Further tags

Προέρχεται από παραφθορά του αγγλικού «Check it out» και προτρέπει τον συνομιλητή μας να παρατηρήσει το υπό διερεύνηση πρόσωπο / κατάσταση / αντικείμενο με κριτικό πνεύμα, διερευνητική οπτική γωνία και σκωπτική διάθεση.

- Τσεκεράου τον πουτσομεζέ που κάθισε απέναντι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(άκλ.) Ο χώρος. Λογοπαίγνιο με τις λέξεις χώρος και horror (αγγλ.: τρόμος, φρίκη). Μαθηματικό χούμορ.

Τα Μαθηματικά, από καθαρά φορμαλιστική άποψη, πραγματεύονται πάντοτε χώρους, ή αλλιώς δομές, σύνολα πάντως από πράγματα, τα οποία σχετίζονται μεταξύ τους είτε με απλούς είτε με φρικιαστικά πολύπλοκους τρόπους. Η δεύτερη κατηγορία μάλιστα έχει τέτοιο εύρος, που στην πιάτσα θ' ακούσεις να λεν ότι έτσι παίρνουν οι περισσότεροι χώροι τ' όνομά τους: προστιμήν δηλαδή του ανθρώπου που τρελάθηκε πρώτος, όταν τους βρήκε και τους μελέτησε. Πρώτος, μα όχι και τελευταίος...

Ευκλείδης λοιπόν και Μινκόβσκι, και Χίλμπερτ και Μπάναχ και Σομπόλεφ, και Κολμογκόροφ και Φρεσέ και Χάουσντορφ και Τιχόνοφ, καί καί καί —μα τί λεμε τώρα, εδώ κοτζαμάν πολωνικό έθνος έχει βογκήξει κάτ' απ' το αφύσικο βάρος αυτού που είν' εκεί, εσύ όμως δέν το βλέπεις (αυτό είναι σχήμα λόγου για τα μαθηματικά).

Κι' αν ποτέ —κούφια η ώρα που διαβάζει— ακούσετε για «χώρο vikar» στα μαθηματικά, μη με κλάψτε, αλλά να φέρνετε τσιγάρα, κάπου εκεί στο Άρκαμ θα μ' έχουνε, πιστεύω πως ξέρω και πού, τρίτη πόρτα κάτω, τρίτη κόμμα πρώτη τέταρτη πρώτη πέμπτη ένατη, δεύτερη έκτη πέμπτη τρίτη πέμπτη, όγδοη ένατη έβδομη ένατη τρίτη, και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά, εις τους αιώνας των αιώνων, αατά.

– Δίνω μεθαύριο γραμμική άλγεβρα κι' έχω καραφρικάρει ρε φίλε. Τί σκατά είναι διανυσματικός χώρος ακόμα δεν έχω καταλάβει. Κοιμάμαι κι' ονειρεύομαι βαθμωτά να με κυνηγάν με τόξα και να μου πετάν διανύσματα ντουγρού για την καρδιά...
– Και σε πετυχαίνουν;
– Αμέ, πού και πού. Να, δες εδώ...
– Πό ρε φίλε μου, είσαι και πρωτοετό. Πού να κάνεις και συναρτησιακή ανάλυση να δεις τι εστί χώρορ... Εκεί τον λένε Μπάναχ...

O  χώρος ... ο χώρος ... (από Vrastaman, 31/05/09)(από jesus, 18/08/09)(από BuBis, 19/08/09)Υπερβολικός χώρορ... (από vikar, 30/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την αγγλική λέξη crash = συντρίβομαι, καταρρέω.

Κάποιες κλασσικές περιπτώσεις χρήσης του όρου αναφέρονται ακολούθως. Ο όρος χρησιμοποιείται για να δείξει:

α) Δυσλειτουργία ενός προγράμματος, ενός συστήματος, μιας συσκευής, κλπ. (βλ. παρ. 1)

β) Διάλυση και αποδιοργάνωση, ως συνέπεια κάποιας κατάστασης που τυχαίνει να έχει φθοροποιά αποτελέσματα. Θα μπορούσαμε να μιλάμε, π.χ. για περίπτωση:

  • υπερβολικής κούρασης, συνεπακόλουθης κατάπτωσης και αδυναμίας ανάκτησης ψυχοσωματικών δυνάμεων κάποιων. Μιλάμε, δηλαδή, για κάποιους που καταντούν, για επισκευή και πέταμα.
  • θλιβερού γεγονότος, αρρώστιας (δικής μας ή κάποιου προσφιλούς μας προσώπου), συναισθηματικής αναστάτωσης, με διάφορες επιβλαβείς συνέπειες σε ορισμένους τομείς της ζωής μας.
  • μεγάλης πόσης.

Για την περίπτωση αυτή, βλ. παρ. 2.

γ) Διάλυση και αποδιοργάνωση ως συνέπεια κάποιας αναμενόμενης φθοροποιού κατάστασης. Μιλάμε, π.χ: για αδυναμία ανάκτησης δυνάμεων κάποιων λυκόπουλων. Ο άνθρωπος έχει και καλά, καλή εγγύηση λειτουργίας για ορισμένα χρόνια. Από κει και πέρα ο πανδαμάτωρ χρόνος που όλα τα φθείρει, φθείρει κι αυτόν, που κάποτε, μπορεί να λειτουργούσε ως, μηχάνημα μ' αρχίδια, αλλά τώρα λειτουργεί ως, αρχίδια μηχάνημα (π.χ: δε θυμάται βασικά πράγματα, κλπ).

Για την περίπτωση αυτή, βλ. παρ. 3.

δ) Αίσθηση ανατροπής, όταν απίθανα κι απρόσμενα πράγματα, διεγείρουν τις αισθήσεις μας, δίνοντάς μας την εντύπωση πως έχει αποδιοργανωθεί η τάξη και η ισορροπία των πραγμάτων. Ο κόσμος γύρω μας κλονίζεται. (βλ. παρ. 4).

  1. Μόλις πάω λίγο να ανοιξω ένα προγραμματακι ( δηλαδη να φορτώσω λίγο το CPU ) τοτε τα βρίσκει σκούρα και κρασάρει. Δες εδώ.

  2. Έχω κρασάρει αυτές τις μέρες από την πολλή κούραση στη δουλειά. Δεν αντέχω άλλο.

  1. - Απ' όσα κι αν του 'λεγα, ζήτημα αν θυμόταν κάνα δυο θέματα
    - Εμ... έχει καβαντζάρει τα όντα εδώ και κάμποσα χρόνια. Έχει κρασάρει ο δίσκος του πια. Έχει κάψει RAM.
  1. Αλλά με όσα βλέπουν τα μάτια μου και ακούν τα αυτιά μου, με προδοσίες από εμάς τους ίδιους, θα κρασάρω κάποια στιγμή. Δες εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα χιλιάδες παιδιά που καθημερινά τους βγαίνει ο πάτος, ξεκωλώνονται για το μεροκάματο πάνω σε μια σέλα παπιού.

Μας φέρνουν στο σπίτι την πίτσα μας, τα σουβλάκια μας, τα γκίλι ντάιετ μας, τα διάφορα καλαμπαλίκια που παραγγέλνουμε μέσω ίντερνετ, δέματα, αλληλογραφίες. Είναι γνωστοί και με την παραπλανητική, πούστικη ονομασία «εξωτερικοί»: υπάλληλοι σε βιβλιοπωλεία, φωτογραφεία, ανθοπωλεία κ.ο.κ.

Έχουν φάει τους δρόμους με το κουταλάκι. Γνωρίζουν τις πόλεις μας σαν τη παλάμη του χεριού τους, όντας η ζωντανή ψυχή τους. Οι οδηγικές ικανότητές τους ξεπερνούν κατά πολύ εκείνες του μέσου όρου. Πάντα βιαστικοί, τρέχουν να προλάβουν άλλη μια παραγγελία και να τσιμπήσουν το tip, απ' το οποίο περιμένουν να ζήσουν (διότι τι να σου κάνουν τα 3,72 την ώρα που πληρώνουν τα περισσότερα μαγαζιά). Καβαλάνε πεζοδρόμια, σφάζουν χαλαρά το κόκκινο φανάρι, πάνε ανάποδα σε μονόδρομους, δεν φορούν κράνος. Όλη τους η ύπαρξη μια συνεχής λυτρωτική παραβατικότητα.

«Καμπαλέρος» είναι το όνομα του σωματείου που πρόσφατα ίδρυσαν για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, την αξιοπρέπειά τους. Ανεπισήμως, η ονομασία αυτή ασφαλώς και προϋπήρχε. Καμπαλέρο είναι στα ισπανικά ο ιππότης, σε λατινοαμερικάνικο όμως context (μεξικάνικη επαναστατική παράδοση, πόλεμοι κατά των γιάνκηδων κλπ).

Οι Καμπαλέρος σήμερα πολεμούν για καλύτερους μισθούς, πιο ανθρώπινες συνθήκες δουλειάς. Κύριο σύνθημά τους: «κούριερ, ντελιβεράδες, εξωτερικοί, βαρέα ανθυγιεινά».

Δεν ξεχνούν ποτέ πως «η δουλειά είναι δουλεία», όπως έλεγε ένας παλιός φίλος κουριεράς.

Οι Καμπαλέρος αρνούνται πεισματικά να αργοπεθαίνουν μες τους 4 τοίχους ενός κλιματιζόμενου γραφείου, προτιμούν το μολυσμένο - και ωστόσο άπλετο - αέρα των δρόμων. Γουστάρουν αυτό που κάνουν, και το μισούν συγχρόνως. «Σιχαίνομαι και συνάμα καυλώνω απ' την κάθε στιγμή που περνώ πάνω σ' αυτήν εδώ τη σέλα», άλλη μια ζωγραφιστή ατάκα που είχε πετάξει κάποιος.

Οι εμπειρίες των εναλλακτικών κινημάτων δείχνουν
ότι μια τέτοια πορεία είναι δυνατή και ο στόχος της
αναδημιουργίας ενός εργασιακού κοινωνικού
κινήματος εφικτός.
Ας μελετήσουμε και ας παραδειγματιστούμε από τις
εμπειρίες νέων συνδικαλιστικών συλλογικοτήτων,
όπως ο Σύλλογος Εργαζομένων Βιβλίου-Χάρτου, ο
Σύλλογος Εργαζομένων στα Φροντιστήρια
Καθηγητών, οι εργαζόμενοι σε εταιρίες κούριερ-
ντελιβερι, οι «καμπαλέρος», που δείχνουν ότι ακόμη
και στην πιο σκληρή καθημερινή πραγματικότητα του
νέου ιδιωτικού τομέα της οικονομίας σπάει η
κυριαρχία της εργοδοτικής αντίληψης περί «ζωνών
ελεύθερων από συνδικάτα» και οι εργαζόμενοι/ες
αυτοοργανώνονται, αγωνίζονται και νικούν.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η βάση της σκέψης του Αντόνιο
Γκράμσι παραμένει ακόμη και σήμερα επίκαιρη στην
εποχή που χρειάζεται μια νέα προσπάθεια για την
κατάκτηση της «ηγεμονίας» από την πλευρά του
εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Κι αυτό γιατί,
κατά την άποψή του, «η δράση νικά τα δάκρυα» για
την κρίση και την αποσυνδικαλιστικοποίηση,
δείχνοντας ότι τίποτε δεν είναι αναπόφευκτο και
μοιραίο, όπως μέχρι σήμερα η ιδεολογική ηγεμονία
του νεοφιλελευθερισμού αφήνει στους ανθρώπους να
εννοηθεί.

(από εδώ)

(από johnblack, 06/06/09)(από johnblack, 06/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

και master debater.

Αγγλικός όρος για τον άριστο ρήτορα. Συνήθως συναντάται μαζί με το Cunning Linguist (όχι τον δικό μας…) στην αντίστοιχη ειδική ορολογία.

Στην αγγλικανική σλανγκ, λόγω του ακούσματος της που είναι σχεδόν ίδιο με τον masturbator, δηλαδή τον αυνανιστή ή μαλάκα, χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να την πούμε χωρίς να την λέμε, για κάποιον που τo αξίζει... (δες και mental masturbation, όταν μπεί!)

Οι δαιμόνιοι Έλληνες όμως έχουν σηκώσει τον πήχη ακόμη πιο πάνω. Χρησιμοποιούν τον όρο master debator, για να την πουν σε κάθε ένα που κοκορεύεται ότι έχει master, ενώ είναι είτε γκαζόν ή το μάστερ είναι από πανεπιστήμιο του μούτσου… Χρησιμοποιείται από φοιτητές, σε πανεπιστήμια αλλά και σε χώρους δουλειάς από υπερήλικες δυσκοίλιους υπαλλήλους για νέοπες μαστερούχους…

  1. - Όχου μωρέ τον master debator... μας ήρθε από το Λονδίνο και το μόνο που ξέρει είναι να παίζει κλαρίνο. Άσχετος σου λέω, τι να πούμε και εμείς με ένα master Στατιστικής, 1 x 2…

2 - Πάμε να φύγουμε, έρχονται οι νέοπες master debators και θα μας πρήξουν τα ούμπαλα
- Που να πάμε ρε μεσημεριάτικα ;
- Για καφέ ρε συ… Εισαι μέσα ;
- Yes master !

  1. - Δεν ξέρω για cunning linguist και master debater, εγώ για μαστούρμπα τον κόβω… Από πού είπες ότι το πήρε το μεταπτυχιακό ;
    - Νομίζω από ένα διάσημο Ινστιτούτο μου είπε, αλλά δεν θυμάμαι τώρα…

master debater (από BuBis, 09/06/09)el gran masterbador... (από MXΣ, 10/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη πουσάρω προέρχεται εκ της αγγλικής λέξης push = σπρώχνω.

Η χρήση του όρου αναφέρεται, σε κάποιον που ωθεί τον εαυτό του πέραν των ορίων του, μέσω συγκεκριμένης δραστηριότητας επαύξησης των επιδόσεών του, π.χ. εκγύμνασης. (Δες παράδειγμα 1)

Θα μπορούσαμε επίσης να μιλάμε και για ώθηση συγκεκριμένων χαρακτηριστικών κάποιου μηχανήματος (π.χ. συχνότητα επεξεργαστή Η/Υ) πέρα από τα όρια του, μέσω συγκεκριμένης διαδικασίας, π.χ. διαδικασία υπερχρονισμού επεξεργαστή Η/Υ (overclocking process). (Δες παραδείγματα 2, 3)

Η διαδικασία επαύξησης των επιδόσεων, στην οποία αναφερθήκαμε στις παραπάνω περιπτώσεις, λέγεται πουσάρισμα, εκ του πουσάρω. (Δες παράδειγμα 3)

Μιλάμε για μία διαδικασία που ενέχει ρίσκο και εγκυμονεί κινδύνους.
Όταν ξεπεραστούν τα όρια λειτουργίας (π.χ. όρια που προβλέπονται από τον κατασκευαστή ενός μηχανήματος) ή όρια των δυνατοτήτων κάποιου, μπορεί να συμβούν δυσλειτουργίες ή και καταστροφικά αποτελέσματα ακόμα.

Γι' αυτό, λοιπόν, η διαδικασία πουσαρίσματος ενέχει ρίσκο. Το ασφαλές της διαδικασίας εξαρτάται από τη γνώση των παραμέτρων που την επηρεάζουν και από την ευθυκρισία και την εμπειρία αυτού που ασχολείται με αυτήν, σχετικά με το βαθμό παρέμβασής του στο χειρισμό ανάλογων καταστάσεων στο παρελθόν.

  1. Βασικά, στον στρατό δεν πας για να μπεις νωρίτερα στην ζωή αλλά για να μην μπεις νωρίτερα. Ο στρατός είναι κολλέγιο με αυτό που βιώνουμε καθημερινά. Στον στρατό εγώ πήγα για να να πουσάρω λίγο το σώμα (ΣΕΑΠ), να 'σπρώξω' Ολλανδέζες και Δανέζες στην Κω
    Δες

  2. Ναι, εγώ γουστάρω το πισί μου να αποδίδει τα μέγιστα και θα πουσάρω τον επεξεργαστή του μέχρι να βγάλει σπίθες.
    Δες

  3. Το overclocking, ή αλλιώς πουσάρισμα, είναι μία διαδικασία με την οποία ωθούμε τον επεξεργαστή να λειτουργήσει σε μεγαλύτερη συχνότητα από αυτήν που είναι κατασκευασμένος. Σήμερα, όμως, αυτή η τεχνική δεν γίνεται αποκλειστικά και μόνο στον επεξεργαστή. Μπορούμε να πουσάρουμε ακόμα και τις κάρτες γραφικών, σε μικρότερο βαθμό βέβαια, με τα διάφορα προγράμματα που κυκλοφορούν.
    Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουσκαρτάδες αποκαλούνται οι μικροπωλητές που πουλάνε με το καροτσάκι τους κυρίως λουκανικούμπες κι αναψυκτικά στους δρόμους του Μανχάταν και ειδικά στο Central Park. Εκ του push cart.

Τον 19ο αιώνα σχεδόν όλοι οι πουσκαρτάδες ήταν Έλληνες. Έκαναν το σκατό τους παξιμάδι, ξοδεύοντας μόνο 5 σεντς από τον ημερήσιο τζίρο που (στην καλύτερη περίπτωση) ανερχόταν $1 ευελπιστώντας μια μέρα να επαναπατριστούν με την περιουσία τους.

Στον 20ο αιώνα, και μέχρι την δεκαετία του 70, οι Έλληνες εξακολουθούσαν να μονοπωλούν το επάγγελμα του πουσκαρτά. Μερικοί διεύρυναν την πραμάτεια τους, προσφέροντας παγωτά, κάστανα, ακόμα και φραπέ. Με σάλιο και υπομονή, το οικονομικό και βιοτικό επίπεδό των Ελλήνων πουσκαρτάδων ανέβηκε σηματικά και στα 80ς οι περισσότεροι παρέδωσαν τα καροτσάκια τους σε Πορτορικανούς οι οποίοι με την σειρά τους τα παρέδωσαν σε Ινδούς, Πακιστανούς και Αιθίοπες στα 00ς.

Απομένουν πια ελάστιχοι Έλληνες πουσκαρτάδες στους δρόμους της Νέας Υόρκης.

Διάλογος με πουσκαρτά:

- Πατριώτη πόσο κάνjει η σαμίτσα;

- Ένα κόρι. Λέρωσε το μέρος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που έχει ενταχθεί τα τελευταία χρόνια στο χώρο των επιχειρήσεων. Ο όρος προέρχεται από το πρόγραμμα, Η/Υ SAP.

Το SAP, είναι επιχειρηματικό λογισμικό, της εταιρείας SAP που εμπλέκει όλους σχεδόν τους τομείς μιας επιχείρησης (πωλήσεις, αποθήκη, παραγωγή, λογιστήριο, κλπ) και στοχεύει στην αρτιότερη οργάνωσή της. Στις εταιρείες που έχει εφαρμοστεί υπάρχει ορισμένο προσωπικό ανά τμήμα που ενημερώνει το σύστημα με τα κατάλληλα δεδομένα.

Ο όρος μπορεί να έχει χιουμοριστική χροιά, μπορεί όμως να έχει και απαξιωτική χροιά. Στην περίπτωση αυτή μιλάμε για την αντιμετώπιση των δυσκολιών που αφορούν την προσαρμογή του προγράμματος στα δεδομένα της εταιρείας και στην αποτελεσματική αποδοχή του από τον εμπλεκόμενο κόσμο. Οι δυσκολίες αυτές έχουν να κάνουν κυρίως με υπάρχουσες νοοτροπίες.

Πιο συγκεκριμένα, μιλάμε για δυσκολίες που: - Προκαλούνται στη δουλεία κάποιου που, όντας εξοικειωμένος για χρόνια με άλλους εργασιακούς τρόπους, δεν μπορεί εύκολα να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. - Προκύπτουν σε εταιρείες και ειδικά σε ανοργάνωτες εταιρείες, όπου γίνονται meeting επί meeting προκειμένου να συμφωνηθούν οι κατάλληλες διαδικασίες, ώστε να προσαρμοστεί καταλλήλως το πρόγραμμα στα εταιρικά δεδομένα. Εντούτοις σε εταιρείες του δημοσίου, όπου η δυοξύνη καλά κρατεί, κρατάει χρόνια αυτή η φάση της επανοργάνωσης, οπότε η σημασία του λήμματος «σαπίζω» διανθίζεται με την έννοια του λήμματος όπως την ανάρτησε η ironick σήμερα. Εκεί η ανοργανωσιά και τα αναφερόμενα meeting είναι πολλαπλά και άκαρπα.

  1. (χιουμοριστική χρήση)
    - Ο Γιάννης ασχολείται με το SAP
    - Α κατάλαβα... Σαπίζει... χα χα χα1

  2. (απαξιωτική χρήση)
    - Στην εταιρεία μας σαπίζουν τόσα άτομα στην κούραση προκειμένου να στρώσουν το SAP. - Στη δικιά μας, πάλι, που είναι εταιρεία του δημοσίου, χρόνια και χρόνια σαπίζει ένα σωρό κόσμος και με τις δυο έννοιες, αλλά αποτέλεσμα δεν υπάρχει.

(από GATZMAN, 18/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με το ξενικό αυτό λήμμα προσαρμοσμένο στο slang.gr εννοούμε την καλύτερη θέση κατάταξης που έχει λάβει ποτέ κάποιος χρήστης στη διαδρομή του. Είναι δηλαδή κάτι ανάλογο με την παγκόσμια κατάταξη του Τέννις, όπου λέμε για κάποιον αθλητή ότι τώρα είναι Νο 22 αλλά το πέρσοναλ μπεστ του είναι Νο 5. Νομίζω ότι πρόκειται για ένα χρήσιμο στατιστικό που θα άξιζε να προστεθεί στο προφίλ του κάθε χρήστη, αλλά τέσπα.

Μετά από 3897 ορισμούς, 5748 μήδια και 12756 σχόλια, είμαι Νο 1468 με personal best 639.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χρήστης λαπτοπίου.

  • Λαπτοπάκιας απ΄ το laptop και την κατάληξη άκιας - σχετικά με την κατάληξη αυτή βλ. κάποια πράματα εδώ.
  • Λαπτοπάς από την κατάληξη «-ας», κατά τα εφημεριδάς, τσιγαράς, κλπ.

    O Λαπτοπάκιας είναι σχετικά επιτιμητικός όρος, οπότε από τις παρακάτω έννοιες μάλλον αφορά στην α) και γ).

O Λαπτοπάς (πιο αρχοντικό) δηλώνει μάλλον κάτι θετικό οπότε β) και δ).

Υπάρχει όμως μεγάλη αλληλεπικάλυψη, ανάλογα και με την οπτική και πρόθεση του χρήστη της φράσης.

Έννοιες:

α. O ασχολούμενος πολλές ώρες με το λάπτοπ του, ο απορροφημένος και εξ αυτού ολίγον αποβλακωμένος, κατά το τηλεορασάκιας. Αυτός που το χρησιμοποιεί ακόμα λ.χ. και στα μέσα μεταφοράς ή ενώ βρίσκεται με παρέα.

β. O γνώστης περί λάπτοπ, ή ο φανατικός των λάπτοπ που τα προτιμά σε σχέση με τα desktop, ο γκικ. Ενδεχομένως και ο γιατρός των λάπτοπ, ο εξειδικευμένος δηλαδή τεχνικός σε λάπτοπ και νετμπουξ (αυτός μάλλον κυρίως «λαπτοπάς»).

γ. O ντητζέης που παίζει με λάπτοπ (αντί για βινύλιο κυρίως ή αντί για cd when routine bites hard and ambitions are low που λένε και οι joy division). Αντικείμενο λοιδωρίας από τους παραδοσιακούς ομότεχνούς του και μάστιγα του κλάδου σύμφωνα με τη συντεχνία τους. Κατά κανόνα ντιτζέι πιέστο.

δ. O μουσικός κυρίως ηλεκτρακουστικής μουσικής που παίζει με χρήση software σε λάπτοπ (το οποίο μπορεί ή όχι να τροφοδοτεί με τσαχπινιές σε κάθε είδους hardware) και κατά κανόνα σε πραγματικό χρόνο πράγματα που προκαλούν ταχυπαλμίες, ναυτία, απώλεια του προσανατολισμού, αίσθηση αύξησης του βάρους του σώματος και ακινησία, σαμπλάιμ φήλινγκ και βαρηκοΐα. Κυρίως αναφέρεται ως Λαπτοπάς, ενδέχεται όμως και ως Λαπτοπάκιας.

α. Το γεγονός ότι ο τύπος με το λάπτοπ (με το λευκό πουκάμισο) καθώς και μία επιβάτις με το τσαντικό υπό μάλης φαίνονται να περπατούν ήδη πριν απομακρυνθούν από το αεροπλάνο (ο «λαπτοπάκιας» μάλιστα σταματάει για μία στιγμή και κοιτάζει πίσω, προς το αεροπλάνο), με κάνει να υποθέτω ότι κάτι τέτοιο έγινε.
(από δω)

β. Χρηστάρα, επειδή είμαι λίγο λαπτοπάκιας, να πω και εγώ μία γνώμη. Είναι μακράν ότι καλύτερο μπορείς να πάρεις σε 15« και αυτά τα λεφτά. Αν θέλει κανείς να ανέβει είτε σε 17» ή σε 256dedicated κλπ shared, πάμε αμέσως από 4 κατοστάρικα πάνω.
(από δω).

γ. Οποίος έχει παει σε clubs Λονδίνο ξέρει και καταλαβαίνει ότι στην Ελλάδα το πράμα έχει ξεφύγει και έχει ξεφτίσει πολύ πλέον. Τι να λεμε τώρα. Καταντήσαμε να κατηγορούμε τους λαπτοπακιδες [sic] επειδή είμαστε ανίκανοι εμείς. Γενικά μιλάω πάντα. Επίσης στο καφέ θεωρώ περιττό τον dj.... ίσα ίσα παω σε μαγαζιά που δεν έχουν dj να βρω την ησυχία μου. Επαγγελματίες dj; ας φτιαχτεί πρώτα ένα σοβαρό όργανο αντιπροσώπισης και μετά το ξανά συζητάμε... (από δω).

δ. Καλά μου το λέγε η μάνα μου να μην κολλήσω με τους λαπτοπάδες... Έπρεπε κι εγώ να ακούω ποστίλες, το noise δεν το αντέχει πολύ ο οργανισμός του ανθρώπου....Εγώ που στα νιάτα μου θεωρούσα τους Γκάσπηντ μελαγχολικά αγόρια και φλώρους τρέχω τώρα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified