Η έκφραση προέρχεται κατά βάση από την πόκα, αλλά λέγεται και σε όλα τα παιχνίδια του τζόγου. Σλανγκ τζογαδόρικη, αναφέρεται στο σβήσιμο (ποντάρισμα ολικό) του μεγάλου χαρτονομίσματος ή του κόκαλου. Για παράδειγμα, θέλω να ποντάρω 60 ευρώ, αλλά κρατάω ένα εκατόευρο. Αντί να πάρω τα ρέστα από το εκατόευρο, προτιμάω να αυξήσω το στοίχημα, ποντάροντας και τα 40 ευρώ.

Πιο συγκεκριμένα, το σβήσιμο συμβαίνει για λόγους :

-βαρεμάρας : ποντάρει κάποιος π.χ. 5 ευρώ, και επειδή η μικρότερη μάρκα που έχω είναι δεκάρα, βάζω την δεκάρα, και δηλώνω ότι πάει για 5 ευρώ (όσο είναι το ποντάρισμα). Στην επόμενη γύρα, και ενώ όλοι έχουν πάει ντούκου, δηλώνω «να σβήσει», δλδ ποντάρω άλλα 5 ευρώ και ρίχνω μέσα όλη τη μάρκα (ενώ θα μπορούσα να πάω ντούκου, και να πάρω τα 5 ευρώ ρέστα, που εν τω μεταξύ έχουν μαζευτεί από τα λεφτά των άλλων παικτών).

-ψιπι : ποντάρει κάποιος 5 ευρώ, έχω πάλι μάρκα μεγάλη (π.χ. 25ευρη) και ακολουθώ στα πέντε. Στην επόμενη γύρα ο ίδιος αντίπαλος ποντάρει άλλα πέντε. Αντί να ακολουθήσω, λέω «να σβήσει», κάνοντας ρελάνς, ανεβάζοντας δλδ το ποντάρισμα στα 20 ευρώ. Το σβήσιμο εδώ δείχνει σιγουριά, αλλά μπορεί να κρύβει και την μπλόφα.

-αρρώστιας : ως γνωστόν οι τζογαδόροι δεν υπολογίζουν τα λεφτά, και προτιμάνε πολλές φορές να παίξουν ακόμα και τα ρέστα, για το δικαίωμα στο όνειρο... Αυτό που συμβαίνει είναι ότι άμα βγει το χαρτονόμισμα από την τσέπη, συνήθως σβήνει στο συντομότερο υπάρχον στοιχηματικό γεγονός...

(σε προποτζίδικο)
- Το λοιπόν, γράφε...
- Λέγε...
- Μπραουνσβάϊγκ Χ, τρομσντάλεν 1, Μαγιόρκα 2 και κλείνει το παρολί με το διπλό της Ουντινέζε. 48 ευρώ.
- Έφυγε.
- Άλλο τώρα. 30 ευρώ σε Μπαρτσελόνα, Ρεάλ, Γιουβέντους, Ρόζεμποργκ και Πόρτο. Και καλά είναι για μεσημέρι.
- Σύνολο 78 ευρώ.
- Φτου, κατοστάρικο κρατάω.
- Δίνω ρέστα;
- Γιατί ρε θες να μου χαλάσεις την τύχη μου;
- Με το παρδόν...
- Να σβήσει με τυχαία επιλογή, τρία νούμερα από δύο ευρώ, σε έντεκα κληρώσεις. - Ναι, γιατί τα ρέστα πιάνουν και χώρο στην τσέπη..
- Κοίτα ένα μπούστη ρεεεεε... Ρε θα πηγαίνω στον Καπελάκια ρε να παίζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ' αρχή να διευκρινίσω ότι το λήμμα μας είναι «2.0», αλλά το πλαίσιο εισαγωγής των λημμάτων που παρέχει το σάη δεν παίρνει τελείες, οπότε η καταχώριση γίνεται με την προφορική-περιγραφική μορφή «2 τελεία 0».

Ως γνωστό, η επανέκδοση ενός software σε νέα, βελτιωμένη μορφή σε σχέση με την πρωτόλεια έκδοσή του, περιγράφεται με «όνομα του προγράμματος 2.0» ενώ αν ακολουθήσουν και τρίτη και τέταρτη επανεκδόσεις, τότε έχουμε αντίστοιχα τις προεκτάσεις 3.0, 4.0 κ.ο.κ. Φυσικά, μπορεί να υπάρχουν και οι μικροβελτιώσεις μέσα σε κάθε έκδοση, π.χ. 4.1, 4.2 κ.ο.κ.

Ωσεκτουτού, το λήμμα μας μπαίνει σαν προέκταση σε πρόσωπα, αντικείμενα, ιδιότητες, γεγονότα, καταστάσεις, για να δείξει την εξέλιξη ή τροποποίηση επί τα βελτίω της προτέρας αυτών κατάστασης.

  1. - Όλα εντάξει με την Πέννυ; - Ποια Πέννυ ρε συ, έχεις μείνει πολύ πίσω.
    - Το γκομενάκι που ήσασταν μαζί πέρυσι το καλοκαίρι, ρε.
    - Παλιά, φίλος. Τώρα έχουμε προχωρήσει στην Πέννυ 2.0
    - Έεεελα. Συνονόματη;
    - Σχεδόν. Και τί σημασία έχει; Αφού όπως είπε και ο σοφός, «λυχνίας σβησθείσης, πάσα γυνή ομοία».
    - Δεν παίζεσαι, ρε πστ.

  2. Δημοκρατία 2.0 (σύνθημα σε πανώ στο Λευκό Πύργο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Μαγειρική αργκό για το αποτέλεσμα της κατάστασης όπου το φαγητό αρχίζει να καίγεται με συνέπεια να κολλάει, κατά κάποιο τρόπο, στο επίπεδο του πάτου της κατσαρόλας, λόγω έλλειψης υγρών, απουσίας ανακατέματος και υψηλής θερμοκρασίας στην εστία. Χρησιμοποιείται με προσωπική αντωνυμία σε γενική πτώση και κατά κόρον στο τρίτο ενικό του παρατατικού (παρ.1), αλλά και κάποιες φορές του υπερσυντέλικου (παρ.2).

Τα φαγητά αυτά συνήθως είναι φαγητά κατσαρόλας (π.χ. μπριάμι, γιαχνί, στιφάδο κ.ά.), σούπες που πρέπει να χυλώσουν (π.χ. φακές, ψαρόσουπα, γιουβαρλάκια κ.ά.) και διάφορα ριζότο (συμπεριλαμβανομένων σπανακόρυζου, λαχανόρυζου και πρασόρυζου).

Η κατάσταση αυτή είναι εύκολα αντιληπτή λόγω της χαρακτηριστικής μυρωδιάς. Κάποιες φορές το πρόβλημα μπορεί να λυθεί εν μέρει, αν σερβίρουμε φαγητό από την κορυφή της κατσαρόλας, χωρίς να αγγίξουμε καθόλου τον πυθμένα της, ενώ συμβαίνει πολύ συχνά όταν αποσπάται η προσοχή του εκάστοτε μάγειρα, από διάφορους εξωγενείς παράγοντες, την κρίσιμη εκείνη στιγμή που το φαγητό έχει σχεδόν ετοιμαστεί.

Έτσι, σε οικιακό επίπεδο, συμβαίνει όταν η νοικοκυρά αναλύει με υπέρμετρο ζήλο τα της γειτονιάς στο τηλέφωνο ή όταν παρακολουθεί τον Χορχέ Αρμάνδο να πιάνει στα πράσα την Σοζίτα Ντολόρες με τον πρώην αρραβωνιαστικό της, ενώ σε επαγγελματικό επίπεδο συμβαίνει όταν ο μάγειρας έχει να βγάλει κανα πεντέξι παραγγελίες ακόμα (και χρειάζεται τέσσερα ζευγάρια χέρια επιπλέον), ενώ παράλληλα, ανεξέλεγκτα πιτσιρίκια από την δεξίωση μπαινοβγαίνουν στην κουζίνα.

2. Σχετικά με το φαγητό επίσης, λέγεται όταν έχει επιτευχθεί η σωστή και ιδανική ποσότητα κυρίως αλατιού, αλλά και άλλων μπαχαρικών ή μυρωδικών όπως το πιπέρι, η ρίγανη κ.ά. Συνήθως έχει ύφος απόδοσης τιμών (σπεκ και τέτοια), ενώ δε περιοριζόμαστε στον παρατατικό ή τον υπερσυντέλικο αλλά μπορούμε να επεκταθούμε γενικώς (παρ. 3).

(Διατηρώ τις αμφιβολίες μου αν οι παρακάτω περιπτώσεις μπορούν να θεωρηθούν σλανγκ γι ' αυτό τις αναφέρω επιγραμματικά.)

3. α. Εννοώντας την πραγματοποίηση ή μη μιας ευχής. Π.χ.: «Αχ! Ένα αστέρι έπεσε! Μακάρι να πιάσει η ευχή μου...»

β. Αναφερόμενο σε επίτευξη βιδώματος σε σπείρωμα. Π.χ.: «Ε, δεν παίζει, έχει φαγωθεί το σπείρωμα! Μαλάκα δεν πιάνει με τίποτα!»

γ. Λέγεται επίσης για λήψη σήματος από τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό δέκτη. Π.χ.: «Γιόκα μου, άντε κούνα λίγο την κεραία γιατί δε πιάνει καλά το Μέγα.»

(Έχει κι άλλα εδώ.)

  1. - Αγάπη μου! σου αρέσει το Κινέζικο; γιατί μου έπιασε το φαγητό.
    - Το οθωμανικό μου αρέσει, χέσε το Κινέζικο...

  2. - Και γιατί χωρίσανε βρε Κούλα;
    - Της είχε πιάσει το φαΐ και δεν το κατάλαβε, άκου τώρα!
    - Α πα πα! καλέ τι στρίτζος είν' αυτός!

  3. Μαλλλάκα! Και γαμώ τα παστίτσα, ε! Το έχει πιάσει και το αλάτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταβλαδόρικη έκφραση, που λέγεται ταυτόχρονα με το κλείσιμο του δικάπακου εξάπορτου, όταν εγκλωβίζονται μέσα σ’ αυτό ένα ή περισσότερα πούλια του αντιπάλου και ο αντίπαλος μένει μαγκωμένος κι ανήμπορος στη γωνίτσα του, ενώ ο εξαπορτούχος του σφίγγει σιγά-σιγά τον κλοιό, ώσπου να τον «φάη» εν τέλει.

Εξηγείται ότι πρόκειται μόνο για δικάπακο (δηλ. πόρτες-πλακωτό όπου χρειάζονται κατ’ ελάχιστον two to tango για να κάνεις «πόρτα», είτε με δικά σου πούλια είτε με ένα τουλάχιστον δικό σου κι ένα του αντιπάλου πιασμένο), διότι στο μονόκουκκο ή μονόπορτο παιγνίδι της «φεύγας», μπορείς να κάνεις εξάπορτο μεν, αλλά δεν μπορείς να «φας» τα πούλια του αντιπάλου.

Προφανώς αποτελεί παρομοίωση προς το στρίμωγμα του συμπαθούς –πλην πονηρού– ζωακίου στην φωλίτσα του, από κανά πιο ζόρικο ζώο. Άλλωστε κι άλλα ζώα π.χ. ο αστακός και το χταπόδι, όταν απειλούνται, χώνονται ολοένα και βαθύτερα στο θαλάμι τους, με αποτέλεσμα πολλές φορές να την πατάνε και να γίνεται ο τάφος τους. Ίσως όμως και να προέρχεται από την παροιμία «ο θάνατος της αλεπούς είναι της κότας ζήση».Ποιος μύτη;

Λέγεται και «θάνατος της αρκούδας», αλλά μάλλον πρόκειται για σύμφυρση με την αργκοτική έκφραση – ομπρέλα της αρκούδας = πάρα πολύ (π.χ. ξύλο, χώσιμο, γαμήσι, κρύο, ύπνος κλπ / βλ. και ιταλ. di brutto).

Έτσι και κάτσει όμως καμιά γκέλα στον εξάπορτο και αναγκαστεί να «τσακίσει» (δηλ. να χαλάσει το φρούριό του – έκφραση δανεική απ’ το βορειολλαδίτικο χαρτοπαίγνιο «μπουρλότ») και ν’ αφήσει δίοδο στον αντίπαλο, τότε ο τελευταίος την πουλεύει ψέλνοντας με χαρά το «Αναστάς ο Ιησούς» κλπ (μέρες που είναι)...

- Τώρα θα φέρω τις εξαιρετικές (Σ.Σ. εξάρες) μου, να την κάνω από δωμέσα!
- Ασσόδυο σου κάνει;
- Ωωωωχχχ! Δε με βλέπω καλάααα!
- Ώπα της, διόδια (Σ.Σ. διπλές)! Δυο στο πεντάρι και δυο στο εξαράκι σου. Ετοιμάσου τώρα για τον θάνατο της αλεπούς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σ’ εμάς το τσιμέντο ήρθε από το τούρκικο çimento και ετυμολογείται από το λατινικό caedere: τέμνω / κόβω.

Έκφραση που προέρχεται από τα σινάφια κυνικών πολιτικών, ανέμπνευστων αρχιτεκτόνων, μηχανικών, οικοδόμων, ακόρεστων οικοπεδούχων και οικοπεδοφάγων και λοιπών πάρα πολλών συνεμπλεκόμενων παραδόπιστων. Συμπούρμπουλοι, αντιμετώπισαν συνειδητά μονόμπαντα επιτακτικές οικιστικές ανάγκες, μπαζώνοντας και ταρατσώνοντας τα πάντα όλα σε βαθμό κακουργήματος.

Ανάγοντας ουσιαστικά τον όρο σε οικονομική πολιτική δεκαετιών, έγιναν υπεύθυνοι για το καρακιτσάτο βλαχομπαρόκ που κατέστρεψε τα ιστορικά κέντρα των πόλεων και μόλυνε αισθητικά και την ύπαιθρο, δυσχεραίνοντας κι υποβαθμίζοντας την καθημερινότητα όλων.

Σαν όρος αποτελεί διαστρέβλωση του «fiat lux» σε πολλά επίπεδα και μια από τις εκφράσεις που δίνουν καίρια –κατά τη γνώμη μου- το στίγμα του παρτάκια νεοέλληνα που αδυνατεί να πάρει κάβο τη διαφορά μεταξύ κέρδους και πλούτου.

Υπογραμμίζει: το ποιόν της οικολογικής του συνείδησης, το κοντόθωρο του βλέμματός του προς το μέλλον, το εγωκεντρικό της ύπαρξής του σε σημείο αυτισμού, την αποκοπή του από τη Φύση – Κόσμο σε σημείο υποβιβασμού της σε ντεκόρ, και στην τελική, την έλλειψη κουλτούρας κι αισθητικής.

Ως γνωστότατον, σημαίνει: «στ’ αρχίδια μου», «δε γαμείς;», «δεν πα’ να καεί / χαθεί», «σιγά μη κάτσω να σκάσω», ζαμανφού, χέστηκα, «δεν πειράζει», «δε βαριέσαι» και όλα τα σχετικά ωχαδερφικά και σταρχιδικά που δηλώνουν πλήρη αδιαφορία.

Όμως επιπλέον όσων έχουν καταγράψει Τριαντάφυλλος και Μπάμπης, έχει φτάσει να σημαίνει και:

--- «ντέφι να γίνει», «τέλος πάντων», «περασμένα ξεχασμένα» τα οποία εισάγουν μια απόχρωση μεγαλοψυχίας κι ανωτερότητας που, σε διαπροσωπικό επίπεδο, μπορεί μεν να οδηγεί σε πολύ μεγάλα πράγματα, σε πολιτικοκοινωνικό επίπεδο δε, δίνουν κώλο στην ατιμωρησία, καταργώντας κάθε επίφαση ντεμέκ δημοκρατίας, οπότε επιπλέουν μόνο μιζοκινούμενοι φελλοί με κληρονομικό χάρισμα και το σινάφι τους.

Και βέβαια αυτή η γονιδιακή (;) ανικανότητα αντίληψης του ποιος είναι ποιος και του τι είναι σοβαρό και τι όχι, γνωστή αναντάμ παπαντάμ («Ἕλληνες ἀεὶ παῖδές ἐστε, γέρων δὲ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» -ο γέρος φέρει και μια άλω σοφίας), μαζί με σακατεμένο σκληρό –στον οποίο επένδυσε κάποτε φανερά διαβόητο πολιτικό βαμπίρ- και με πρωτοπόρα παιδεία, ανοίγουν το δρόμο στην εύκολη χειραγώγηση πάρα πολλών -νταξ, με τη βοήθεια δολίων ΜΜΕ -από πολύ λίγους εντός κι εκτός, αφού τηρηθούν, βεβαίως-βεβαίως, τα απαραίτητα προσχήματα προς εσωτερική κατανάλωση. Όχι πως πολλοί δεν την έκοψαν τη δουλειά, αλλά το status quo φευ, κλωνοποιείται ευκολότερα απ’ όσο κλονίζεται.

---Στο στόμα μαφιόζου με μεταπτυχιακό στην άπω Εσπερία, ηχεί αμετάκλητα θανατηφόρο για το υποψήφιο θύμα.

  1. Όταν η αστυνομία δεν μπορεί να περιφρουρήσει τα σπίτια της, που είναι τα αστυνομικά τμήματα, θα κάτσει ν ασχοληθεί με τη βία στα γήπεδα; Τσιμέντο να γίνει.
    (διεκπεραιωτικά)

  2. Αν οι «δουλειές» πάνε καλά, τότε τσιμέντο να γίνει το Κυπριακό, η κυριαρχία στο Αιγαίο ή η Μακεδονία και οι διεκδικήσεις των Σκοπιανών.

  3. Γι’ αυτό, για τις ανομίες που έκανε η κυβερνώσα παράταξη τα τελευταία 5,5 χρόνια, να μην πούμε κύριοι «τσιμέντο να γίνει», αλλά, να τούς καλέσουμε να πληρώσουν για τα εγκλήματά τους

(όλα από το δίχτυ)

  1. -Νονέ μου, κερατώνει το αθώο το μωρό μου μ’ εκείνο το τσουλί τη Λίλιαν.
    -Καλά! Θα του σπρεχάρω δυο φωνήεντα.

-Φαξάρισε στου Βουβού τη φωτό και στείλε μήνυμα: «τσιμέντο να γίνει».
-Στο Μπάμπη;
-Ποιον άλλον; Και τσακίσου φέρε τη Λίλιαν.
-O.K., Ντον!


Μακάβριο: Τσιμεντωμένο πτώμα κάτω από τζακούζι, σε οικία στο Μαρούσι!

(εμπνευσμένο απ’ την πραγματικότητα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται (όχι πλέον τόσο συχνά όσο πριν τη χρήση τον καινούργιων τεχνολογικά μέσων προβολής) σε κινηματογραφικές αίθουσες όταν η ταινία είναι μάπα / φέσι / μούφα / για τον πούτσο.

Αναφέρεται στη δυνατή λάμπα που χειριζόταν ο τεχνικός προβολής. Αν τον είχες γνωστό, στό 'λεγε χαμηλόφωνα στο διάλειμμα ανάμεσα στις προβολές.

Ακουγόταν ιδιαίτερα σε μεταμεσονύχτιες προβολές και στο φεστιβάλ κινηματογράφου όπου το κοινό κι ο εξώστης αντίστοιχα δεν χάριζαν κάστανα σε δηθενιές. Επίσης, ακουγόταν όταν η αίθουσα προβολής ήταν σχεδόν άδεια από κοινό - καναδυό αδιάφοροι νοματαίοι.

- Μάγκες τζάμπα καίει η λάμπα.
- Αμερικλανιά του θανατά.
- Άουσβιτς.
- Τιγκανά για πατσά;
- Μέσα.

(από GATZMAN, 10/11/10)αντίπαλο δέος (από anchelito, 11/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην έκφραση: δουλεύει πακέτο: πουλάει το προϊόν του μαγαζιού του σε πακέτο - προφανώς με ντιλιβεράδες.

  2. Στην έκφραση το 'χει όλο το πακέτο: έχει όλα τ' απαραίτητα προσόντα για τη δουλειά (είναι σούπερ προσοντούχος, -α).

  3. Στην έκφραση: έχω και το πακέτο: δεν παίζω σόλο, έχω και υποχρεώσεις (π.χ. γυναίκα, παιδιά, σκυλιά, άρρωστους γονείς κλπ) εκφέρεται με παράπονο και έκκληση προς κατανόηση.

  4. Στην έκφραση: τον έστειλα πακέτο: Τον ξαπέστειλα χωρίς πολλά λόγια και χωρίς αυτός να το θέλει, εκεί που δεν το περίμενε μ' αποτέλεσμα να του 'ρθει ο ουρανός σφοντύλι.

  5. Στην έκφραση: πάω πακέτο με κάποιον/ους: Είμαστε κολλητοί, αυτοκόλλητοι.

  1. - Πώς τα πάει ο Μπάμπης με το καραμελάδικο;
    - Τζάμι!! Τώρα πουλάει και πακέτο!!

  2. - Και φωνάρα και μουνάρα και κουνιέται και λυγιέται!!
    - Αφού στο 'πα: το 'χει όλο το πακέτο!! Μ' ένα Ψιψινάκι από πίσω χτυπάει Δημαρχία.

  3. - Να του πω για ΠάνταΒρέχει;
    - Κόψ' τις μαλακίες κι άστον στον πόνο του. Πού να πάει ρε μαλάκα μ' εκείνο το πακέτο τη μάνα του;

  4. - Και τι μου πετάει, ρε μαλάκα, μετά το αχαλίνωτο;
    - Τι;
    - Βρε τζουτζούκο μου, να πάρουμε μια γυναίκα για τις δουλειές;
    - Και τι έκανες, ρε ήρωα;
    - Την έστειλα πακέτο στη μάνα της για σεμινάρια σκούπα-μάπα.

  5. Από παλιό σαχλοτράγουδο: «Εμείς οι δυο πάμε πακέτο, δε θα χωρίσουμε ποτέ!!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό loop που σημαίνει βρόχος, θηλιά.

  1. Όρος που χρησιμοποιούν οι προγραμματιστές Η/Υ. Είναι μια επαναλαμβανόμενη σειρά από εντολές (ένας βρόχος επανάληψης) που εκτελείται όσο ισχύει μια λογική συνθήκη. Μόλις η συνθήκη πάψει να ισχύει, το πρόγραμμα συνεχίζει παρακάτω στις επόμενες εντολές. Αν ο κουμπιουτεράκιας έχει κάνει κάποιο λάθος στον κώδικα, τότε το πρόγραμμα δεν μπορεί να βγει από τον βρόχο επανάληψης εκτελώντας τις ίδιες εντολές ξανά και ξανά (κάνοντας δλδ συνέχεια τα ίδια και τα ίδια)ν μ΄αποτέλεσμα κάποια στιγμή να κολλήσει.

  2. Η κατάσταση λειτουργίας μιας οποιασδήποτε συσκευής που παίζει μουσική ή κάποια ταινία ή κάποια βίντεο όπου μόλις τελειώσει η σειρά π.χ. των τραγουδιών ξαναξεκινά αυτόματα να τα παίζει πάλι με την ίδια σειρά.

  3. Ανάποδη λούπα. Δύσκολος ελιγμός μαχητικών αεροπλάνων όπου διαγράφεται στον αέρα μια θηλιά. Το αεροπλάνο μοιάζει να κάνει ανάποδη τούμπα.

  4. Έπεσα σε λούπα. Σκατοκατάσταση από την οποία δεν μπορώ να ξεφύγω με τίποτα.

Ρίξτε και ένα βλέφαρο στην καλούτσικη ταινία Λούπα αυτοκτονίας.

  1. Γαμώ τα κοντρολομπρέκια μου γαμώ, ούτε μια λούπα δε μπορώ να στήσω σήμερα. Μήπως να με ξεματιάξεις;

  2. Ρε παίδες!! Ποιος έβαλε σε λούπα το κωλοσιντί; Τρίτη φορά ακούω τα άπαντα της Θώδη. Έλεος!! Υπάρχουν και πράγματα που πρήζονται εδώ χάμω.

  3. - Πωωω ρε πούστη μου πρήξιμο ο νέος. Αμάν μ' αυτήν την ανάποδη λούπα!! Ούτε ο Κρουζ στο Τοπ Γκαν να ήτανε.
    - Δε θυμάσαι τα δικά σου; Σαν νά 'χες πρωτογαμήσει έκανες.

  4. - Ψυχοσάββατο έχει ο Λάκης ή μου φαίνεται; - Σκάσε και κέρνα αβέρτα. Κάτι με τη δικιά του. Δε ξέρω λεπτομέρειες, αλλά μεγάλη λούπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ατάκα προπονητών, πραγματικών ή της κερκίδας. «Βλέπω γήπεδο» σημαίνει έχω καλή αντίληψη του χώρου σε ένα ομαδικό παιχνίδι. Δηλαδή, ξέρω ανά πάσα στιγμή πού είναι οι συμπαίκτες μου (γιατί δεν βλέπω μήπως σκουντουφλήσω με την μπάλα) και επίσης ξέρω σε ποιο σημείο και με τι δύναμη πρέπει να πασάρω, ώστε να μην ξελιγώσω τον συμπαίκτη προς τον οποίο πασάρω.

Χαρακτηριστικό κάποιου που βλέπει γήπεδο είναι η ικανότητά του να βγάζει τυφλές μπαλιές. Πάσες ή σέντρες, χωρίς να έχει άμεσα οπτική επαφή με τον συμπαίκτη. Και όχι κατά τύχη στα κουτουρού (όπως καμιά φορά συμβαίνει στον Βύντρα)! Να τις θέλει.

Η ικανότητα (να βλέπει γήπεδο) που έχει κάποιος παίκτης είναι ένα από τα χαρακτηριστικά που ανήκουν στην αθλητική ιδιοφυΐα (για ομαδικά αθλήματα). Χαρακτηριστικά παραδείγματα παιχταράδων με τεράστια αντίληψη χώρου είναι (ή ήταν) ο Κρόιφ, ο Φραντσέσκο Τότι και προσφάτως ο Κακά (στη μούρη σου). Στην Ελλάδα ένας παίκτης που, εκτός όλων των άλλων χαρισμάτων του (πολλά κιλά μπάλα), έβλεπε και γήπεδο, ήταν ο Βάσια. Μετά από πέντε ή έξι τρίπλες, με κάτω το κεφάλι, έβγαζε συμπαίκτη τετ α τετ με το τέρμα, και το μόνο που είχε να κάνει (ο συμπαίκτης) ήταν να φυσήξει την μπάλα μέσα.

Τώρα, η έκφραση εκτός αθλητικής σλανγκ, χρησιμοποιείται και:

  • για να χαρακτηρίσει εργαζόμενους /-ες σε μπαρ. Δλδ ένας μπάρμαν γατόνι είναι αυτός που βλέπει γήπεδο, ξέρει πότε να πλησιάσει τον πελάτη, δεν αφήνει ποτέ τον πελάτη να περιμένει και πάντα βέβαια τσεκάρει με το κεφάλι ψιλά τι γίνεται γύρω από την μπάρα. Έχει δλδ τον έλεγχο.
  • για να χαρακτηρίσει γκόμενες και γκόμενους που παίζουν με τα μάτια.
  1. - Τι νέα παλικάρια;
    - Μια χαρά, εσύ;
    - Καλά. Γιατί δεν πίνετε τίποτα. Αφραγκιές, αφραγκιές;
    - Μπααααα. Μια ώρα είμαστε εδώ, αλλά ο καινούριος δεν λέει να μας δει. Φτιάχνει ένα κοκτέιλ και μετράει τα παγάκια.
    - Μιλάμε δεν βλέπει γήπεδο με τίποτα. - Αντιθέτως η γκόμενα απέναντι μοιράζει παιχνίδι...

  2. από ιστότοπους:

α. βυντρα δεν πρεπει ποτε να παιζει λιμπερο διοτι πρωτον δεν βλεπει γηπεδο, δευτερο ειναι ατσαλος και καντεμης και τριτον δεν εχει διαρκεια ...

β. ... Καλή κοψιά,τεχνηταράς ,με μάτι που βλέπει γήπεδο,δυνατό μακρυνό σουτ και μεγάλη μπαλλιά. Αλλά...

γ. ... Δεν βλέπει γήπεδο γι' αυτό και στα στατιστικά του δεν υπάρχει ενδιαφέρον στις ασίστ. Παρότι έχει μεγάλα άκρα και μεγάλο κορμί δεν είναι ...

(από electron, 31/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αθλητική ορολογία για να πεις την ασίστ στο ποδόσφαιρο/μπάσκετ.

Χρησιμοποιείται εκτενώς από τον Β. Σκουντή στις περιγραφές μπάσκετ (αν δεν είναι και δικιάς του έμπνευσης, άλλωστε εκείνος μας έδωσε τα παίρνω το πορτοφόλι, βάλ' το αγόρι μου κ.ά.). Στο ποδόσφαιρο το χρησιμοποιεί ο Χ. Σωτηρακόπουλος.

Μπορεί να ειπωθεί και πάρε-βάλε. Επίσης ο κύριος «πάρ' το βάλ' το»κύριος «πάρε-βάλε») είναι ο αθλητής που έχει έφεση στο να βγάζει ασίστ.

Παρεμφερή:

  • μπαλιά διαβήτης
  • μπαλιά λέιζερ
  • μπαλιά συστημένη
  1. Άσε, ρε με τον Σισσέ ναούμ', αφού όλα του τα γκόλ ήταν πάρ' το βάλ' το. Σιγά τα ωά.

  2. (Απο αθλητικό ρεπορτάζ)
    Στο 66' ο Βαλέντσια, που μόλις είχε μπει αλλαγή, σέντραρε στο κεφάλι του Άγγλου διεθνούς στράικερ και στο 74' ήταν η σειρά του Κάρικ που είχε και την ασίστ στο πρώτο γκολ, να δίνει γκολ πάρε-βάλε στον Ρούνεϊ που με νέα κεφαλιά άφησε άγαλμα τον Ντίντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified