Στράτευμα μηχανικού και σκαπανέων.

Από το Λατινικό fossa (όρυγμα, τάφρος, λάκκος). Στα ποντιακά: φοσίν (λάκκος).

Βλ.: «Το Ιστορικό Λεξικό της Ποντιακής Διαλέκτου», Άνθιμος Παπαδόπουλος.

- Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν...

- Χτάλεψον το φοσί σ' («Σκάψε το λάκκο σου» στα ποντιακά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ζαργκόν των οφθαλμίατρων: η πρεσβυωπία, από τα 2 πρώτα γράματα: πρ- . Προφ λογοπαίγνιο και με το πουρό, εφόσον η πρεσβυωπία αφορά ηλικίες άνω των 40.

  2. Κατά τη βίκυ είναι η κόρνα στην κυπριακή διάλεκτο, εξου και η έκφραση «παίζω πουρού», κορνάρω.

  3. Έχω την υποψία, αλλά μπορεί να λέω και κάτι βλακώδες τώρα, ότι «παίζω πουρού» σημαίνει και κάτι άλλο, βλ. παράδειγμα 3. Όποιος γνωρίζει ας το σημειώσει στο σχόλιο και το προσθέτω στον ορισμό. Πιθανόν να έχει σχέση με αυτό εδώ.

  1. Μετά μια άλφα ηλικία αρχίζει σιγά-σιγά και εμφανίζεται η πουρού.

2.α. Βρίζω χυδαία, κτυπώ τα σιέρκα μου στο τιμόνι, παίζω πουρού συνέχεια. Ο λόγος; Υπάρχουν τόσα πολλά πράγματα που κάμνουν οι οδηγοί (αλλά τζιαι οι υπόλοιποι χιούμανς) στον δρόμο που τα θεωρώ απαράδεκτα τζιαι με εκνευρίζουν αφάνταστα.

2.β. Παίζω πουρού για να δώ τί θα κάμουν. Κάμνουν διάφορα. Νομίζω έχω βρεί τους διάφορους τύπους οδηγών που 'κάτι έχουν ζαβό'.

  1. Μόλις έπαιξαν «πουρού» έξω από τη Βουλή οι πολύτεκνοι και οι φοιτητές, διαμαρτυρόμενοι για τη μείωση των επιδομάτων και των χορηγιών, οι βουλευτές υπαναχώρησαν από τη συμφωνία του Προέδρου της Δημοκρατίας και των κομμάτων, και δήλωσαν ότι θα επανεξετάσουν το όλο θέμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Anas clypeata, είδος αγριόπαπιας με ράμφος που φέρνει σε κουτάλι.

- Έκανες τίποτα ρε Χάρη στο πρωινό; (καρτέρι)
- Τίποτα, μόνο κάτι κουταλάδες πέρασαν ψηλά.

Anas clypeata (από northwind, 08/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δαγκάνα των υδρόβιων καρκινοειδών οργανισμών (ακα. μαλακόστρακα, απλώς δεν ήμουν σίγουρη για το πως κλίνεται στην γενική πληθυντικού και είπα να το αποφύγω). Και πάλι στην Κρήτη, συγκεκριμένα στην περιοχή της Ιεράπετρας, ενδεχομένως εν γένει του νομού Λασιθίου.

Μπρε Μανούσο, ζάε μια χαρχάλα πού 'σει τούτοσές ο καβρός (ακα. καβούρι)! Άνε σ' αμπώξει καμιά στο πουλί, θα σ' τόνε κόψει απ' τον πάτο!

(από mafie, 18/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυστριακοποντιακός όρος που περιγράφει τον ρυθμικό ασυγχρονισμό μεταξύ των μελών ενός μουσικού συνόλου.

Άμαζι, φάλτσο και κακόηχο... Ντα κάπο κύριοι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πουσκαρτάδες αποκαλούνται οι μικροπωλητές που πουλάνε με το καροτσάκι τους κυρίως λουκανικούμπες κι αναψυκτικά στους δρόμους του Μανχάταν και ειδικά στο Central Park. Εκ του push cart.

Τον 19ο αιώνα σχεδόν όλοι οι πουσκαρτάδες ήταν Έλληνες. Έκαναν το σκατό τους παξιμάδι, ξοδεύοντας μόνο 5 σεντς από τον ημερήσιο τζίρο που (στην καλύτερη περίπτωση) ανερχόταν $1 ευελπιστώντας μια μέρα να επαναπατριστούν με την περιουσία τους.

Στον 20ο αιώνα, και μέχρι την δεκαετία του 70, οι Έλληνες εξακολουθούσαν να μονοπωλούν το επάγγελμα του πουσκαρτά. Μερικοί διεύρυναν την πραμάτεια τους, προσφέροντας παγωτά, κάστανα, ακόμα και φραπέ. Με σάλιο και υπομονή, το οικονομικό και βιοτικό επίπεδό των Ελλήνων πουσκαρτάδων ανέβηκε σηματικά και στα 80ς οι περισσότεροι παρέδωσαν τα καροτσάκια τους σε Πορτορικανούς οι οποίοι με την σειρά τους τα παρέδωσαν σε Ινδούς, Πακιστανούς και Αιθίοπες στα 00ς.

Απομένουν πια ελάστιχοι Έλληνες πουσκαρτάδες στους δρόμους της Νέας Υόρκης.

Διάλογος με πουσκαρτά:

- Πατριώτη πόσο κάνjει η σαμίτσα;

- Ένα κόρι. Λέρωσε το μέρος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O μαλάκας.

Λέξη του κώδικα επικοινωνίας στο Μοδιάνο και στο Καπάνι της Θεσσαλονίκης –κεντρικές αγορές της πόλης– μεταξύ των μανάβηδων, χασάπηδων ψαράδων και λοιπών επαγγελματιών (τουλάχιστο στην δεκαετία των εβδομήντας –το πολύ αρχές ογδόντας, μετά όλα πήγαν κατά διαόλου στο Μοδιάνο).

Ως γνωστό η επικοινωνία και τα πειράγματα μεταξύ τους ήταν γραφικά και οι φωνές τους πιάναν απίστευτα decibel! Αλλά όπως δεν ήταν κόσμιο να αγριοφωνάζεις «μαλάααααακα» στην μέση της πόλης, ο μαϊντανός βόλευε για υποκατάστατο.

Φυσικά μαϊντανοί δεν ήταν μόνο οι ίδιοι, αλλά και οι περίεργοι πελάτες, οι αγορανόμοι, τα φρικιά, οι τουρίστες, ιδίως αυτοί που θέλαν να αγοράσουν ένα μήλο δίνοντας χιλιάρικο, αλλά και οι Σέρβοι που φέρναν να μεταπουλήσουν λαθραία μπανάνες!

Φυσικά, η χρήση του ήταν καλοκάγαθη κάτι που τείνει να εκλείψει σε ένα κόσμο που χάνεται...

- Έχω και καλό μαιντανό έχω!
- Μα τι λέτε κύριε, φρούτα πουλάτε!
- Άντε κύριος, τα έλιωσες τα μούσμουλα, διαλέχτε κύριος, δεν είναι διαμάντια.
- Μισό μεσιέ, είναι για την πεθερά μου...
- Μαιντανόοοοος, φρέσκος μαιντανόοοοοος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στη ναυτική ορολογία, τρίτσα λέγεται ο τρόπος μετακίνησης κάποιου αντικειμένου που, λόγω βάρους, δεν μετακινείται με το χέρι, ούτε από έναν μόνο άνθρωπο. Χρειάζονται δύο ή περισσότεροι ναύτες και κάποιο ξύλο ή μαδέρι ή λοστός που θα μπει κάτω από το αντικείμενο, θα το ανασηκώσει και έτσι θα καταστεί εφικτή η μετακίνησή του. Συντάσσεται με το ρήμα κάνω.

  2. Σημαίνει και το παραδοσιακό ψάθινο κερκυραϊκό καπέλο, από την ιταλική λέξη treccia = πλεξίδα, όπως μας πληροφορεί το korfiatika.gr

  1. Χρήστο! Φέρε και τον Αντώνη και έλα να κάνουμε τρίτσα!
    (σ.σ. δεν τόλμησα να ρωτήσω τον ναυτικό που μου έμαθε τη λέξη αν στη ναυτοσύνη σλανγκίζεται η έκφραση. Αν κάποιος ξέρει, ας μας πει...)

  2. Δε λέμε για το Δεγαμή*, μονάχα το καπέλο
    οπού εφιλοξένησε τέτοιο σοφό τσερβέλο
    Θα γένεις περιζήτητη αφού την τρίτσα θά'χεις
    τόμου κι αυτός συχωρεθεί όβολα θε να πιάκεις...

*ενδιαφέρον όνομα που επίσης σλανγκίζεται υπέροχα, αν δεν είναι αποτέλεσμα λογοπαιγνίου και το ίδιο, όπως υποπτεύομαι...

Got a better definition? Add it!

Published

Θαρρώ ότι ενσωματώθηκε στην ρεμπέτικη φρασεολογία, κατόπιν της πρώτης μεταναστευτικής ορδής εις την Αμερική, λίγο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Πολιτσμάνοι = Police Men, στην ελληνική απόδοση Πολιτσμάνοι.

Θα παραθέσω και εγώ τους γνωστούς στίχους του αείμνηστου Βαμβακάρη:

Εφουμέρναμ' ένα βράδυ, αργιλέ σπαχάνη μαύρη, δίχως νά 'χουμε στην πόρτα
τσιλιαδόρους όπως πρώτα. Κι έρχουνται δυο πολιτσμάνοι, και δεν βρίσκουνε ντουμάνι. Ζούλα όλοι οι αργιλέδες, φυλαχτείτε απ' τους τζέδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. (Οικονομικά) Η κατάσταση στη χρηματιστηριακή αγορά όπου οι χρηματιστές δείχνουν ξαφνικό ενδιαφέρον για μια συγκεκριμένη μετοχή χωρίς εμφανείς ενδείξεις που να δικαιολογούν αυτό το ενδιαφέρον. Συνήθως χρησιμοποιείται με τη λέξη «μετοχές» αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μόνο του όταν αναφερόμαστε σε εταιρείες.

Ετυμολογία: Σύμμεικτη λέξη αποτελούμενη από το αγγλικό ρήμα bid (προφορά: μπιντ) με το ελληνικό ρηματικό επίθημα -άρω.

  1. (Μη επίσημο) Το ρήμα κατοικώ στην τοπική λαλιά των Κυθήρων, της Κάσου και των Ιονίων νήσων.

Ετυμολογία: Εξελληνισμένη μορφή του ιταλικού ρήματος abitare που σημαίνει «κατοικώ».

Σημασία 1:
Θα συνεχιστεί ή όχι το «μπιτάρισμα» στις Βιοκαρπέτ και FG Europe μια και τα χαρτιά έδωσαν κίνηση τις προηγούμενες ημέρες; Θα εξαερωθεί περαιτέρω η μετοχή της ΕΒΖ ή θα βρει δυνάμεις; Πως θα αντιδράσουν τα «στασινόχαρτα»; Πηγή: Axia Plus

Σημασία 2:
... σχετικά ιταλικές λέξεις {δεφεντεύω, ζυγανεύω, μπιτάρω κ.ά.)2, προδίδει άν-. 1. Βελούδου, Χρονικόν, σελ. ια'. 2. «Ο.π., σελ. η', θ', κδ'. ...
www.byzantinasymmeikta.org/index.php/bz/article/viewFile/722/640
... ενεστώτα μπιτάρω <ιταλ. abitare 'κατοικώ'. Πρβ. Somavera: «ξε- μηιτάρω- σουργουνίζω» (=εξορίζω), και της Κάσου τα πιτέρω 'κατοικώ' ... (Σελ. 8 και 419, εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified