Πολυσχιδής σλανγκιά, εκ του ηχομιμητικού γουργουρίζω. Αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στα εξής:

  • Το δοχείο του ναργιλέ, αυτό που γουργουρίζει όταν τον πίνεις. Οι γούργουρες κατασκευάζονται από γυαλί, πηλό ή κολοκύθα• οι καλύτεροι όμως, από το κέλυφος καρύδας (η λέξη nārgil στα περσικά σημαίνει καρύδα). Εναλλακτικά: γουργού, γούργουρας, γουργούλακας, γουργούλιακας.
  • Η κληρωτίδα, επειδή όταν γυρίζει γουργουρίζει. Εξ ου και η έκφραση «τώρα που γυρίζει ο γούργουλας».
  • Μη σλανγκικά (αλλά αρκούδως λαογραφικά), το λαρύγγι του κόκορα (επειδή γουργουρίζει) και το πήλινο δοχείο σε διάφορες ντοπιολαλιές.

1.
Γουργούς / γούργουλας: ο ναργιλές (από τον ήχο του νερού κατά το ρούφηγμα που μοιάζει με γουργουρητό

2. οι «ειδήμονες» του ναργιλέ λένε ότι ο καρυδάτος γούργουλας είναι ασυναγώνιστος

3.
Τώρα που γυρίζει ο γούργουλας, ποντάρετε παρακαλώ… Να ξεπουλήσουμε την πατρίδα, τη χώρα που γεννάμε τα παιδιά μας! Άλλος δοσίλογος, ποντάρετε παρακαλώ…

4.
Λοιπόν…στοιχηματίζω ολόκληρο το βασίλειό μου της Δανιμαρκίας, που δεν είναι βέβαια και τίποτα σημαντικό έτσι σάπιο που κατάντησε, αλλά αυτό έχω αυτό βάζω, βάλτε και σεις παιδιά, μαύρο κόκκινο, λάδι για την καντήλα, εδώ κληρώνει ο γούργουλας, πως αν ο επικείμενος πρώτος τους δίσκος τους Let The Sunburnt Country Burn -αν και όποτε βγει- θ’ αφήσει εποχή…

(από σφυρίζων, 18/07/13)(από σφυρίζων, 18/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Στην αρχαία ταξιτζήδικη σλανγκ, το αγώι.

  2. (παίρνω) κούρσα (+ πληθυντικός), παίρνω παραμάζωμα, συλλήβδην αλλά και διαδοχικά, αναλόγως το αντικείμενο στον πληθυντικό.

1α. 'Εχω μια κούρσα για αεροδρόμιο και μετά σχολάω.

2α. Καβάλησε πεζοδρόμιο και πήρε κούρσα τα τραπεζάκια μέχρι το περίπτερο.

2β. Μπήκε λιώμα στο μαγαζί και ήθελε να πάρει όλα τα κορίτσια κούρσα.

Μετά το πρώτο λεπτό. (από Khan, 26/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πτωχεύω, φαλιρίζω, βαράω φαλιμέντο, το διαλύω το μαγαζί με συνοπτικές διαδικασίες αφήνοντας τόγκες αριστερά και δεξιά, χρωστώντας σε όποιον έχει ελληνική υπηκοότητα. Δεν είναι καλό πράμα. Είναι όμως σύνηθες. Συμβαίνει δε και εις Παρισίους, καθώς και στις καλύτερες οικογένειες του Κολωνακίου, ονόματα δεν αναφέρουμε, υπολήψεις δεν θίγουμε.

Ετυμολογικά δεν είμαι σίγουρος πώς μας προέκυψε, αλλά έχω την εντύπωση ότι έχει να κάνει με τον ήχο: η κανονιά είναι ένα δυνατό και εντυπωσιακό γεγονός που δεν περνάει απαρατήρητο, όπως και το να κλείσει ξαφνικά μία επιχείρηση και ν' αφήσει πιστωτές, προμηθευτές, πελάτες κι εργαζομένους παγωτό.

- Τά 'μαθες; Ο Χατζημπουζουκοβλασάρογλου βάρεσε κανόνι.
- Όχι ρε πούστη μου! Τι λες τώρα... Κι έχω μία επιταγή του που λήγει την άλλη βδομάδα για 50 χιλιάδες ευρώπουλα.
- Ε, θα πάρεις κι εσύ τ' αρχίδια σου, όπως και οι άλλοι. Άντε, καλημέρα.
- Κακή, ψυχρή κι ανάποδη ρε Μητσοτάκουλα. Όποτε σε βλέπω για κακό είναι, γαμώ το φελέκι μου μέσα...

Δες και βαράω διάλυση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται (όχι πλέον τόσο συχνά όσο πριν τη χρήση τον καινούργιων τεχνολογικά μέσων προβολής) σε κινηματογραφικές αίθουσες όταν η ταινία είναι μάπα / φέσι / μούφα / για τον πούτσο.

Αναφέρεται στη δυνατή λάμπα που χειριζόταν ο τεχνικός προβολής. Αν τον είχες γνωστό, στό 'λεγε χαμηλόφωνα στο διάλειμμα ανάμεσα στις προβολές.

Ακουγόταν ιδιαίτερα σε μεταμεσονύχτιες προβολές και στο φεστιβάλ κινηματογράφου όπου το κοινό κι ο εξώστης αντίστοιχα δεν χάριζαν κάστανα σε δηθενιές. Επίσης, ακουγόταν όταν η αίθουσα προβολής ήταν σχεδόν άδεια από κοινό - καναδυό αδιάφοροι νοματαίοι.

- Μάγκες τζάμπα καίει η λάμπα.
- Αμερικλανιά του θανατά.
- Άουσβιτς.
- Τιγκανά για πατσά;
- Μέσα.

(από GATZMAN, 10/11/10)αντίπαλο δέος (από anchelito, 11/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Μαγειρική αργκό για το αποτέλεσμα της κατάστασης όπου το φαγητό αρχίζει να καίγεται με συνέπεια να κολλάει, κατά κάποιο τρόπο, στο επίπεδο του πάτου της κατσαρόλας, λόγω έλλειψης υγρών, απουσίας ανακατέματος και υψηλής θερμοκρασίας στην εστία. Χρησιμοποιείται με προσωπική αντωνυμία σε γενική πτώση και κατά κόρον στο τρίτο ενικό του παρατατικού (παρ.1), αλλά και κάποιες φορές του υπερσυντέλικου (παρ.2).

Τα φαγητά αυτά συνήθως είναι φαγητά κατσαρόλας (π.χ. μπριάμι, γιαχνί, στιφάδο κ.ά.), σούπες που πρέπει να χυλώσουν (π.χ. φακές, ψαρόσουπα, γιουβαρλάκια κ.ά.) και διάφορα ριζότο (συμπεριλαμβανομένων σπανακόρυζου, λαχανόρυζου και πρασόρυζου).

Η κατάσταση αυτή είναι εύκολα αντιληπτή λόγω της χαρακτηριστικής μυρωδιάς. Κάποιες φορές το πρόβλημα μπορεί να λυθεί εν μέρει, αν σερβίρουμε φαγητό από την κορυφή της κατσαρόλας, χωρίς να αγγίξουμε καθόλου τον πυθμένα της, ενώ συμβαίνει πολύ συχνά όταν αποσπάται η προσοχή του εκάστοτε μάγειρα, από διάφορους εξωγενείς παράγοντες, την κρίσιμη εκείνη στιγμή που το φαγητό έχει σχεδόν ετοιμαστεί.

Έτσι, σε οικιακό επίπεδο, συμβαίνει όταν η νοικοκυρά αναλύει με υπέρμετρο ζήλο τα της γειτονιάς στο τηλέφωνο ή όταν παρακολουθεί τον Χορχέ Αρμάνδο να πιάνει στα πράσα την Σοζίτα Ντολόρες με τον πρώην αρραβωνιαστικό της, ενώ σε επαγγελματικό επίπεδο συμβαίνει όταν ο μάγειρας έχει να βγάλει κανα πεντέξι παραγγελίες ακόμα (και χρειάζεται τέσσερα ζευγάρια χέρια επιπλέον), ενώ παράλληλα, ανεξέλεγκτα πιτσιρίκια από την δεξίωση μπαινοβγαίνουν στην κουζίνα.

2. Σχετικά με το φαγητό επίσης, λέγεται όταν έχει επιτευχθεί η σωστή και ιδανική ποσότητα κυρίως αλατιού, αλλά και άλλων μπαχαρικών ή μυρωδικών όπως το πιπέρι, η ρίγανη κ.ά. Συνήθως έχει ύφος απόδοσης τιμών (σπεκ και τέτοια), ενώ δε περιοριζόμαστε στον παρατατικό ή τον υπερσυντέλικο αλλά μπορούμε να επεκταθούμε γενικώς (παρ. 3).

(Διατηρώ τις αμφιβολίες μου αν οι παρακάτω περιπτώσεις μπορούν να θεωρηθούν σλανγκ γι ' αυτό τις αναφέρω επιγραμματικά.)

3. α. Εννοώντας την πραγματοποίηση ή μη μιας ευχής. Π.χ.: «Αχ! Ένα αστέρι έπεσε! Μακάρι να πιάσει η ευχή μου...»

β. Αναφερόμενο σε επίτευξη βιδώματος σε σπείρωμα. Π.χ.: «Ε, δεν παίζει, έχει φαγωθεί το σπείρωμα! Μαλάκα δεν πιάνει με τίποτα!»

γ. Λέγεται επίσης για λήψη σήματος από τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό δέκτη. Π.χ.: «Γιόκα μου, άντε κούνα λίγο την κεραία γιατί δε πιάνει καλά το Μέγα.»

(Έχει κι άλλα εδώ.)

  1. - Αγάπη μου! σου αρέσει το Κινέζικο; γιατί μου έπιασε το φαγητό.
    - Το οθωμανικό μου αρέσει, χέσε το Κινέζικο...

  2. - Και γιατί χωρίσανε βρε Κούλα;
    - Της είχε πιάσει το φαΐ και δεν το κατάλαβε, άκου τώρα!
    - Α πα πα! καλέ τι στρίτζος είν' αυτός!

  3. Μαλλλάκα! Και γαμώ τα παστίτσα, ε! Το έχει πιάσει και το αλάτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νταλικέρικη έκφραση, για να δηλώσει καταρχήν το προφανές. Τα χιλιόμετρα του πάνε ή του έλα, που δεν κουβαλάς φορτίο, άρα δεν πληρώνεσαι για το δρομολόγιο. Βέβαια οι ιδιοκτήτες νταλίκας φροντίζουν να κουβαλάνε cargo αλερετουρ, για ν΄αποφύγουν τη χασούρα. Δε τα καταφέρνουν πάντα όμως (άμα τα κατάφερναν δεν θα είχαμε και την φράση).

Μεταφορικά τώρα, χρησιμοποιείται για τη χασούρα γενικότερα και σε όλους τους τομείς ( οικονομικούς, αισθηματικούς κοκ ). Τζάμπα καίει η λάμπα, δλδ.

  1. Στιχομυθία καληνυχτάκηδων
    - Τι έγινε χτες με τη φορτωτική; Πως πήγε; Φάγαμε;
    - Μπα ρε φίλε. Τίποτα. Την πήγα στου διαόλου το κέρατο, και την καληνύχτισα. Ούτε καν βενζινογαμιάς Και οι δύο ταυτόχρονα:
    - Άδεια χιλιόμετρα ρε πστμ!

  2. - Πού, ρε συ;
    - Τούαλετ.
    - Μπύρες;
    - Ναί.
    - Άδεια χιλιόμετρα ρε μλκ. Πιές κανά μπέρμπον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτίθεμαι, αποκαλύπτομαι, ξεφτιλίζομαι.

Αργκό που προέρχεται από τις μπουζουκλερί «βγαίνει το πρόγραμμα» δηλ. οι τραγουδιάρες στην πίστα = σε κοινή θέα.

Συνώνυμα: Βγαίνω στην πίστα / σέντρα / στον τάκο / στο ικάντιο (παραφθ. εκ του Επτανησιακού «ινκάντο» < ιταλ. incanto = δημόσιος πλειστηριασμός της περιουσίας κάποιου μετά από κατάσχεση = μτφ. διαπόμπευση / χλεύη) κλπ, βγαίνω φόρα (παρτίδα), με παίρνουνε χαμπάρι / πρέφα / κάβο κλπ.

Αφιερωμένο σε Ironick.

  1. Αγόρι, μην την κοζάρεις στο έτσι τη γυναίκα, βγαίνεις πρόγραμμα.

  2. - Λοιπόν, θα μου τα δώσεις τα κλειδιά για τη γκαρσονιέρα;
    - Ναι, αλλά κάτσε πρώτα να στείλω τη δικιά μου στη μάνα της, σιγουρέψου κι εσύ ότι θα φύγει για το ταξίδι η δικιά σου, γιατί έτσι και σφυρίξει τίποτα η μια στην άλλη, βγήκαμε πρόγραμμα.

  3. - Ρε συ τι λέει, αυτή η μπίζνα με τα [...]* είναι σόι; - Η φάση βρωμάει φίλος, αλλά έχει χαρτί.
    - Παίζει να μπω κι εγώ να βγάλω κανα μεροκάματο;
    - Να δω φως όμως, γιατί σε λένε για πεθαμένο και με το συγγνώμη δηλαδή...
    - Ρε, μπαίνω με 30 χιλιάρικα και πάω μ' όποιον τα 'χει**.
    - Εντάξει, αλλά ρελαντί και τουμπέκα σου, μη βγούμε πρόγραμμα στα παιδιά.


  • [...] = οποιαδήποτε (big/small time) καινούρια επιχειρηματική δραστηριότητα στα όρια της νομιμότητας (συνήθως αρπαχτή), που αποφέρει γρήγορο και εύκολο κέρδος και που διαρκεί μέχρι να γίνει Β κοινό και να θεσμοθετηθούν κανόνες, οπότε είτε γίνεται δυσκολότερη (π.χ. αποφέρει λιγότερο, έχει περισσότερο ανταγωνισμό, έξοδα, ρίσκα, φορολογία κλπ) είτε εξαλείφεται ως νέτα-σκέτα παράνομη.

** «Πάω μ' όποιον τα 'χει» = μπαίνω / ποντάρω καθυστερημένα σε κόλπο που έχει ήδη ξεκινήσει πάνω σ' αυτόν που κερδίζει (παλιά χαρτοπαικτική έκφραση, ακόμα εν ισχύ σε κύκλους άνω των -ήντα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τις πλέον αρχιδόσπαστες γειώσεις που μπορεί να δεχθεί κάποιος από το αντικείμενο του πόθου του. Πόσω δε μάλλον όταν το εν λόγω αντικείμενο ξεμουνιάζεται με κάθε απίθανο κωλοχαρακτήρα και μετά στρέφεται σε σένα για ψυχολογική στοργή και προδέρμ sans φάσωμα. Και ύστερα, καληνύχτα.

Κυρίες μην το κάνετε, είναι παθητικοεπιθετικό, κινδυνεύετε πράγματι να χάσετε έναν καλό φίλο. Είναι απείρως εντιμότερο να τού πείτε στην ψύχρα ότι δεν σας κάνει κούκου, δεν τον γουστάρετε βρε αδερφέ. Εάν είναι και καλό παιδί, προσφερθείτε να του γνωρίστε κάποια από τις ξεμειναμένες φίλες σας. Αν πάλι τον συμπαθείτε πράγματι, εμπλουτίστε την φιλία σας με προνόμια, κανείς δεν έκλαψε από καζάν-καζάν φάσεις!!!

  1. - Λίλιαν, I shink I yam on luv <3 <3 <3
    - Νίκο, σε βλέπω σαν καλό φίλο, μη διακινδυνεύσουμε την ωραία μας φιλία...
    - Ποιος είπε να την χαλάσουμε, μπορούμε και στο φιλικό!
    - Καληνύχτα φιλενάδε (μουνόδουλε!)

2.
- Τι έγινε, Λίλιαν; Έμαθα ότι στην έπεσε ο Θανασάκης; Θα κάνεις τίποτες;
- Μπα, Λάουρα... ο Θάνος είναι ο πιο καλός ενήλικος. Τον βλέπω σαν φίλο, σαν αδερφό και δεν θέλω να χαλάσω την πολύτιμη φιλία μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση, η οποία στην πλήρη μορφή της έχει ως «δικηγόρος απλήρωτος – σκατά μπουκωμένος» και αντιτείνεται έναντι κάποιου που πετάγεται σαν πορδή εν τω μέσω μιας αντιδικίας, στην οποία δεν του πέφτει κανείς απολύτως λόγος. Κι όπου όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος (sic = το σωστό είναι πείθει και όχι πίπτει)...

Σχετικές εκφράσεις: Εσύ τί πετάγεσαι; Δικηγόρος είσαι; / Το δικηγόρο μας παριστάνεις; / Δικηγόρο δεν είχαμε-δικηγόρο βάλαμε! / Δεν ζήτησα δικηγόρο κλπ.

Η έκφραση αντιστοιχεί στην ορθότατη συναλλακτική συνήθεια, κατά την οποίαν ο εντολέας προπληρώνει τον εντολοδόχο δικηγόρο του και ταυτόχρονα του αναθέτει τον χειρισμό της υπόθεσής του, ώστε ο τελευταίος να νομιμοποιείται να αναμιχθεί σε οικογενειακές, προσωπικές, επαγγελματικές κλπ αντιδικίες του πρώτου, να ζητήσει επίσημα έγγραφα απο δημόσιες αρχές και να παραστεί για λογαριασμό του στα δικαστήρια.

Άνευ πληρωμής, εντολή δεν υπάρχει.

Παρ’ όλα αυτά στην νυν και αεί προβιομηχανική Ελλάδα, καίτοι υφίσταται η σοφή λαϊκή ρήση «οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους», όλο και θα’ ρθει κάποιος πτωχός συγγενής, κάνας φίλος απ’ τα παλιά φορτωμένος με χιλιάδες αναμνήσεις (και προβλήματα), κάνας συγχωριανός, τίποτε καλόβολοι γείτονες κλπ και θέλοντας ο βλάχος και μη θέλοντας ο ζωγράφος, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος ο δικηγόρος (σου λέει «άσε μην τον δυσαρεστήσω και θα μου φέρει κανέναν άλλον που πληρώνει») θ’ αναλάβει την υπόθεση έναντι πενιχρής ή και μηδενικής αμοιβής.

Στην συνέχεια όμως, ο δικηγόρος θα ψιλογράψει στ’ αρχίδια του τον οιονεί πελάτη ιδίως όταν η υπόθεση ξεκινάει απλή και καταλήγει σε περικοκλάδα (εφετεία, ασφαλιστικά μέτρα, απρόοπτο τρέξιμο κ.α.), ο δε τελευταίος δίχως να διαθέτει συγγραφικές προδιαγραφές ενός Δουμά (έστω και υιού) μπορεί να θυμηθεί την υπόθεσή του «μετά 20 έτη» και να ζητήσει το λόγο κι απο πάνω, κι ας μην έδωσε μία. Λάβετε θέσεις: Η παράσταση αρχίζει...

Για κάθε ιδιώτη, η υπόθεσή του είναι προσωπική και την θυμάται πρωί-βράδι (και χαίρεται), ενώ ο δικηγόρος έχει πολλές σκοτούρες, εκτός κι αν η εκάστοτε αμοιβή φτάσει σε τέτοια ύψη ώστε και ο δικηγόρος να μπορεί να ζήσει αξιοπρεπώς και ν’ ασχοληθεί επισταμένως π.χ. με μια το μήνα (ναι αλλά το τί θεωρείται «αξιοπρεπής διαβίωση» ποικίλει)...

Όταν ο δικηγόρος λάβει την εντολή (δηλ. την αμοιβή) μπορεί αλλά και οφείλει να παρεμβαίνει σε κάθε εξώδικη και διαδικαστική πράξη υπέρ του εντολέα του, μέχρι την ρητή η έγγραφη ανάκληση της πληρεξουσιότητάς του, αν ο εντολέας δεν μείνει ευχαριστημένος απο τις υπηρεσίες του (ακόμα και επ’ ακροατηρίω).

Για την καίρια καμιά φορά συνδρομή του δικηγόρου στις υποθέσεις των ιδιωτών, ας παρατεθεί ένα νόστιμο περιστατικό:

Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα ποινικό δικαστήριο μιας πολύυυυ μακρινής χώρας, είχε αποφασίσει να πάει η κατηγορουμένη μόνη της στο δικαστήριο να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Αφού την άκουσε η έδρα, η υπόθεση άρχισε να περιπλέκεται. Ενώ αρχικά φαινότανε απλή, μπήκανε στη μέση κάτι οικογενειακά, κάτι έγγραφα ασαφή, η κατηγορουμένη δεν ήξερε να τα εξηγήσει σωστά, η ώρα περνούσε και οι δικηγόροι των κατοπινών υποθέσεων είχαν αρχίσει να γκρινιάζουν, άλλη αναβολή δεν έπαιρνε και το δικαστήριο ήθελε να αθωώσει αλλά δεν ήξερε πού να στηριχτεί. Στο μεταξύ διάστημα, είχε πλησιάσει στην έδρα ένα καλοντυμένο γεροντάκι, που άκουγε τα διαμειβόμενα και περίμενε υπομονετικά. Κάποια στιγμή, τον τσακώνει με το βλέμμα της η πρόεδρος και τον ρωτάει:

[i]- Εσείς τί είστε;
- Δικηγόρος...
- Καλά και μας αφήνετε τόσην ώρα να βγάλουμε την κόρυζα (ή κάτι τέτοιο) και δε μιλάτε;
- Όχι, εγώ είμαι απο άλλη υπόθεση...[/i]

(Έπεσε το γέλιο της αρκούδας!)

Ο Ναστραδίν Χότζας, κάποτε, λέει, παρενέβη σ’ έναν καβγά δυο νεώτερών του, που κρατούσαν μαχαίρια, θεωρώντας οτι θα τους συνετίσει καθότι πρεσβύτερος και ιερωμένος (ότι «ειρήνη υμίν» και τα τέτοια - λόγω επαγγελματικής διαστροφής). Αντ’ αυτού εισέπραξε μια μαχαιριά στο κεφάλι. Οι παριστάμενοι έσπευσαν να τον βοηθήσουν και τον ρώτησαν αν ήταν επιπόλαιο τραύμα ή αν έφτασε το μαχαίρι βαθιά στο μυαλό, ώστε να φωνάξουν τον σπετσιέρη. Ο Χότζας τότε θυμοσόφησε λέγοντας: «Ποιό μυαλό; Αν είχα μυαλό δεν θ’ ανακατευόμουνα. Την επόμενη φορά θα ξέρω να’ χω το μυαλό μου και μια λίρα τουλάχιστον»! (Η προσθήκη «και του μπογιατζή ο κόπανος», είναι μεταγενέστερη και μάλλον δεν έχει καμία σχέση με τον μύθο και την παροιμιώδη έκφραση).

Όταν δυο κίναιδοι μαλώνουνε σε ξένο γαμιστρώνα, ο ιδιοκτήτης συνήθως δεν είναι ο δικηγόρος. Πολλές φορές αναγκάζεται ν’ ανακατεύεται με τα πίτουρα και καμιά φορά τον τρών κι οι κότες (μπλέκει κι ο ίδιος προσωπικά) και γι’ αυτόν το λόγο πρέπει τουλάχιστον να αμείβεται.

Άλλωστε, όλοι οι επαγγελματίαι γνωστοποιούσιν εις κάθε επίδοξον μπαταξήν οτι ο κ. Βερεσές έχει απο μακρού αποδημήσει εις Κύριον κι ο υιός του μετώκησεν εις την Πόλιν.

Περισσότερα για τους δικηγόρους, σε λήμμα-ορισμό-σχόλια στο χασοδίκης του ερίτιμου Μπετατζή μας.

Σημειωτέον, εδώ η έννοια «δικηγόρος» έχει την χροιά της ιδιότητας του λειτουργού της δικαιοσύνης και όχι αυτήν της παλιάς λαχαναγορίτικης αργκό, που σημαίνει «κοκαΐνη» (Κύριος οίδε διατί)...

(Κόρη):
- Λοιπόν εγώ θα πάω πενταήμερη ο κόσμος να χαλάσει!
(Μάνα):
- Αμ δε σφάξανε! Για να γυρίσεις ξεμυαλισμένο και να χάσεις τις πανελλαδικές, να πληρώνω εγώ ξανά-μανά φροντιστήρια του χρόνου; Ούτε πάνω απ’ το πτώμα μου!
(Γιός-μούλος):
- Έχετε δίκιο μητέρα. Δεν είναι σωστό να αποσυντονισθεί η μελέτη της...
(Μάνα + Κόρη):
- Εσένα ποιός σου μίλησε; Ορίστε μας! Δικηγόρος απλήρωτος μιά! Άμε στο δωμάτιό σου κι ασε μας να τσακωθούμε με την ησυχία μας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός των γνωστών ερμηνειών, η λέξη έχει τις επιπλέον χρήσεις:

  1. Τεμάχιο δόσης ηρωίνης, λόγω περιτυλίγματος (βλ. «πίνω ένα χαρτί») αν και σήμερα συνήθως το «τζί» (=gram.) πουλιέται σε ασημόχαρτο, αλλά και αυτούσιο ποτισμένο χαρτί σε ψυχωσιομιμητικά φάρμακα (βλ. «έφαγα ένα χαρτί»=LSD, goof balls, βενζοδιαζεπίνες κλπ).

  2. Επίσημο έγγραφο (βλ. γραφειοκρατική απειλητική έκφραση «θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί», δηλ. θα σε εμπλέξω στα γρανάζια της δημόσιας διοίκησης-δικαιοσύνης κι άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας, «έχω χαρτιά με βουλοκέρια», δηλ. είμαι νόμιμος τιτλούχος, «κάνε τα χαρτιά σου», δηλ. κάνε επίσημα μια αίτηση, καθώς και την εύστοχη κρητική παροιμία «τα ζώα τα δένουν με σχοινιά-τους ανθρώπους με χαρτιά» που δηλώνει την δεσμευτικότητα των νομικών εγγράφων).

  3. Τραπουλόχαρτο και μετωνυμικώς η χαρτοπαιξία. Προ αιώνος, η τράπουλα (ιταλ. Trappola = παγίδα, σήμερα carte da gioco / ναπολιτάνικα: piacentine) λέγονταν «χαρτάκια». Βλ. έκφραση «έχω καλό χαρτί», «δώσ' μου χαρτί», «θα παίξω το τελευταίο μου χαρτί» (δηλ. τελική κι αποφασιστική ενέργεια για την έκβαση ενός αγώνα) κ.α.

  4. Κωλόχαρτο. Συγκεκριμένα, όταν κάποιος παράτολμος (όχι τολμηρός) καθ’ έξιν κλανιάρης το παραξηλώσει, οι παριστάμενοι φωνάζουν: «Χαρτί! Δώστε του χαρτί!» (δηλαδή θα χεστείς!) Ανάλογη σημασία, έχει και η ιαχή αγανακτήσεως «σκίσου πούστη!» (= ξεκωλιάστηκες πια)...

  1. - Ψψψτ φιλαράκι! Θες γυναίκα;
    - Όχι!
    - Γουστάρεις να ποιείς κανα χαρτί; -Άσε με ήσυχο ρε φίλε...
    - Κοίτα ’δω, έχω ένα ρολόι χρυσό, ένα πενηντάρικο, το θες;
    - Μη μου γίνεσαι παλτό ρε φίλε! Ξεκουβάλα τ’ άκουσες;
    - Καλά ρε φίλε, πώς κάνεις έτσι; Το ψωμάκι μας πα’ να βγάλουμε...

  2. - Θα σου δείξε εγώ! Θα πάω σε δικηγόρο! Έχω χαρτιά εγώ!
    - Θα μου κλάσεις μια μάντρα λιμουζίνες...

  3. - Μπα-μπα; Τί βλέπω; Χαρτάκι-χαρτάκι; Το στρώσαμε βλέπω...
    - Ουστ από δω βρε κατσικοπόδαρε κι έχω φύλλο σήμερα!

  4. - Ωχ! Μεγάλε, μας την πέσανε... Πού είναι η τουαλέτα;
    - Από κει, αλλά νομίζω δεν έχει χαρτί.
    - Και τώρα;
    - Έχει κονφετί στο πάνω ντουλάπι, αν δε βαριέσαι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified