Η κατάσταση σαπίλας, σήψης, αποσύνθεσης. Προκύπτει απ' το σαπίζω και την κατάληξη ing του αγγλικού γερούνδιου. Στα αγγλικά θα γραφόταν sapping.

Το σάπινγκ ενδείκνυται σε βαθείς καναπέδες και πολυθρόνες, με τη βοήθεια παιχνιδομηχανών και ελαφρών ναρκωτικών (μπάφοι). Κατά τα προχωρημένα στάδια του σάπινγκ ο εγκέφαλος υπολειτουργεί και όλα είναι αστεία και προκαλούν τον γέλωτα.

- Τι θα κάνετε απόψε;
- Μάλλον για σάπινγκ εδώ σπίτι λέμε. Έχουμε ψωνίσει κτλ, οπότε κομπλέ. Δε φέρνεις κι εσύ το pro evo να γίνει σωστή η φάση;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ισχνή δραστηριότητα που συνήθως παρατηρείται μετά από καταστάσεις έντονης κούρασης. Άμεσα συνδεδεμένο με σουβλάκια, dvd, σχολιασμό για γκόμενες κτλ... Η παρατεταμένη διάρκεια οδηγεί σε αποχαύνωση, εγκεφαλική υπολειτουργία και ασχολίες όπως να παίζεις με μπαλόνια και να προσπαθείς να πετάς χαρτάκια μέσα στη στοματική κοιλότητα ανθρώπινου στόχου.

Λέγεται και πούτσισμα.

- Λετε να μαζευτούμε τη Δευτέρα στο Φάληρο για ψώλινγκ;
- Στάνταρντ... Θα σου δείξω και τι πρέπει να κάνω και στην άλλη στον καναπέ για να μάθει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος ο φλου. Ο αραχτός. Ο ό,τι-βρέξει-ας-κατεβάσει-και-τ' αρχίδια-μου-κουνιούνται. Η έννοια της σήψης είναι έκδηλη σε αυτόν τον ορισμό.

Προέρχεται από τον γνωστό παίκτη καλαθοσφαίρισης του αμερικανικού μπασκετικού στερεώματος (NBA), Shaquille O'Neal.

Λεοπόλδος: -Ρε συ Μιμίκο... Ο Χοσέ πολύ Σαπίλ Ονίλ δεν έχει καταντήσει; Μου τη σπάει η αδιαφορία του...

Μιμικος: -Ρε Λεοπόλδε, ξεκόλλα από τη ζωή σου... Περνάει την άραγκον φάση του το παιδί... Στέι κουλ ντουντ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό cocooning, όπου cocoon = το κουκούλι του μεταξοσκώληκα, της κάμπιας κλπ.

Κάνω κοκούνινγκ σημαίνει αποκηρύσσω για ένα διάστημα φίλους, παρέες, μπαράκια κλπ και κλείνομαι μέσα στο προστατευτικό περίβλημα του σπιτιού μου όπου έχω προηγουμένως αποθηκεύσει:

  1. ποσότητα έτοιμων φαγητών, παγωτού και σοκολάτας ικανή να αντιμετωπίσει την επαύριο πυρηνικού ολοκαυτώματος.
  2. ένα καπνοχώραφο τσιγάρα, ή/και μια φυτεία - αναλόγως
  3. τα 'Φιλαράκια' - την πλήρη σειρά DVD 1994-2004, δηλ. 238 επεισόδια (πιστέψτε με, το έχω ψάξει).

Για το διάστημα που διαρκεί το κοκούνινγκ απλώς σέρνομαι από το κρεβάτι στο ψυγείο και από το ψυγείο στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση και τούμπαλιν. Δεν απαντώ στο τηλέφωνο και φυσικά δεν βγαίνω έξω - δεν έχω λόγο να πάω καν στο περίπτερο ή στην Έβγα διότι αυτά τα έχω προβλέψει.

Όταν κοκούνινγκ κάνει ένας άντρας μόνος του, κάπου στο μείγμα μπαίνει και PC ή παιχνιδομηχανή π.χ. τρεις σαιζόν Championship Manager απνευστί. Όταν κοκούνινγκ κάνει μια γυναίκα μόνη της, γίνονται απαραίτητα διάφορα χουχουλιάρικααντικείμενα, μάσκες προσώπου κλπ. Κοκούνινγκ μπορεί να κάνει κι ένα ζευγάρι, αλλά η ισορροπία είναι ασταθής και δεν διαρκεί πολύ. Μετά το αναπόφευκτο σεξ του πρώτου 24ωρου, η γυναίκα θέλει να χουχουλιάσει, ο άντρας θελει να πάει στο κομπιούτερ, καβγαδίζουν και τελικά λένε 'δεν πάμε και μια βόλτα να δούμε και κάναν άνθρωπο'. Κοκούνινγκ με πάνω από δυο άτομα π.χ. ένα ζευγάρι κι ένας φίλος/-η ή δυο ζευγάρια, καταγράφεται μεν, αλλά συνήθως μετεξελίσσεται σε πάρτι με ούζα.

Ιδανική διάρκεια για κοκούνινγκ είναι ένα Παρασκευο-σαββατο-κύριακο. Μπορεί να τραβήξει μέχρι τετραήμερο, άντε πενθήμερο, αν βολέψουν οι αργίες. Ο,τιδήποτε πάνω από πενθήμερο είναι ανησυχητικό και ελέγχεται ως σύμπτωμα κατατονικής κατάθλιψης.

Κοινωνικά, το κοκούνινγκ ανθεί σε περιόδους οικονομικής δυσπραγίας καθώς είναι ένας καλός τρόπος περιορισμού των εξόδων. Είναι επίσης εύσχημος τρόπος αποφυγής της ταλαιπωρίας που συνδέεται με τις εξόδους του Πάσχα, του Δεκαπενταύγουστου κλπ.

- Λέμε να πάμε Σέλι το Σαββατοκύριακο, είσαι;
- Μπα, για κοκούνινγκ με βλέπω ... οι καιροί γαρ χαλεποί ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωλοβαράμε , ψωλαρμενίζουμε , την παίζουμε. Γενικώς μαλακιζόμαστε.
Προέρχεται από τη λέξη πούτσα, η οποία στο γερούνδιο της ενεργητικής φωνής προσλαμβάνει την κατάληξη -ing (όπως λέμε κλάμπινγκ, όχι όμως κάμπινγκ) και δηλώνει την αποκλειστική ενασχόληση με αυτήν (ναι ρε την πούτσα εννοώ). Προσοχή, δεν έχει καμία σχέση με τον Ρώσο άρχοντα Πούτιν, αλλά μάλλον με τον Αμερικανό πρόεδρο Μπους που έχει αναγάγει το πούτσινγκ σε επιστήμη.

- Πού έχεις χαθεί ρε μαλάκα σήμερα όλη μέρα; Πάλι για πούτσινγκ είχατε πάει με την κωλοπαρέα σου; Πότε ρε θα διαβάσεις για την εξεταστική;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το άθλημα του σούρσινγκ, που σημαίνει ότι σέρνομαι από καναπέ σε καναπέ, ή από καναπέ σε πολυθρόνα.

Βασική προϋπόθεση είναι ότι δεν χρησιμοποιώ τα πόδια μου, αλλά σέρνομαι με το σώμα μου σαν το φίδι.

Ιδιαίτερα δημοφιλές άθλημα στις λεγόμενες καφετέριες, στέκι όπου συναντιέται όλη η παρέα και υπάρχουν φυσικά καναπέδες.

Επίσης σούρσινγκ γίνεται και στα φοιτητόσπιτα όπου οι φοιτητές, άκα λιωμένοι φοιτητές, μετακινούνται στον χώρο με την χρήση αυτού του αθλήματος.

- Ρε μαλάκα... Πάμε έξω;;
- Κάαααααατσεεε να καταφέρουμε να κάνουμε σούρσινγκ... να πάμε στο σαλόνι να πιούμε νερό... τι έξω να πάμε είσαι με τα καλά σου;

αρκούδα που κάνει sourcing! (από sexpeer, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον τριαντά βρήκα το «αφήνω μαλλιά, μούσι» κτλ, που είναι βεβαίως εδραιωμένη χρήση του ρήματος κατά το σχήμα αφήνω (= δεν παρεμβαίνω) τα μαλλιά/ το μούσι μου να μακρύνουν > αφήνω μαλλιά/μούσι κτλ.

Αυτό που δεν βρήκα, όμως, είναι η εξόχως σουρεαλιστική, κατά τη γνώμη μου, φράση «αφήνω κάτω τα μαλλιά μου» που σημαίνει δεν τα πιάνω κοτσίδα «πάνω», αλλά τα αφήνω ελεύθερα.

Άλλο ρήμα που βρήκα στο νέτι ήταν το «ρίχνω» που έχει κάτι το αγριοσουρρεάλ.

Επίσης, το «αφήνω τα μαλλιά μου» σημαίνει «δεν τα πιάνω, τα αφήνω ελεύθερα».

Το χώνω περισσότερο για τον γερμανό μεταφραστή που μάλλον θα φάει μπλε οθόνη αν το δει κάπου, και για την διαπίστωση του σουρρεαλισμού της φράσης, παρά για το αργκοτικό της υπόθεσης.

- Τι έγινε ρε, το κούρεψες το μαλλί;
- Όχι ρε, απλά είναι μέσα στη μπίχλα και άμα τ' αφήσω κάτω φαίνεται...
- Καταλάβατε;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άραξε - ηρέμησε. Αυστηρώς από άτομα που ψάχνουν την προσοχή.

- Μου έχει πει ο ένας να πάμε για καφέ, η άλλη για σινεμά με την παρέα της και ο πατέρας μου να τον βοηθήσω στο συνεργείο. Τι να πρωτοκάνω, έλεος.
- Τσίλαρε, θα τα βολέψεις όλα.

Βλ. και τσιλ, τσίλ ρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρήμα "ξεκουλάρω" <ξε+ cool + άρω> σημαίνει ξε-χαλαρώνω. Χρησιμοποιείται για την ανατροπή υπερβολικά "cool", χαλαρών καταστάσεων, προκειμένου να μπει ένα μέτρο, για την αποτροπή ακραίων καταστάσεων χαλαρότητας, που μπορεί να επιφέρουν ακόμη και το θάνατο.

1.Είσαι έξι μέρες μέσα στο σπίτι και μπαφιάζεις. Ξεκούλαρε λίγο, γιατί θα το κάψεις.
2. "Πάμε να κάνουμε μια παρτούζα, να πιούμε 10 ουίσκια, να ρουφήξουμε 3 κοκίτσες, να στανιάρουμε λιγάκι!" "Ξεκούλαρε ρε φίλε, εσύ πριν 2 μέρες ούτε τσιγάρο δεν έκανες"
3. "Γεια σου κούκλα! Και γαμώ τα βυζάκια έχεις! Θες να πάμε μία μέσα.." "Για ΞΕΚΟΥΛΑΡΕ λιγο"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified