Η γκομενίτσα από το αγγλικό chick (<chicken= κοτόπουλο).
Θα παίζει και κάνα τσικιό στην παρέα;
Η γκομενίτσα από το αγγλικό chick (<chicken= κοτόπουλο).
Θα παίζει και κάνα τσικιό στην παρέα;
Got a better definition? Add it!
Η γκομενίτσα εκ του αγγλικού chick (<chicken = κοτόπουλο).
Τόνι, πώς μπορώ να γίνω το τσικάκι σου; (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Η οικογένεια από το αγγλικό family σε κομμέ εκδοχή.
Είναι χόμι από τη φαμ.
Got a better definition? Add it!
Διαδικτυακό αγγλικό κομμέ για το suspicious, δηλαδή για το ύποπτος.
Είναι λίγο sus που τα ξέρει όλα.
Got a better definition? Add it!
Ο παραδοσιακός και συντηρητικός εκ του αγγλικού traditional. Χρησιμοποιείται πολύ στα διαδικτυακά μιμίδια ως αντίθετο αυτών που ανήκουν στη woke κουλτούρα.
Οι τραντ αντεπιτίθενται.
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει το επικοινωνιακό χάρισμα και είναι αντιδάνειο από την ελληνική λέξη χάρισμα από το αγγλικό charisma. Λέξη του 2023, συνηθίζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Έχει ριζ που λένε και οι Αμερικάνοι.
Got a better definition? Add it!
Αλλιώς το Ντελούλου από το αγγλικό delusional, σημαίνει αυτόν που έχει παραισθήσεις.
Είναι τελείως ντελού, νομίζει ότι τα έχει με τον Ρουβά.
Got a better definition? Add it!
αρτί, αρτάρω, ντιέμ(ι), (αν)φόλο, φαβ
Πολύ συνηθισμένη τουιτεράδικη αργκό, που ναι, και κατά την δική μου γνώμη, έχει μεγάλη σχέση με το σεκσ και το Fuckingham (βλέπε τα περισσότερα παραδείγματα).
Άρτι ή αρτί είναι η κοινοποίηση, το RT, δηλ. το retweet στο ελληνικό τουίτερ (μη το φοβάστε, δε δαγκώνει ;)). Και το ρήμα, αρτάρω.
Ντιέμ και ντιέμι είναι το προσωπικό μήνυμα, το DM (από το “Direct Message”).
Φόλο και το αντίθετό του ανφόλο (απ' το follow και unfollow, αντίστοιχα): να ακολουθείς κάποιον και να σταματάς, πατώντας το αντίστοιχο κουμπάκι.
Συνώνυμο του ανφόλο: κερνάω ανφρέντο
Φαβ (απ' το favorite) = να χαρακτηρίζεις αγαπημένο ένα τουί.
Συνώνυμο: φαβορίτα.
Got a better definition? Add it!
Το τουίτ σε ψευδοκουτσαβακική κι ελαφρώς κομμέ εκδοχή.
- Τα καλύτερα τουί τα έχουν γράψει άλλοι (εδώ)
- Θα φτιάξω ένα τουί που θα μιλάει για την μοναξιά μου. Ας πούμε μον- αξία μ- όν -ος μονά- ζω μόνος (μου) υπο- μόνος. Μετά, θα το δείξω και σε άλλους μόνους που ακολουθούν άλλους μόνους. Όμως, δεν έχω τουίτερ. Ούτε έμπνευση. Και οι στίχοι μου με το ζόρι είναι μέτριοι. Έτσι, θα γράψω μόνο είμαι μόνος (εκεί)
(εδώ)
Έτεροι εκσλανγκισμοί του τουιταρίσματος: τιτίβισμα, τσίου, τοιουίτ, τουιτάρισμα.
Got a better definition? Add it!