Το συμβολικό και / ή ουσιαστικό ξεγύμνωμα ανθρώπων, θεσμών, πολιτισμών, νομισμάτων.

Το κούρεμα επανήλθε στο προσκήνιο με την πρόσφατη εθελοντική έκπτωση κατά 50% της ονομαστικής αξίας του Ελληνικού χρέους. Το τίμημα του τεράστιου αυτού «πακέτου βοήθειας» (κατά Γ.Α.Π.) αναγκαστικά συνεπάγεται την κατά τουλάστιχον 50% μείωση του βιoτικού μας επιπέδου και την κατά 100% απώλεια της όποιας εθνικής μας κυριαρχίας. Αποτελεί μετάνοια για τα μεταπολιτευτικά μας ανομήματα.

Άλλη περίπτωση εθελοντικού κουρέματος: το αυτομαστίγωμα και σφοδρό άδειασμα των τσιφτετελλήνων που άσκησε ο Νιόνιος στο ομώνυμο αποτυχημένο δίσκο του («μα εμείς που είμαστε οι ίδιοι ποιητές πώς να κρυφτούμε, οι κουρεμένοι επαναστάτες τι να πούμε;»).

Η πρόσφατη προϋστερία βρίθει από παραδείγματα «μη εθελοντικού κουρέματος»: την εκδορά και διαπόμπευση τέντυ-μπόυ από μπασκίνες στα εξήνταζ, το πέρασμα με την ψιλή παστρικιών που συναναστρέφονταν Γερμανούς ή συμμάχους από ΕΛΑΣίτες και ταλιμπάν.

- Το κόστος (ενός κουρέματος) θα ήταν πολύ μεγαλύτερο από τα εν δυνάμει οφέλη για τους πολίτες, την οικονομία, το ελληνικό και ευρωπαϊκό σύστημα, τα Ασφαλιστικά Ταμεία, όλη την Ευρωζώνη.
(Γιώργος Παπανδρέου, εδώ)

- Η αναδιάρθρωση, το κούρεμα του χρέους, θα ήταν ένα τεράστιο λάθος για τη χώρα. Θα είχε τρομακτικό κόστος, χωρίς κανένα όφελος. (Γιώργος Παπακωνσταντίνου, εκεί)

- Το soundtrack των ημερών. Δίχως αμφιβολία πρόκειται για το θέμα των ημερών: Το κούρεμα. Ανέκαθεν, από τον Σαμψών και τη Δαλιδά μέχρι το νόμο περί τεντιμποϊσμού και τους ονειροκρίτες, το haircut είχε συμβολική σημασία. Γενικά δεν είναι για καλό...
(δισκογραφία για το κούρεμα, παραπέρα)

- Πέντε αιώνες δύσης εθνικής θα ζήσεις από 'δω και μπρος..
(Σαββόπουλος, «το Κούρεμα»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ιδιόλεκτο των εν Ελλάδι πορνών (ημεδαπών & αλλοδαπών) σημαίνει γαμήσι ή νουμεράκι (τραβάω ή πάω ένα νουμεράκι, βλ. και έκφραση «τους πήρε όλους νουμεράδα»), δηλαδή η τάνα ξεπετάει τον «χύστη» (πελάτη) στο ντέλο. Ίσως να έχει σχέση με το πρωθύστερο τζάω, -ώ ή τζάζω (=διώχνω μάνι-μάνι τον ανεπιθύμητο εραστή).

Οι τιμές της συνουσίας (καθ’ οιονδήποτε τρόπο) ποικίλουν αναλόγως της κατηγορίας της πόρνης ή του αιτουμένου βίτσιου. Π.χ. άλλο χρεώνει η Ελληνίδα τηλεγαμήτρια, άλλο το call girl, άλλο η Ελληνίδα (αποκλειστικά πρεζού) της περιπατητικής σχολής οδού Βουκουρεστίου και πέριξ, άλλο η εκ περιστάσεως παρταόλα, άλλο το βέλι, άλλο η αλλοδαπή των πρεσβειών (μπουρδέλων – Σ.Σ. «πρεσβεία» σημαίνει και το κελί όπου διαβιούν οι πιο σκληροί κρατουμένοι) της οδού Φυλής, άλλο οι δηλωμένες –άλλο οι αδήλωτες κι άλλο η τελευταία υποστάθμη, δηλ. οι μη έχουσες στον ήλιο μοίρα καλντεριμιτζούδες αλλοδαπές (και δη νέγρες), που υφίστανται τα πάνδεινα (και απ’ τους νταβάδες και απ’ τους πελάτες) κ.ο.κ.

Οι αλλοδαπές καλντεριμιτζούδες, αναλόγως στην περίπτωση π.χ. εθνικότητας ή αν συνεργάζονται με μπουρδελοξενοδοχείο ή αν έχουνε νιονιό, στην καλύτερη τσιμπάνε ένα μικρό ποσοστό (να φάνε ένα σαντουί) από τη βάρδια τους και στην χειρότερη κατατρομοκρατούνται από τους νταβάδες μένοντας τελείως άφραγκες και δαρμένες. Μάλιστα, ιδιαίτερα τις αραπίνες, οι πάτρονές τους τις εκμεταλλεύονται όχι μόνο με συμβατικές απειλές (κατά των ιδίων ή των οικογενειών που έχουν αφήσει πίσω), αλλά χειριζόμενοι την αμάθεια και την δεισιδαιμονία τους (π.χ. «θα σου κάνω μάγια» και τέτοια)! Μιλάω πολύ-πολύ σοβαρά...

Στα τρισάθλια «χοτέλ» κατηγορίας μετά το λεξάριθμο σαμπί, ιδίως στην περιοχή του Μεταξουργείου των Αθηνών, το τζαζ τιμάται σήμερα περίπου 15,00 ΕΥΡΩ, όπου αισίως έχει κατέλθει μετά την ανεξέλεγκτη έλευση και δραστηριότητα αλλοδαπών πορνών. Αφού ξαναγυρίσαμε που ξαναγυρίσαμε στην εποχή του Μεσοπολέμου (οικονομικώς, εργασιακώς και ιδεολογικώς), ας μην λείψει και η σύφιλη από την σύγχρονη στιχουργική.

Εκ των 15,00 αυτών ευρώπουλων, συνήθως τα πρώτα πέντε τζαζ πάνε στο σπίτι και στην συνέχεια παίρνει 10 η πόρνη, 3 το σπίτι και 2 οι φύλακες ή οδηγοί, για κάθε γαμήσι (κάτι ανάλογο συμβαίνει και στη βίζιτα, αλλά με διαφορετικά ποσά φυσικά). Μέσος όρος περίπου 30-50 επισκέψεις ανά βάρδια (αλλά υπάρχουν κι οι υπερωρίες)...

Η Ιστορία κάνει διάφορους κύκλους, άλλους με μεγαλύτερη ακτίνα (δηλ. παρέλευση μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος ως την επανάληψη ή αντιστροφή των όρων του φαινομένου) κι άλλους με μικρότερη (λένε ότι ήδη άρχισαν να φεύγουν Ελληνίδες πουτάνες για Βουλγαρία). «Προσεχώς Ελληνίδες», λοιπόν!

Ο κοσμάκης, διατηρεί διάφορες αντιλήψεις στη γκλάβα του περί πορνών: Π.χ. «τις κακομοίρες ζουν καθεστώς σκλαβιάς», «ά’ να χαθούνε οι ξεκωλιάρες, κονομάνε σε μια μέρα όσα βγάζω το μήνα κι αφορολόγητα», «καλύτερο γαμήσι από Ρωσάκι δεν έχει», «χτύπησα μια καταπιόλα 20 ευρά έξτρα ακάποτο», «στα ρδελαμπού δε δίνουνε κώλο» κλπ-κλπ. Τίποτα απ’ αυτά δεν ισχύει απόλυτα. Οι γενικοί κανόνες ορίζονται από την αγορά και οι ειδικοί από τη μαντάμα, αλλά οι αλλοδαπές κι αδήλωτες καλντεριμιτζούδες αντιμετωπίζονται σαν κρέας.

Εκείνο που παρατηρείται όμως συχνά, είναι η (διαγεγραμμένη σε όλη την κινησιολογία τους) απροθυμία των γυναικών αυτών να επιδείξουν έστω και επίφαση συμμετοχής στην πράξη, που συχνά μαρτυρεί περισσότερα κακοπαθήματα από φιληδονία. Φυσικά, οι περισσότεροι γαμιάδες δεν ορρωδούν προ ουδενός (αλλά αλίμονο στο νιόβγαλτο παιδαρέλι)...

Άλλωστε, ένα γκραφίττο στα Εξάρχεια έλεγε: «Όποιος στα μπουρδέλα ψάχνει οργασμό, δέκα ευρώ πληρώνει τον κάθε βιασμό»...

- Πόσο πάει κορίτσια;
- Ντεκιπένντε γιούρο το τζαζ ια σένα σωλαρά μου!

(από HODJAS, 27/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που υποδηλώνει την ζημιά που υφίστανται τα ηχεία υψηλών συχνοτήτων (πρίμα) όταν αναπαράγουν ήχους σε υπερβολικά μεγάλη ένταση.

- Χθες είχανε έρθει κάτι φίλοι από το χωριό και ακούγαμε στο αμάξι κάτι πανηγυριώτικα. Βιολιά, τσαμπούνες.... άστα χάσιμο, μερακλώνω σε κάποια φάση τσιτώνω το AIWA και καψάλισα τα tweeter.
- Ωχ πάνε τα καινούρια ηχεία. άκλαφτα δηλαδή....
- Χαλάλι !!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τι ρομαντική λέξη! «Ήτανε εκείνη τη νυχτιά, που φύσαγε ο Βαρδάρης», που λέει κι ο ποιητής. Αυτά είναι!

Καμία σχέση όμως.

Νυχτιά, στην επαγγελματική διάλεκτο των (ελληνίδων) πορνών, είναι το να φορτωθείς ένα πελάτη για όλο το βράδυ. Δεν σημαίνει και ότι θα του κάνεις όλα τα γούστα, αυτό είναι πάντα θέμα διαπραγμάτευσης και συμφωνίας, κατά τους αιωνίους νόμους της αγοράς.

Παρόλο που πληρώνεται καλά, οι πουτάνες το αποφεύγουν γιατί το θεωρούν πιο κουραστικό από το να ξεπετάξουν δέκα – είκοσι πελάτες τη βραδιά, ανά πεντάλεπτο. Βλ. και λήμμα περιποίηση, για τις κοπέλες που και καλά «δεν βιάζονται».

Συντάσσεται με το ρήμα παίρνω, «παίρνω κάποιον νυχτιά» ή «με παίρνουν νυχτιά».

«Δε μου αρέσει να με παίρνουν νυχτιά. Προτιμώ να πάω με δέκα πελάτες σε ένα βράδυ παρά να πάω μα μείνω με έναν άνθρωπο για μια ολόκληρη νύχτα συνέχεια στο ίδιο δωμάτιο, να τον έχω πάνω απ΄ το κεφάλι μου, να πρέπει να τον υποστώ, να πρέπει να βγω μαζί του και να πρέπει να φερθώ σωστά επειδή αυτός έτσι νομίζει».

Καταγραμμένη μαρτυρία της πόρνης Βανέσας, στο βιβλίο «Πουτάνα» της Τασίας Χατζή, εκδόσεις Οδυσσέας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πρώτο τραπέζι πίστα. Λέγεται και έτσι διότι ακουμπάς το πόδι σου στη πίστα και φαίνεται η κάλτσα.

- Φίλε μας βρήκες καλό τραπέζι;

- Τι να σου λέω τώρα ρε φίλε σε έφτιαξα πρώτο μάγκα. Το καλτσάτο σου ΄χω!

Βλ. επίσης πρώτο τραπέζι κάλτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκογενές επιφώνημα κυρίως προτρεπτικό κινήσεως, με θετικό ή αρνητικό περιεχόμενο. Προέρχεται από το τούρκικο Ya Allah (παλιότερα στρατιωτικό πρόσταγμα εφόδου στο όνομα του Μεγαλοδύναμου, όπως γιουρούσι-γιούρου-γιάγμα κ.λπ. και νεωστί: Για τ’ όνομα του Θεού, άντε στην ευχή του Θεού κ.α. αντίστοιχα στα εγκλέζικα Jesus Christ, by Jove, Godspeed, κέλτικα Begorrah, ιταλικά Dio Santo, ισπανικά por Dios, γερμανικά zum Donnawetter/um Gotteswillen κ.λπ.). Οι Τούρκοι σταμπουλούδες ταρίφες (που οδηγούσαν τα Μουράτ=Φίατ ταξί αυτοκίνητα), το χρησιμοποιούν κατά κόρον, εν είδει «άιντε, κουνήσου μαλάκα ξημερώσαμε!» (δηλ. ντούρ!/γκίτ!).

Όπως και με πολλές άλλες τούρκικες λέξεις, συμβαίνει να συμφύρεται η έννοια της με αντίστοιχη εν μέρει ομόηχη ελληνική δηλ. γιάλα - για έλα < έρχομαι (όπως π.χ. μέραμπα - καλημέρα, μπρε - μωρέ / βρε / ρε / ορέ Ρούμελη-Μοριάς / βορέ Κεφαλλονιά κ.λπ)., ώστε συχνά να αλλοιώνεται τεχνηέντως η ετυμολογία τους. Ομοίως, οι απόψεις για την προέλευση του προτρεπτικού μορίου ά(ι)ντε διίστανται: Προέρχεται από το ιταλο-ισπανικό andar(e) (προστακτική: anda!=περπάτα, προχώρα) ή από το τούρκικο hayti = άντε / μπρος (π.χ. hayti bacalum = άντε να δούμε); Μάλλον το δεύτερο.

Στην Ελλάδα σχετίζεται περισσότερο με τα τσακίσματα του ρεμπέτικου, δηλαδή είτε ως επιφώνημα επιδοκιμασίας για τις τσαλκάντζες του τραγουδιάρη (π.χ. Έλα, άντε, δώσ' του, αμάν-αμάν τα βεραμάν, ωχαμάνα άλα της, ολούρμι, γιαχαμπίμπι, έτσι, γκιουζελίμ, αυτά είναι, ώπα, γειά σου, ντιριντάχτα, να μου ζήσεις, μπιραλλάχ, σσσσσ... κ.λπ.), είτε ως προτροπή προς χορευτή, να φέρει τις βόλτες του με όμορφες (αλλά απέριττες) φιγούρες. Αξιοσημείωτο είναι, ότι παλιότερα σφύριζαν χαρούμενα οι θαμώνες των καφωδείων κι ακόμη παλιότερα έριχναν και πιστολιές στον αέρα (ή στο ταβάνι), σαν την Άγρια Δύση!

Εκτός της συνηθισμένης χρήσης του, το νατουραλιζέ ελληνικό πλέον «γιάλα» (εκ του υποτιθέμενου «έλα»), συνέχισε και μετά το ’50 να προσφωνεί ειρωνικά τους βλαχόμαγκες, που σηκώνονταν να τσουρο-χορέψουν (βλ. γιέλλλα!). Συγκεκριμένα, ο Τσιτσάνης το’ λεγε συχνά είτε κοροϊδευτικά, είτε γιατί έτσι του 'βγαινε αφού ήταν από τα Τρίκαλα κι οι Πειραιώτες ρεμπέτες τον αποκαλούσαν υποτιμητικά «Βλάχο» ή «Πονηρό» ή «Τσίλα» (=Βασίλης στα βλάχικα), καθώς έσκωπταν όσους έμπαιναν στο ταράφι και δεν προέρχονταν από 3-4 πόλεις (λιμάνια) που διέθεταν βιομηχανικό υποπρολεταριάτο.

Τέλος, σημειωτέον ότι υφίσταται και νεο-κουτούκι με τη λογοπαιγνιώδη επωνυμία «Πάμε γι’ άλλα», στα Εξάρχεια.

- Μαέστρο παίξε ένα απ’ τα δικά μου!
- Έγινε Γιώργο μου! (Ακολουθεί ταξίμι)
- Γιάλααααααα! Αυτός είσαι!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπουρδέλο αλλά και ο κάθε άτυπος τόπος συνδιαλλαγής αγοραίου έρωτα (γραφεία συνοικεσίων, κωλόμπαρα, ιεροί ναοί, πεζοδρόμια, κ.α.).

Ο όρος βιζιτάδικο χρησιμοποιείσαι ευρύτατα για πιάτσες όπου τα ΛΟΑΤ κάνουν ψωνιστήρι (βλ. τρίτο παράδειγμα).

Εκ της βίζιτας.

  1. ... είχε σπιτώσει μια Ουκρανή που την γνώρισε σε βιζιτάδικο, πρόσωπο πονηρούλικο και στρογγυλό με φακίδες και καστανά σγουρά μαλλιά ... (από εδώ)

  2. Τα περισσότερα τρακτέρ στα μπλόκα είναι κλιματιζόμενα. Φτώχεια!!! Όσο για τις επιδοτήσεις τόσα χρόνια ξέρετε που τις έχουν καταθέσει; στα βιζιτάδικα!! Όπου κάμπος ξεφυτρώνουν κι αυτά. (από εδώ)

  3. Ο κατά παραδοχή του στο ακροατήριο ομοφυλόφιλος μάρτυρας, που γνωρίζει καλά, όπως είπε, «τα βιζιτάδικα ου κέντρου της Αθήνας», αφού πληρώνει και ο ίδιος αγόρια για να πηγαίνει μαζί τους, με έντονο ύφος την ώρα που κατέθετε ξεδίπλωσε εικόνες και διαλόγους, και ουσιαστικά συνέθεσε την ανατομία ενός ειδεχθούς εγκλήματος (…) «Στα βιζιτάδικα όλοι είναι πεινασμένοι άνθρωποι. (…) Τον Νίκο (Σεργιανόπουλο) τον είδα πρώτα στο αυτοκίνητο. Ήταν σταθμευμένος. Πήγα και του μίλησα. Μετά είδα τον Γεωργιανό να τον πλησιάζει και να μπαίνει στο αυτοκίνητο, στη γωνία Χέυδεν και Αριστοτέλους…» (από εδώ)

Είναι άδικο. R.I.P. (από Vrastaman, 30/09/09)Εποχούμενο βιζιτάδικο στις ΗΠΑ (από Vrastaman, 30/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό των μαφιόζων και του υπόκοσμου της νύχτας, ξεμπαρκάρω κάποιον σημαίνει κωδικοποιημένα τον στέλνω στα κυπαρίσσια, να βλέπει τα ραδίκια ανάποδα.

Το λήμμα το συναντούμε κατά κόρον σε τηλεφωνικές συνομιλίες εγκληματικής συμμορίας που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας, απ΄ όπου και το παράδειγμα.

- Δεν είναι να εμπιστεύεσαι πια κανένα, του δώσαμε και μεγάλο νούμερο. Απορώ πως τον ανέχεσαι.
- Ε... τί να κάνω δηλαδή;
- Ξεμπάρκα, με καταλαβαίνεις;
- Ε, πώς;
- Ξεμπάρκα, με πιάνεις; Ξεμπαρκάρισέ τον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνεισφέρω τον οβολό μου μοιρολατρικά στον ναό της αρεσκείας μου και λαμβάνω την άγουσα.

Τη παρόδω του χρόνου μπορεί να ανακυρηχθώ και μέγας χορηγός της ναοδομίας (κοινώς, «εγώ τα 'χω κτίσει).

Όπως κάθε καλός χριστιανός εναποθέτει τις ελπίδες του σε ανώτερες δυνάμεις, επικυρώνοντας το αίτημα του δια της επί χρήμασι αφής κηρίου, έτσι και ο καλός τζογαδόρος δεν θεωρεί τον αποχωρισμό από τα χρήματα του παρά μια νομοτελειάκη πράξη στα πλαίσια της λατρείας του.

- Πάμε και στο τραπέζι του μπλακ-τζακ να δούμε τι παίζει;
- Αδελφέ εγώ το κεράκι μου το άναψα, θα την κάνω.
- Έλα ρε ξενέρα, 10 λεπτά θα κάτσουμε και θα φύγουμε...
- Το άλλο, με τον Τοτό, το ξέρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πόσες φορές σας έτυχε να έχετε βγει έξω και να κοιτάτε τον βοηθό σερβιτόρου να παίζει με τον δίσκο και να φαίνεται σαν καραγκιόζης; Και όταν θέλετε να το δείξετε στο φίλο σας για να σπάσετε πλάκα μαζί να σκύβετε το κεφάλι γιατί η πάμπλουτη, πανίσχυρη, μαγική (αν προφέρεται με ιαμβικό μέτρο) και χιλιοτραγουδισμένη ελληνική γλώσσα σας απογοήτευσε μιας και δεν έχει λέξη γι' αυτό, και δεν είσαστε τύπος του «Ψιτ, κοίτα»; Κι όμως! Υπάρχει λέξη!

Ο βοηθός σερβιτόρου για κάποιο λόγο, που αυτή τη στιγμή που διαβάζετε ακόμη ερευνούν, θεωρείται ιδιαίτερα τρέντι και μπάνικη εργασία. Για να μην αποκαλυφθεί η αλήθεια και καταρρεύσει το σύστημα της νυχτερινής διασκέδασης πρέπει να το δείχνουν κιόλας. Οπότε βάζουν τον δίσκο στο δείκτη του «καλού» χεριού (από εδώ το πρώτο συνθετικό) και μιμούνται τον Μάτζικ ή και άλλους μπασκετμπολίστες που γυρνάνε την μπάλα με αυτόν τον τρόπο (το δεύτερο συνθετικό) γυρνώντας τον δίσκο. Την όλη εικόνα συμπληρώνει το απαραίτητο σούφρωμα των φρυδιών του πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore, το βλέμμα στο άπειρο και η προσωρινή κώφωση μιας και για να φέρει ένα ποτήρι νερό πρέπει να του το φωνάξεις τουλάχιστον με 120dB.

Πρόκειται για επαγγελματική αργκό και λειτουργεί όπως τα αστέρια στον στρατό, αποτελεί δείγμα προόδου (μαλακία παρομοίωση). Δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των βοηθών αλλά αυτοί χρειάζονται περισσότερη προσοχή πάνω τους, οι σερβιτόρες/οι έχουν ήδη αρκετή. Συντάσσεται με το ρήμα «κάνω»

(Ο φτασμένος βοηθός σερβιτόρου Δημήτρης μιλάει με την πολλά υποσχόμενη Φωτεινή)

Δ: - Και δε μου λες (Φωτεινή σε είπαμε;) πόσο καιρό πιάνεις δίσκο;
Φ: - Θα 'ναι 3 μήνες.
Δ: - Και με πόσα δάχτυλα κρατάς το δίσκο;
Φ: - Με τρία.
Δ: - Τί κλίση έχει η γωνία του αγκώνα;
Φ: - Γύρω στις 110 μοίρες για παρέες των 4ρων ατόμων με 1 κανάτα.
Δ: - Κάνεις δίσκοball;
Φ: - Όχι ακόμη, αλλά το παλεύω.
Δ: - Καλά, έλα να μου μιλήσεις όταν ο Τζόνι σταματήσει να περπατάει.

(από knasos, 29/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified