Αλλιώς, το συνεχές, νευρικό γέλιο που εχει την τάση να μεταδίδεται αστραπιαία στους γύρω μας, προκαλώντας εν τέλει πανδαιμόνιο.

Από το δημοφιλές ξενικό «LOL» (Laughing Out Loud) και το «ολοκαύτωμα».

- Σοβαρή εκπομπή, τι να σου πω... ριάλιτι σου λέει... αρκεί ένας να πετάξει μια μαλακία και γίνεται lol-οκαύτωμα εκεί μέσα...

Οι υπεύθυνοι του λολοκαυτώματος (από Khan, 12/11/14)

Βλ. και λολ / λωλ, lol, λολ, lol-some, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. My Ass Off. Σύντμηση του ROFL-MAO= Rolling On Floor Laughing my Ass Off, που είναι υπερθετικός του λολ (lol). Δηλαδή κυλιέμαι στο πάτωμα γελώντας τον κώλο μου. Βλ. LMFAO κ.λπ. για όλη την βιβλιογραφία. Μπορεί να ειπωθεί και MFAO= My Fucking Ass Off ή MHAO=My Hairy Ass Off. Το λολ της υπόθεσης είναι ότι μοιάζει με τον Mao Zedong τον κομμουνιστή ηγέτη της Κίνας. Κι όπως είναι προχώ να λες προχώ, έτσι είναι ΜΑΟ να λες ΜΑΟ. Ο καραλώλ αστειάτορας λέγεται μαοϊστής.

  2. Ο ίδιος κομμουνιστής ηγέτης σλανγκίζεται ως ΓαΜάο Τσε Τουνγκ, συνώνυμο του γκραν γαμάω. Κάπου το πήρε κι αυτό το μάτι μου μες στην λημματοπλημμύρα.

Χα χα λολ, πολύ αστείο, λμφάο σου λέω, ροφλ-κόπτερ, είσαι πολύ μαοϊστής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιο magic ελληνική διαφήμιση ever. Πρωτοπαίχτηκε το 2006, μήνα-μέρα-ώρα-λεπτό-δευτερόλεπτο δε θυμάμαι. Το σίγουρο είναι ότι ήταν πριν το Μουντιάλ. Διαφήμιση της NOVA. Ο μπάτσος, και σ΄ αυτή αλλά και στην άλλη διαφήμιση της NOVA (pull over the gaidar) με τη γιαγιά και τη γκλίτσα, ήταν οι πιο γαμάτες διαφημίσεις που θυμάμαι. Απόδειξη: τη θυμούνται όλοι οι Έλληνοι μέχρι σήμερα, μουχαχαχα (ΜΧΧΧ).

- Φριιιζ. Φριιιζ σ' λέω. Put the cot down slowly. You have the right to remain silent. Everything you say will be used against you in a court of law!

- Pull over the gaidar! Pull over the gaidar! Your papers pease!
- Κυρ αστυνόμε, γιατί μιλάς εγγλέζικα;
-Your papers otherwise I΄m going to shoot!
- Eσύ σουτ!
- Μήτσο, I need backup!

(από Vrastaman, 07/03/09)(από Galadriel, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λογοπαίγνιο του αστειάτορα. Βγάζει πολύ γέλιο!

Εκ των λολ και λογοπαίγνιο.

- Vrastaman: sexting -> αποστολή γυμνημάτων

- spiros: Καλό! Γυμνημάτωση / Γυμνηματίωση μήπως; (Π.χ. «αυτοί οι δύο γυμνηματώνονται» – όπως λέμε «μηνυματώνονται».)

- Vrastaman: Πολύ καλό ακούγεται ;-) Επίσης η μορφή «γυμνηματάκιας» (κατά το μηνυματάκιας) αποτελεί και πρώτης τάξεως λογοπαίγνιο / λολοπαίγνιο!

(Από το φόρουμ translatum.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερθετικός βαθμός της κατάστασης «Βέγγος», δηλαδή τρέχω απίστευτα, κυριολεκτικά ή μεταφορικά.

Προκύπτει από τα γνωστά σκετσάκια του αξέχαστου Άγγλου κωμικού (Benny Hill 1924 - 1992), σε πολλά από τα οποία ενώ ο ίδιος έτρεχε, το φιλμ παιζόταν σε μεγαλύτερη ταχύτητα, με το γνωστό μουσικό κομματάκι να τον συνοδεύει (Yakety Sax).

- Τι λέει; Πώς πάνε οι ετοιμασίες για τον γάμο;
- Άσε φίλε, έχω γίνει Μπένυ Χιλλ. Δεν προλαβαίνω ούτε να κλάσω...

(από Jonas, 20/10/10)(από Jonas, 25/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του ατόμου με τάση να τρώει ξύλο από τους άλλους αδιαμαρτύρητα, του κακομοίρη καρπαζοεισπράκτορα.

Προκύπτει από τον μικρόσωμο ηλικιωμένο συμπρωταγωνιστή του Benny Hill, (κατά κόσμον Jackie Wright), ο οποίος σε κάθε επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς «The Benny Hill Show» έτρωγε μπόλικες γρήγορες ψιλές στο καραφλό του κεφάλι από τον πρώτο και μάλιστα με το φιλμ να παίζει σε πολλές στροφές.

- Το βλέπεις εκείνο κει το ντούκι απέναντι;
- Ναι, τι;
- Στο σχολείο που τον είχαμε ήταν σαν το γεράκο του Μπένυ Χιλλ. Μέχρι που του τη βάρεσε μια μέρα και πλακώθηκε στα κικμπόξ και τις κρεατίνες και στο τέλος μας έδειρε όλους μόνος του...
- Πίκρα...

Ο Jackie Wright (από Jonas, 21/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι το παράλογο, το μπλε, το τιραμισουρεαλιστικό, το εντελώς κουκουρούκου τόσο με την καλή όσο και με την κακή έννοια.

Εκ του σουρεαλιστικού χιούμορ των Monty Python.

Αγγλιστί: pythonesque.

- Ειναι ενα μοντυπαιθονικο κειμενο που δειχνει την γελοιοτητα της σκεψης των ακροδεξιων, οι οποιοι ειναι η ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ του ανθελληνικου ιδεωδους εν αντιθεση με τους αντεθνικους…
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απλό ρήμα, αποτελούμενο από το λολ / λωλ (αγγλ. lol, δηλ. laughing out loud) και την κατάληξη -άρω, και στη γλώσσα του διαδυκτίου σημαίνει γελάω.

Η χρήση του λολάρω (τουλάχιστον στον γραπτό ιντερνετικό λόγο) εκφράζει την κυριολεκτική κατάσταση γέλωτος, στην οποία βρέθηκε ο χρήστης αφού είδε ή διάβασε κάτι που θεωρεί αστείο, και διαφοροποιείται από το απλό λολ ή lol, που πλέον χρησιμοποιείται καταχρηστικά και σχεδόν μετά από κάθε πρόταση, χωρίς να δηλώνει απαραίτητα την διάθεση του χρήστη να γελάσει.

Όσον αφορά τον προφορικό λόγο, το λολάρω χρησιμοποιείται από τον ομιλητή όταν θέλει να δώσει έναν τόνο ειρωνείας στην απάντησή του προς το, όχι και τόσο πετυχημένο, αστείο του συνομιλητή του (π.χ. να λολάρω τώρα ή μετά;). Αντιθέτως το λολ ή lol σημαίνει ότι ο χρήστης γελάει από ευγένεια, χωρίς να συνοδεύεται απαραίτητα από ειρωνεία, δοκιμάζοντας, κατ' αυτόν τον τρόπο, την νοημοσύνη του συνομιλητή, αλλά και την δική του ευγένεια, με την προφανή δήλωση ότι είναι ευγενικός που δεν γελάει ακριβώς (αντ' αυτού λολάρει).

  1. Στο Highlander είναι ο McCloud με μια γκόμενα σε ρομαντικό δείπνο υπό το φως των κεριών, και κρατάνε από ένα ποτήρι μπράντυ στο χέρι. Σε κάποια φάση ρωτάει η γκόμενα: «Shall we have a toast;». Και μεταφράζει ο μάγκας στους υπότιτλους:«Θες ένα τοστ;» Λολάρω κάνα 5λεπτο λέμε.... (Από εδώ)

  2. αφασία ειναι τα ανεκδοτάκια ειδικά αν τα ακούς από προικισμένο αφηγητη …στο internet βεβαια χάνουν αρκετή από την γοητεία τους αλλά εγώ και έτσι λολάρω. (Από εδώ)

  3. λολολολολ! λολάρω, δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο, βλέπω απο τον μικρό μου αδερφό παιδιά... άστε βράστε είναι η εκπαίδευση πλέον... (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified