Τι να κάνει ο Νίκος, στήνεται στα τέσσερα. Από πίσω ο μακάκας του κάνει τα δικά του. Γυρνάει ο Νίκος στο σπίτι, πέντε βδομάδες δεν του σηκώνεται.

Πάει ξανά στο δάσος, βρίσκει τον πιο μεγάλο μακάκα, μπαμ μπαμ το σκοτώνει. Έρχεται από πίσω ένας μακάκαρος μεγάλος μεγάλος και του λέει:

-Ρε Νίκο, παραδέξου ότι δεν έρχεσαι στο δάσος για το κυνήγι!

Ξέσκισέ τους όλους Λάκη, μην κωλώνεις!

Και η τρασιάρικη παρέμβαση του Στράτου Λασκαρίδη στην έριδα. (από Khan, 23/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κερατάς, στο πιο τρυφερό. Έγινε πολύ γνωστό από το γνωστό ανέκδοτο, οπότε κανονικά όταν το λέμε πρέπει να τσιμπάμε τον άλλο στο μάγουλο. Όπως και ο κερατάς, δεν σημαίνει μόνο τον κυριολεκτικό κερατά, αλλά και κάποιον που ζηλεύουμε, κάποιον που έχει καταφέρει κάτι.

  1. Το ανέκδοτο:
    Περιμένει κάποιος στη στάση, οπότε έρχεται ένας άγνωστος, του τσιμπάει το μάγουλο και του λέει: - Κερατούκλη!... και φεύγει. Την άλλη μέρα το ίδιο. Εκεί που περιμένει το λεωφορείο, πλησιάζει ο άγνωστος και του τσιμπάει το μάγουλο. - Κερατούκλη !... και φεύγει. Αφού έγινε το ίδιο μερικές φορές, λέει στη γυναίκα του. - Άσε ρε γυναίκα, ξέρεις τι μου συμβαίνει τις τελευταίες μέρες; Με πλησιάζει κάποιος άγνωστος με τσιμπάει στο μάγουλο και με λέει κερατούκλη. - Μη δίνεις σημασία άντρα μου. Κανένας τρελός θα είναι. Την άλλη μέρα τον πλησιάζει πάλι ο άγνωστος, του τσιμπάει το μάγουλο και του λέει. - Κερατούκλη, είσαι και μαρτυριάρης ε;;;

  2. Είναι πολύ εριστικός, αλλά γράφει ωραία ο κερατούκλης!

  3. Πσσσσσσσς! Καλά τι λέω ο κερατούκλης! Έγραψα πάλι!

  4. Πλέον η απιστία συχνά αντιμετωπίζεται από τον κερατούκλη με απάθεια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βιαστής. Προέκυψε από ανέκδοτο ξένων γλωσσών- «πώς λένε τον Ιάπωνα βιαστή» (βλ. και λήμμα ό,τι κάτσει), κι από κει πέρασε στην σλανγκ.

Δέβωρα: Του είπα του Βάγγελα ότι δεν ενδιαφέρομαι, αλλά αυτός επιμένει, σώνει και καλά να γίνει φάση... Με το στανιό! Ώρες ώρες γίνεται πολύ φορτικός!
Μαριλού: Να τον προσέχεις! Τον κόβω για κάτσει-δε-κάτσει τύπο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified