Το ρήμα τζαμάρω αποτελεί εξελληνισμένο δάνειο του αγγλικού jam και δηλώνει την ενεργή και ενεργητική συμμετοχή σε μουσικό τζαμάρισμα.

Joe Satriani: Μου τηλεφώνησε ο Sammy το Φεβρουάριο του 2008 και μου ζήτησε να τζαμάρω μαζί του στο encore μιας από τις συναυλίες του στο Las Vegas. Εκεί ήταν επίσης ο Chad και ο Mike και μετά από αυτό ήμασταν μπάντα. (Πηγή: εδώ )

-Seven Mile Beach, Negril, Jamaica. Συγκλονιστικά ηλιοβασιλέματα (χωρίς τους Γιαπωνέζους της Oίας), οι κιτρινωποί φοίνικες που σκιάζουν ευεργετικά κι εγώ με τα ντόπια φιλαράκια στο στέκι του Alfred’s «τζαμάρω» σε ρυθμούς ρέγκε κάθε βράδυ. Κάπου από εκεί ψηλά, είμαι σίγουρος, ο Mπομπ μάς κοιτάζει. Kαι γουστάρει. Mόνο παράδεισος; Θα αστειεύεστε. Μένω ακριβώς πάνω στην παραλία, στο Couples Swept Away.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκογενές επιφώνημα κυρίως προτρεπτικό κινήσεως, με θετικό ή αρνητικό περιεχόμενο. Προέρχεται από το τούρκικο Ya Allah (παλιότερα στρατιωτικό πρόσταγμα εφόδου στο όνομα του Μεγαλοδύναμου, όπως γιουρούσι-γιούρου-γιάγμα κ.λπ. και νεωστί: Για τ’ όνομα του Θεού, άντε στην ευχή του Θεού κ.α. αντίστοιχα στα εγκλέζικα Jesus Christ, by Jove, Godspeed, κέλτικα Begorrah, ιταλικά Dio Santo, ισπανικά por Dios, γερμανικά zum Donnawetter/um Gotteswillen κ.λπ.). Οι Τούρκοι σταμπουλούδες ταρίφες (που οδηγούσαν τα Μουράτ=Φίατ ταξί αυτοκίνητα), το χρησιμοποιούν κατά κόρον, εν είδει «άιντε, κουνήσου μαλάκα ξημερώσαμε!» (δηλ. ντούρ!/γκίτ!).

Όπως και με πολλές άλλες τούρκικες λέξεις, συμβαίνει να συμφύρεται η έννοια της με αντίστοιχη εν μέρει ομόηχη ελληνική δηλ. γιάλα - για έλα < έρχομαι (όπως π.χ. μέραμπα - καλημέρα, μπρε - μωρέ / βρε / ρε / ορέ Ρούμελη-Μοριάς / βορέ Κεφαλλονιά κ.λπ)., ώστε συχνά να αλλοιώνεται τεχνηέντως η ετυμολογία τους. Ομοίως, οι απόψεις για την προέλευση του προτρεπτικού μορίου ά(ι)ντε διίστανται: Προέρχεται από το ιταλο-ισπανικό andar(e) (προστακτική: anda!=περπάτα, προχώρα) ή από το τούρκικο hayti = άντε / μπρος (π.χ. hayti bacalum = άντε να δούμε); Μάλλον το δεύτερο.

Στην Ελλάδα σχετίζεται περισσότερο με τα τσακίσματα του ρεμπέτικου, δηλαδή είτε ως επιφώνημα επιδοκιμασίας για τις τσαλκάντζες του τραγουδιάρη (π.χ. Έλα, άντε, δώσ' του, αμάν-αμάν τα βεραμάν, ωχαμάνα άλα της, ολούρμι, γιαχαμπίμπι, έτσι, γκιουζελίμ, αυτά είναι, ώπα, γειά σου, ντιριντάχτα, να μου ζήσεις, μπιραλλάχ, σσσσσ... κ.λπ.), είτε ως προτροπή προς χορευτή, να φέρει τις βόλτες του με όμορφες (αλλά απέριττες) φιγούρες. Αξιοσημείωτο είναι, ότι παλιότερα σφύριζαν χαρούμενα οι θαμώνες των καφωδείων κι ακόμη παλιότερα έριχναν και πιστολιές στον αέρα (ή στο ταβάνι), σαν την Άγρια Δύση!

Εκτός της συνηθισμένης χρήσης του, το νατουραλιζέ ελληνικό πλέον «γιάλα» (εκ του υποτιθέμενου «έλα»), συνέχισε και μετά το ’50 να προσφωνεί ειρωνικά τους βλαχόμαγκες, που σηκώνονταν να τσουρο-χορέψουν (βλ. γιέλλλα!). Συγκεκριμένα, ο Τσιτσάνης το’ λεγε συχνά είτε κοροϊδευτικά, είτε γιατί έτσι του 'βγαινε αφού ήταν από τα Τρίκαλα κι οι Πειραιώτες ρεμπέτες τον αποκαλούσαν υποτιμητικά «Βλάχο» ή «Πονηρό» ή «Τσίλα» (=Βασίλης στα βλάχικα), καθώς έσκωπταν όσους έμπαιναν στο ταράφι και δεν προέρχονταν από 3-4 πόλεις (λιμάνια) που διέθεταν βιομηχανικό υποπρολεταριάτο.

Τέλος, σημειωτέον ότι υφίσταται και νεο-κουτούκι με τη λογοπαιγνιώδη επωνυμία «Πάμε γι’ άλλα», στα Εξάρχεια.

- Μαέστρο παίξε ένα απ’ τα δικά μου!
- Έγινε Γιώργο μου! (Ακολουθεί ταξίμι)
- Γιάλααααααα! Αυτός είσαι!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό session player. Ο σεσιονάς (ενίοτε γράφεται και ως σεσσιονάς) είναι ο εξωτερικός μουσικός, ο εκτός συγκροτήματος μουσικός, ή γενικά ο επαγγελματίας ανεξάρτητος –κατά κύριο λόγο οργανοπαίκτης–, ο οποίος πληρώνεται για να συμμετάσχει στην διαδικασία ηχογράφησης ενός δίσκου. Ως session λογίζεται το χρονικό διάστημα ηχογράφησης των μερών ενός οργάνου (το οποίο συνήθως είναι προκαθορισμένο, ασχέτως με το αν πολλές φορές κρατάει περισσότερο από τον αρχικά σχεδιασμένο χρόνο). Σημειωτέον δε, πως ο σεσιονάς πληρώνεται –συνήθως– με την ώρα.

Τέλος, η εργασία του σεσιονά πολλές φορές δεν αφορά μόνο τις ηχογραφήσεις σε στούντιο, αλλά και τις ζωντανές εμφανίσεις, καθώς και τις πρόβες. Ενίοτε δε, οι σεσιονάδες μπορούν να εξελιχθούν σε μόνιμα μέλη, με ενεργό ρόλο στην πορεία μιας μπάντας.

  1. Ωραίοι οι τύποι! Μάλλον κανένας σεσιονάς θα είναι ο ντράμερ τους και τον έχουν στα ψιλά γράμματα. (Από εδώ)

  2. Σήμερα θέλω να σας μιλήσω για την «φυλή» των μουσικών. Δεν ανήκουν όλοι οι άνθρωποι που ασχολούνται με την μουσική σ’ αυτήν την φυλή. Ανήκουν οι επαγγελματίες, ή «σεσιονάδες», που η δουλειά τους είναι η μουσική. Αυτή η μυστηριώδης, γοητευτική φυλή ανθρώπων, που κοιμούνται τα πρωινά (εκτός από τους καθηγητές μουσικής, ίσως, αν και υπάρχουν και κάποιοι που τα καταφέρνουν συγχρόνως και στην μέρα και στην νύχτα, οπότε ανήκουν σίγουρα) και ξυπνούν το μεσημέρι, αράζουν και το βράδυ βγαίνουν, σαν να ήταν πρωί, και πηγαίνουν είτε σε πρόβα, είτε σε sound-check, είτε σε συναυλία, είτε σε κανένα μαγαζί για «σκάψιμο». (Από εκεί)

(από electron, 06/02/10)The Kinks - Session Man (ακριβώς αυτό) (από allivegp, 06/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ιδιοκτήτης μουσικού στούντιο (οποιουδήποτε προσανατολισμού). Ενίοτε, ως στουντιάς μπορεί να αποκαλείται (καταχρηστικά) ο υπάλληλος / ηχολήπτης / λίγο απ' όλα πίσω απ' την κονσόλα τυπάς που βρίσκεται στον χώρο, όταν ο κατεξοχήν στουντιάς την έχει κάνει (προσωρινά ή μη) για διάφορους λόγους από το στούντιο.

  1. Γενικά από την behringer μόνο ορισμένα πεταλάκια της συμπαθώ!!! Και να απαντήσω στον φίλο X-minor τα αλλουμινένια ηχεία εγώ προσωπικά τα λατρεύω... Είχα και εγώ την επιφύλαξή μου όταν τα πρωτοείδα αλλά όταν έπαιξα στην 4x10 καμπίνα της Hartke με την gallien μου έπαθα πλάκα... Δεν έχω ακούσει καλύτερο συνδιασμό... Και ο στουντιάς που τα είχε μου είπε πως είναι πολύ λιγότερο ευπαθή από τα άλλα... (Εδώ)

  2. Απο δω και περα,κριτηριο για το αν παμε σε ενα στουντιο ή οχι 8α ειναι και αν εχει τσαμπα cafe... επισης αν μας κερασει pizza ο στουντιάς ή αν μας κανει και το τραπεζι ακομα καλυτερα ... (Εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συγκεκριμένος όρος αποτελεί εξελληνισμένο δάνειο του αγγλικού όρου jamming (που με τη σειρά του δηλώνει το jam session) και χρησιμοποιείται για να περιγράψει στην συνάντηση μουσικών (κατά κύριο λόγο οργανοπαιχτών και όχι θεωρητικών) με σκοπό την πρωτογενή παραγωγή μουσικής, χωρίς να υπάρχει προετοιμασία ή προϋπάρχον υλικό. Το τζαμάρισμα χρησιμοποιείται λανθασμένα ως συνώνυμο του ζωντανού αυτοσχεδιασμού. Λανθασμένα, γιατί ναι μεν υποδηλώνει τον αυτοσχεδιασμό (σε πραγματικό χρόνο), αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι οι μουσικοί θα συνθέσουν κάτι καινούργιο από το πουθενά, αλλά μπορούν απλά να επανεκτελέσουν κάποια ήδη υπάρχοντα κομμάτια του ρεπερτορίου. Σκοπός του τζαμαρίσματος είναι κατά κύριο λόγο η επικοινωνία μεταξύ των μουσικών.

Τώρα, ανάλογα και με την προσωπικότητα και την εκτελεστική δεινότητα και φαντασία των οργανοπαικτών το τζαμάρισμα θα κινηθεί είτε προς την αγνή παραγωγή μουσικής (ασχέτως λαθών, καθώς, όπως αναφέρθηκε και πιο πριν, δεν υπάρχει προετοιμασία εκ μέρους των συμμετεχόντων), είτε προς τον χαβαλέ -ο οποίος πολλές φορές στερείται οποιασδήποτε (μουσικής) ουσίας και οποιασδήποτε (μουσικής) αξίας και λόγου ύπαρξης. Πολλές φορές όμως το τζαμάρισμα συνεισφέρει στο δέσιμο των μελών ενός συγκροτήματος και στην παραγωγή πραγματικά αξιόλογης μουσικής, είτε σε πραγματικό χρόνο, είτε υπό τη μορφή ιδεών οι οποίες θα δεχτούν περαιτέρω επεξεργασία σε μετέπειτα χρονική περίοδο.

Το τζαμάρισμα αφορά περισσότερο σύγχρονα μουσικά είδη (ελληνικά και ξένα) και δεν συναντάται στην περίπτωση της κλασικής μουσικής (οι ωδειούχοι έχουν γενικά μία τάση να αποστρέφονται τον αυτοσχεδιασμό. Μάλλον επειδή δεν μπορούν να τον καταλάβουν).

Τζαμάρω, στην περίπτωσή μου, σημαίνει γουστάρω να γρατσουνάω την κιθάρα μου. Πράγματι, κάθε φορά που ο Μeerkat έχει σπάσει το φράγμα του χρόνου κι επομένως δεν «ακούει» το παρόν, ο Αlbatross ίπταται σε ύψη όπου δεν φτάνουν ήχοι από τον ταπεινό γήινο κόσμο και η Lizard τρυπώνει βαθιά στο λαγούμι της και φοράει τις ωτασπίδες της, εγώ βγαίνω στην παραλία με την κιθάρα μου, περνάω το βίσμα και αρχίζω το τζαμάρισμα…Ναι λοιπόν, είμαι ο ταραξίας της κοινής ησυχίας των Γκαλάπαγκος! Τελευταία, όμως, ανακάλυψα ότι έχω πολλούς «φίλους και φίλες» στον διαδικτυακό χώρο…

(Πηγή: http://smalliguana.blogspot.com/2008/01/blog-post.html )

Ζητούνται 2 ατομάκια να παίζουν κιθάρα και πλήκτρα για τζαμάρισμα (τι εννοεί;)
να μην είναι μέταλα,
να μήν είναι σκυλιά,
να μην είναι πολύ κουλτουριάρηδες,
να μην σνομπάρουν την ελληνική μουσική,
να είναι μέχρι 35,
να είναι ο ένας κοπέλα και μάλιστα κουκλάρα,
να παίζουν Θηβαίους, Αλκίνοους, Μαγειρίτσες και τα συναφή είδη,
και να ψάχνονται για πρωτότυπα τεμάχια
Με σκοπό να παίζουμε καμιά Παρασκευή σε κανένα κουλαριστό μερος για τον χαβαλέ και ό,τι προκύψει.

Πολλά ζητάω;

(Πηγή: http://www.makemusic.gr/forum/showthread.php?t=533

(από Stravon, 05/09/09)(από patsis, 26/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και μπουκίνο.

Έτσι λέγεται στην τιμημένη Φ.Ε.Λ. (Φιλαρμονική Εταιρεία Λευκάδας) και σίγουρα όχι μόνον εκεί το επιστόμιο των πνευστών οργάνων. Η λέξη είναι ιταλογενής, bocca (λατινικά bucca) είναι είναι το στόμα, συν την κατάληξη -ino.

Ένα γρήγορο γούγλισμα έδωσε κάτι και για το επιστόμιο του ναργιλέ, αν και μου κάνει παράξενο να παίζει ιταλική λέξη για εξάρτημα του ναργιλέ.

Και επειδή η ΦΕΛ εκτός από από τα πιο ιστορικά σωματεία της ελλάδας είναι και άντρο λευκαδίτικης καφρίλας, τα λογοπαίγνια τύπου «αποκείνο» (λέμε και «αποκειό», όπως και το αποτέτοιο, για μη κατονομαζόμενο αντικείμενο), και οι ατάκες δίνουν και παίρνουν, χωρίς να θεωρούνται μπανάλ και εύκολες.

  1. Στο κούρτ'σμα*:
    (μαέστρος) - Τζήζου, δώσ' ένα σολ.
    - (με το τιμημένο άλτο σαξόφωνο που είχε τρία στρώματα σκουριά) σοοοοολ
    - Μπα γαμώτο κάνε, χαμ'λός είσαι πάλε. Δεν το ζέστανες μωρέ διάολε;
    - Ε, μωρέ Μάκ', ξέρ'ς τώρα...έπαιξα μια φορά το μάπετ σώου πάντως.
    (τρίτος κάφρος) - Ε, βάλ' το τό αποκείνο σου παραμέσα μωρέ να τελειώνμε και το βρίσκ'ς μετά...

*κουρτίζω < κουρδίζω < χορδίζω, αδόκιμη χρήση του ρήματος, καθώς η φιλαρμονική δεν έχει έγχορδα. Αλλά νταξ.

  1. - Κιο τί 'ν' τούτο!!
    - Το μποκίνο μ', Μάκ'.
    - Μότσα έπιασε, να το καθαρίζ'ς. Δε νιώθ'τε από μουσική, γαμώ τ'ν Αγία μ'...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Από το αγγλικό peak) Όρος της μουσικής τεχνολογίας που χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι η κυματομορφή (waveform) ενός ήχου φτάνει σε μια κορυφή (peak) υπερβολικά υψηλής έντασης με αποτέλεσμα κατά την αναπαραγωγή να παραμορφώνεται ο ήχος.

  1. - Πώς σου φαίνεται το κομμάτι που έγραψα;
    - Καλό είναι, αλλά πρόσεξε στη μίξη να μην σου πικάρουν τα πρίμα.

  2. - Παίξε καθόλου με το equalizer γιατί πικάρουνε τα μπάσα.

Το κλιπάρισμα είναι αυτό εδώ. (από Cunning Linguist, 26/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό ουσιαστικό relic (= λείψανο, αντικείμενο πολύ παλιό και μεγάλης θρησκευτικής ή ιστορικής αξίας). Το ρήμα relic, ελληνοποιημένο ως ρελικάρω, είναι νεότερο και δηλώνει κάτι εξειδικευμένο:

Ρελικάρω σημαίνει παλαιώνω τεχνητά ένα μουσικό όργανο, κυρίως ηλεκτρικό και ιδίως ηλεκτρική κιθάρα, ώστε να αποκτήσει ένα ταλαιπωρημένο και αξιοσέβαστο λουκ. Υπάρχουν και έτοιμες προ-ρελικαρισμένες ηλεκτρικές κιθάρες, κάτι σαν τα έτοιμα ταλαιπωρημένα και φθαρμένα μπλουτζήν ένα πράμα. Αν το κάνεις μόνος σου θα χρειαστείς γυαλόχαρτα, εργαλεία, χημικά, στόκο (!) και άλλα τέτοια - υπάρχουν και κατατοπιστικά βιντεάκια στο youtube.

Τώρα γιατί κάποιος θα προτιμήσει να ρελικάρει την κιθάρα του για να πουλήσει μούρη, παρά να την λιώσει στο παίξιμο και να γίνει και καλύτερος μουσικός ταυτόχρονα είναι ένα ζήτημα.

Στα ακουστικά όργανα κατά κανόνα δεν γίνεται ρελικάρισμα γιατί η φυσική κατάσταση των υλικών επηρεάζει τον ήχο τους. Εκτός κι αν κάποιοι επιλέξουν να υποβαθμίσουν και τον ήχο για χάρη του φαίνεσθαι, άβυσσος η ψυχή τους, τι να πω.

Λιγότερο χρησιμοποιούμενος είναι ο τύπος ρελικιάζω > ρελίκιασμα.

Προσοχή στην αντιδιαστολή: Βίντατζ (vintage) όργανο είναι το πραγματικά παλιό, π.χ. μια κιθάρα, που έχει αξία για διάφορους λόγους, ή, καταχρηστικά, αυτό που είναι μεν καινούριο αλλά χρησιμοποιεί μια παλαιότερη και γενικά ξεπερασμένη τεχνολογία από άποψη, π.χ. ενισχυτές με λυχνίες. Η λέξη βίντατζ χρησιμοποιείται και εκτός μουσικής, π.χ. στον κινηματογράφο: vintage porn.

  1. Από εδώ:

- Όχι όχι δεν επηρέασαν τον ήχο...αλλά βασικά ποιον ήχο;;;πριν δεν είχε ήχο... είχε σκατούλες (με τους μαμίσιους epiphone καταλαβαίνεις...)
Θα βάλω και το πίσω μέρος μόλις μπορέσω.
- Ωραίος!! τέτοια projects χρειάζονται να γίνονται κ ας είναι «καγκούρικα», κακόγουστα ή οτιδήποτε... εμένα πάντως μ' αρέσει το αποτέλεσμα...
- Πάντως για να είναι ολοκληρωμένο το αποτέλεσμα θα έπρεπε να ρελικάρεις και το hardware... γέφυρες, κλειδιά κλπ πρέπει να φαίνονται κι αυτά ''ταλαιπωρημένα'' ;)

  1. Από εδώ:

Οι κιθάρες που πραγματικά σιχαίνομαι είναι αυτές που έρχονται από το εργοστάσιο προ-ρελικιασμένες. Πρέπει να είσαι πραγματικά πολύ ΦΛΩΡΟΣ για να πάρεις μια τέτοια κιθάρα. Η αγορά μιας τέτοιας κιθάρας συνεπάγεται πολύ απλά ότι είσαι ΑΝΙΚΑΝΟΣ να πάρεις μια ολοκαίνουργια κιθάρα και να την καταντήσεις σαν τα μούτρα σου. Οι άνθρωποι ( ; ) που ψωνίζουν ΤΕΤΟΙΕΣ κιθάρες, εκτός από υπερβολικά χαζοί (μιας και είναι πανάκριβες και χαλασμένες) είναι επικίνδυνοι για το κοινωνικό σύνολο, θα πρέπει να απομονώνονται και να εξαναγκάζονται σε ακρόαση country και demo blackmetal συγκροτημάτων ΕΝΑΛΛΑΞ. Αν επιζήσουν από αυτήν την διαδικασία (η πιθανότητα αυτή τείνει στο μηδέν) θα υποχρεώνονται να κάνουν ΔΩΡΕΑΝ τηλεφωνική υποστήριξη σε πελάτες καμένους από τα προϊόντα της μικρομαλακής αε για το υπόλοιπο της θλιβερής τους ύπαρξης.

Επίσης δεν μου αρέσουν οι φέντερ.

  1. Από εδώ:

- Σε κάποιους αρέσει και για το χρησιμοποιημένο / broken-in feel.
- Στο παίξιμο εννοείς; Τι αλλαγές περιλαμβάνει το ρελικάρισμα σε αυτό;
- Ναι. Συνήθως όσο πιο απογυμνωμένο είναι το μανίκι από το βερνίκι και φθαρμένο / φαγωμένο το ξύλο, τόσο πιο «εύκολο / ευχάριστο / γρήγορο» θεωρείται στο παίξιμο.
- Ναι κατάλαβα, αν και αυτό γίνεται και ανεξαρτήτως υπόλοιπης εμφάνισης.

Απίστευτα εγκλήματα σε μια αθώα, γέρικη κιθάρα. (από patsis, 06/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά από την τελευταία σειρά των πολύ πετυχημένων μουσικοσλάνγκ που μας ανήρτησε ο Αβάς, ερεθίστηκα και γω (εκτός από για να του φιλήσω το χέρι) για να σας παρουσιάσω το αιώνιο κουσούρι του Έλληνος τυμπανιστή, που αν δεν είναι τζαζίστας ή ντεθάς, δεν πρόκειται ποτέ να το αποβάλει!

Φλαμάρω, εκ του flam, αγγλιστί, είναι ηχομιμητικός όρος, προερχόμενος από τον άτσαλο ενδιάμεσο ήχο μπαγκετόκρουσης τόσο σε γύρισμα όσο και σε κράτημα ρυθμού με τα τομ (flam). Ουσιαστικά δηλοί την αδυναμία συγχρονισμού μεταξύ των κρούσεων τόσο του νεαρού φιλόδοξου μαθητευόμενου ντράμερ όσο και του σχεδόν συνταξιούχου ντράμερ που δεν κατόρθωσε ποτέ να ανεβεί παραπάνω σκαλιά από την πίστα στο σκυλάδικο, θες διότι άκουγε μόνο άιρον μέηντεν και κάποτε αναγκάστηκε να δουλέψει για να ζήσει, θες διότι ήταν «αμπάγκετος», θες για μια γυναίκα... Και αποτελεί μείζον πρόβλημα στην Ελλάδα, όταν νέοι, φιλόδοξοι μουσικοί συνευρίσκονται για να ξεδιπλώσουν τα ταλέντα τους και δεν παίζουν τζαζ ή προγκρέσιβ πάουερ ή ντεθ μέταλ, όπου ο τυμπανιστής δεν έχει μόνο βοηθητικό ρόλο.

Κοινώς, αν δεν είσαι τζαζίστας ή ντεθμεταλάς ντράμερ και παραμένεις ντράμερ στη μπάντα σου, τότε κάτι δεν θα πάει καλά αγόρι μου... Βαραίνεις με τον καιρό, ρουτινιάζεις, σε ντύνουν ποπ σαν κάτι κατοικίδια του σαλονιού, σε τραβάνε δεξιά κι αριστερά για φωτογραφίσεις, συνεχίζεις να κοπανάς για να ζήσεις, μένεις στην αφάνεια πίσω από τους τραγουδιάρηδες, σιγοκουνάς τον κώλο σου στο σκαμπό βλέποντας την Άννα Γούλα μπροστά να λικνίζεται γκαρίζοντας στο όφωνο, έπηξες;... Πες το όπως θες.

Στα έμπειρα αυτιά (ατσσσσς), όμως, αυτό φαίνεται, αφού... φλαμάρεις...

— Τι κοιλιά κάνουν αυτοί ρε συ; Τι απαίσια φωνή;
— Το άλλο το παλληκάρι, το ντράμερ ρε... το είδες; Στο φινάλε του κάθε κομματιού κατεβάζει ταχύτητα και φλαμάρει! Αφού βαριέται ρε, με την ηλίθια μπροστά! Και την ψωνάρα τον κιθαρίστα! Λογικό είναι, τόσα χρόνια μπάντα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού blast (έκρηξη, ανατίναξη), συντομογραφία του blastbeat, που σε μουσικό περιβάλλον δηλώνει τον ρυθμικό καταιγισμό στα ντραμς σε επαναλαμβανόμενα ρυθμικά σχήματα των δεκάτων έκτων που εκτελούνται σε πολύ υψηλές ταχύτητες με σκοπό την δημιουργία της αίσθησης του χάους και της έντασης (περισσότερα εδώ).

Ως τεχνική και τρόπος εκτέλεσης, τα μπλαστμπλάστια, ή μπλαστμπιτ) έχουν συνδεθεί με τα πιο ακραία ιδιώματα της μέταλ, κατά κύριο λόγο αυτών του ντεθ (death) και του μπλακ (black) μέταλ, με ολίγον τι από θρας (thrash), αν και διάφοροι τρόποι εκτέλεσης αυτής της τεχνικής υπάρχουν και σε διάφορα κομμάτια της τζαζ.

Ο όρος έχει διευρυνθεί ακόμη περισσότερο, αποκαλώντας ως μπλαστ όχι απλά τα ντραμιστικά μέρη, αλλά τα συνολικά καταιγιστικά οργανικά ξεσπάσματα (ντραμς + κιθάρες + μπάσο) σε συνθέσεις των παραπάνω ιδιωμάτων. Επίσης, όπως αναφέρθηκε και πιο πριν, τα μπλαστ δεν είναι χαρακτηριστικό των παραπάνω ιδιωμάτων, ασχέτως με το αν έχει συνδεθεί πλέον με αυτά: Είναι μία ακόμη τεχνική των ντραμς, η οποία για να εκτελεστεί σωστά και καθαρά, θέλει μεγάλη επιδεξιότητα και τεχνική κατάρτιση, και δεν αποτελεί σε καμία, μα καμία όμως περίπτωση, χαρακτηριστικό κουλαμάρας ή ελλιπών τεχνικών δυνατοτήτων εκ μέρους του ντράμερ.

  1. (Εδώ)
    «Περίμενα όταν διάβαζα αυτό που είναι η κορύφωση στο εικονοπλαστικό επίπεδο τουλάχιστον
    The LORD shall smite thee with a consumption,
    and with a fever, and with an inflammation,
    and with an extreme burning,
    and with the sword,
    and with blasting,
    να γίνει κάτι διαφορετικό, κάτι πιο βίαιο, ίσως ένα μπλαστ με χαοτικές κιθάρες, κάτι, αλλά ο τύπος λέει απλά τους στίχους χωρίς κάποια αλλαγή στην ένταση κιόλας.»

  2. (Εκεί)
    «Ε ωραίο αλμπουμάκι είναι ρε παιδί αλλά πολύ καθαρό, ήθελε πολύ περισσότερη ΣΑΠΙΛΑ ο ήχος του. Καμιά φορά το ακούω με ψιλοενθουσιασμό και μετά το εικοστό λεπτό συνεχόμενου μπλαστ ο δίσκος παει για το μουσική + ύπνος θρεντ.»

  3. (Παραπέρα)
    «Δεν το μπερδευω πολυ απλα διευκρινιζω παρατηρησεις μου που αυτοι που δεν εχουν ασχοληθει θα βρουν μπροστα τους. Το νοημα αυτων απλα οτι αν θελει κανεις να μαθει τυμπανα καλο θα ειναι να αφησει τα τριγγερ μεχρι πολυ μετα. Να μαθει να κανει σωστα μπλαστ και διπεταλλα χωρις βοηθηματα και αφου μαθει να παιζεi, τοτε να τα χρησιμοποιησει εκει που χρειαζεται.»

(από Mr. Cadmus, 30/08/10)(από Mr. Cadmus, 30/08/10)ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΑΛΛΟΥΚΑΡΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΑΚΟΥΣΕΤΕ - GEORGE KOLLIAS - YOUTUBE (ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΔΕ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΒΑΛΩ ΤΟ ΜΗΔΙ) (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 30/08/10)Γκούλαγκ, Τζακ και Νέλλυ, απ\' το 2:30 και μετά. Ντάμπλ τάιμ (μή σου πώ κουάντραπλ), και μπόλικο μπλάστ στα τύμπανα. (από vikar, 14/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified