Further tags

Κλασική αγγλιά. Από το αγγλικό in, σημαίνει κυρίως της μοδός. Χρησιμοποιείται σε και καλούα διαλέκτους, όπως η τρεντογλωσσούζ, αλλά είναι ελαφρώς παρωχημένο, υπερβολικά κλασικό. Να μην συγχέεται με το ελληνοπρεπές μέσα, που έχει ελαφρώς άλλη σημασία.

Πηγή: Βικάριος.

Είναι προχώ να λες «προχώ», αλλά πολύ φοβούμαι ότι δεν είναι πλέον ιν, να λες «ιν».

Σχετικό: engreek

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ανπιστεύταμπλ, ανπιστέφταμπλ

Είναι η ελληνοποιημένη απόδοση του αντίστοιχου αγγλικού «unbeliavable» και σημαίνει «απίστευτο»!

Ωχ!!! Πώς το κανες αυτό ρε φίλε;; ανπιστεύαμπλ!!!

You\'re unpisteftable (από Vrastaman, 11/02/11)

βλ. και unpisteftable, unpisteutable, απιστεύταμπολ και το συγγενές καταπληκτικμάν. Δες και ανπιστεύταπολ στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας διαφορετικός τρόπος να περιγράψεις πρόσωπα και καταστάσεις. Έχει 3 βαθμίδες:

1) Ανκούλ (uncool),
2) Σεμικούλ (semicool),
3) Κουλ.

Λόγω εξτρεμιστικών καταστάσεων που βιώνουμε η δεύτερη επιλογή δεν χρησιμοποιείται σχεδόν ποτέ. Οπότε κάποιος/κάτι είναι είτε κουλ, είτε ανκούλ.

- Πάμε για καφέ το απογευματάκι;
- Κουλ (αντί για ναι, θέλοντας να δείξεις το θαυμασμό σου ότι πας για καφέ).

- Παίχτηκε μαλακία χτες.
- Το θυμάμαι, ανκούλ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό ρήμα slay που σημαίνει φονεύω ή εντυπωσιάζω, σημαίνει κάτι το πολύ εντυπωσιακό και τρομερό.

Σλέι η μαθηματικού! (Εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Ελληνική απόδοση του «omg», συντομογραφία του «oh my god» που σημαίνει «ω θεέ μου». Χρησιμοποιείται κυρίως από gamers σε περιπτώσεις που συμβαίνει κάτι αξιοθαύμαστο ή όταν κάποιος το πνίγει.

Ο μι τζι ρε μαλάκα, το νούμερο δεν με χίλαρε και πέθανα!!

Ο μι τζι, ρε φίλε τι κώλος είναι αυτός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σπέκι, το / γεν.: του σπεκίου: Το σπεκ, βλ. εκεί την ετυμολογία, που έχει εισέλθει στο ελληνικό κλιτικό σύστημα. Η Γενική θυμίζει και ρουμάνικο όνομα.

  1. - Το σπέκι του σπεκίου, σου αξίζει μεγάλε!

  2. - Πολυτονιστής ευπατρίδης: Ασμένως απαντώμεν τω παρ' υμίν σπεκίωι μετά ημετέρου σπεκίου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικά πρόκειται για την έκφραση όλα τα λεφτά, ψηφιακά ρηλόντεντ από τους θαμώνες των φατσομπουκίωνε, των ινσανγκραμίωνε και των ασκεφεμιώνε.

Συνήθως συνοδεύει κιτσάτες, γλυκανάλατες, ή δακρύβρεχτες αναρτήσεις-τρασιές, τ. οκτάχρονο που τραγουδάει ξυπόλυτο το Summertime νενικώντας την Billie Holiday, ανάπηρο Τσιουάουα με αυτοσχέδια ροδάκια που γλιτώνει τα αφεντικά του (τυφλούς σιαμαίους διδύμους) από επίθεση ανακόντας, και ταλιμπάν.

Αναρτάται πρωτίστως από likeιστές, τόσο για τα υποβάλουν διαδικτυακά σπεκ σε αναρτήσεις τρίτων όσο και να ζητιανέψουν λάϊκ για τις δικές τους.

1.
- Πόσα Πειραιώτικα like για τον θρύλο;;;

2.
- ΠΟΣΑ LIKE ΓΙΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΥΠΕΧΟΧΑ ΜΑΤΙΑ

3.
- Πόσα like για το πιο ΘΕΤΙΚΟ αξεσουάρ του φετινού καλοκαιριού; #mynewshoes #amazing #luvthem…

4.
Χίλια Λάικ για σένα που ανέβασες αυτή την τραγουδάρα!!!!

5.
ααααααχ χίλια λάικ για την περιγραφή! τι καταπληκτικά που τα είπες!

6.
Χίλια λάικ που κλείσανε μέσα τους Χρυσαυγήτες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει το επικοινωνιακό χάρισμα και είναι αντιδάνειο από την ελληνική λέξη χάρισμα από το αγγλικό charisma. Λέξη του 2023, συνηθίζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Έχει ριζ που λένε και οι Αμερικάνοι.

Got a better definition? Add it!

Published

ρισπέκ, ρισπέκτ, ρησπέκτ

Προκύπτει απ' το αγγλικό «respect», που σημαίνει σεβασμός, σέβας. Η ευρεία χρήση του έχει ξεκινήσει από τους ραπάδες, μαύρους και κυρίως wiggaz ("μαυροπρεπείς" λευκούς), που νομίζουν ότι κάθε τι που δεν «sucks», αξίζει το «respect» μας.

- ΟΚ, δε θα σου σπάσω το κεφάλι σήμερα.
- Ρισπέκ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός / -ή που είναι πολύ καύλα, μανάρι, ωραίος / -α κλπ

- Πω ρε, κοίτα αυτήν εκεί... Πιπίνι!
- Μεγκαυλίσιους!!!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified