Further tags

Νεολογισμός- μεταφραστικό αντιδάνειο. Σημαίνει το να συνάπτεις ερωτική σχέση με κάποιον οικονομικά και κοινωνικά ισχυρότερο, ώστε να ανεβείς άμεσα κοινωνική βαθμίδα. Συνέβαινε ανέκαθεν, αγγλιστί λέγεται marrying up, αλλά πλέον υπηρετείται από συγκεκριμένα διαδικτυακά σάιτ που αποσκοπούν όχι μόνο σε εφήμερη σχέση με ζαχαρομπαμπάδες, αλλά σε κάτι μονιμότερο.

Από την Carrie Bradshaw και τον Big μέχρι σχεδόν όλες στις Real Housewives, η έννοια του γάμου από συμφέρον δεν είναι κάτι καινούργιο στη μυθοπλασία- κατά κάποιο τρόπο, είναι ένα από εκείνα τα θέματα που δεν φαίνεται να βγαίνουν ποτέ από τη μόδα. Πάρτε, για παράδειγμα, την πιο πρόσφατη ιστορία του Bridgerton. Πίσω από όλο το σεξ στη σειρά, η πλοκή έχει να κάνει με οικογένειες που αναρριχώνται στις βαθμίδες της κοινωνίας, φλερτάροντας με άτομα «υψηλότερης» κοινωνικής θέσης. Ο όρος για αυτό το φαινόμενο είναι “hypergamy” («υπεργαμία») και σύμφωνα με την Damona Hoffman, coach γνωριμιών και οικοδέσποινα του podcast Dates & Mates, είναι τόσο παλιός όσο και ο χρόνος. «Η ιδέα του γάμου με βάση την αγάπη είναι στην πραγματικότητα μια πολύ σύγχρονη πρακτική», λέει. «Ο γάμος παραδοσιακά γινόταν για την εξασφάλιση της οικονομικής σταθερότητας της οικογένειας μιας γυναίκας». (Πρώτο Αίμα).

Got a better definition? Add it!

Published

Μαραθώνιοι κατά τους οποίους χάκερς διαγωνίζονται στο χακάρισμα εταιρειών ή κυβερνήσεων. Εκ του αγγλικού hackathon.

Από το 2022 Αμερικανοί και Κινέζοι χάκερς διαγωνίζονται σε χακαθώνιους για το ποιος θα καταφέρει να χακάρει καλύτερα την αντίπαλη κυβέρνηση.

Got a better definition? Add it!

Published

Ένας άνδρας που έχει αυτοπεποίθηση και μπορεί να είναι μοναχικός λύκος, ιστάμενος έξω από μια κοινωνική ιεραρχία ή ομάδα. Εν μέρει αντιδάνειο από το αγγλικό sigma male, από το γράμμα της ελληνικής αλφαβήτου σίγμα, σε αντίθεση με το alpha male, beta male, που είναι αρχικά όροι της εθολογίας των ζώων.

Το 2024 η προσοχή των γυναικών έφυγε από τους αλφάδες και πήγε στα σίγμα μέιλς.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που έχει χάρισμα στο φλερτ, τη γοητεία και τη σαγήνη. Αντιδάνειο από το rizz, που προκύπτει από το charisma.

Είναι ρίζλερ, αλλά είναι τελείως επιφανειακό άτομο.

Got a better definition? Add it!

Published

Εν μέρει αντιδάνειο από το αγγλικό broligarch. Είναι ο ολιγάρχης που στηρίζει πατριαρχικό σεξιστή πολιτικό, επειδή είναι bro (< brother = αδελφός) στο πλαίσιο συντηρητικής πατριαρχίας. Σύγκρινε με μπροσιαλιστής (=σεξιστής σοσιαλιστής παλαιάς κοπής) και τεκ μπρο (σεξιστής που ασχολείται με τεχνολογία.

Δέκα σημαντικοί μπρολιγάρχες στηρίζουν Τραμπ.

Got a better definition? Add it!

Published

Αγγλιστί micro-flirting. Ανήκει στο ιδίωμα του online dating και σημαίνει την τέχνη του να κάνεις τον άλλο να νιώσει ότι ενδιαφέρεσαι ερωτικώς για αυτόν χωρίς να του την πέσεις ευθέως, προφυλάσσοντας έτσι και τον εαυτό σου ή και τους δύο από μία ρητή απόρριψη.

- Έχω την εντύπωση ότι μου κάνει μικροφλέρτ. - Μπα, η ιδέα σου είναι.

Got a better definition? Add it!

Published

Το άτομο που μένει μόνο του, δηλαδή δεν έχει γάμο ή συγκατοίκηση, αλλά είναι ανοικτό σε πολλαπλές ερωτικές σχέσεις και σε πολυσυντροφικότητα. Εκ του solo polyamorous.

Δεν είμαι μπακούρης, είμαι σόλο πόλυ.

Got a better definition? Add it!

Published

Ανήκει στο ιδίωμα της πολυσυντροφικότητας και είναι το μέλος μιας πολυσυντροφικής σχέσης με το οποίο δεν κάνεις σεξ, αλλά κάνει σεξ ο/η σύντροφός σου. Αποδίδεται στα ελληνικά ως μετασύντροφος.

Το μεταμούρ μου είναι μαέστρος κλασικής μουσικής και μου στέλνει συχνά Μπαχ στο ίνμποξ.

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει το επικοινωνιακό χάρισμα και είναι αντιδάνειο από την ελληνική λέξη χάρισμα από το αγγλικό charisma. Λέξη του 2023, συνηθίζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Έχει ριζ που λένε και οι Αμερικάνοι.

Got a better definition? Add it!

Published

Νεολογισμός- αντιδάνειο από τα αγγλικάνικα (newstalgia) που σημαίνει όταν έχουμε νοσταλγία για την επαναβίωση ενός παλαιού προϊόντος, αλλά το θέλουμε εκσυγχρονισμένο (new).

Παρατηρείται μεγάλη νιουσταλγία για τον σκαραβαίο της Volkswagen.

Got a better definition? Add it!

Published