Further tags

Όταν ένας εμσί αυτοσχεδιάζει και ραπάρει freestyleστίχους και ρίμες στον ρυθμό που του δίνει ο DJ· σε αντιδιαστολή προς το συμβατικό τραγουδώ (με μελωδία).

Σλανγκιά τση φυλής των χιπχοπακιώνε και των ραπερονιώνε.

Ασίστ: Ο ΑΛΛΟΣ από το δουπού.

1.
- Χώσε μαν
- ♪♫ σε βλεπω με κοιταζεις με το προστυχο υφακι / και σκεφτομαι με αυτο το τεκνο ισως μπω και στο μπανακι ♪♫
- yeah babe

2.
- ΜC ΧΩΝΩ ΦΡΕΕΣΤΥΛΕ ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΩ ΤΟ ΣΤΥΛΕ ΕΙΤΕ ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ ΕΙΤΕ ΣΕ ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΙΟ

3.
♪♫ πίνω μπύρες πίνω μπύρες..
και χώνω ρίμες χώνω ρίμες χώνω ρίμες...♪♫

(όλα από το φόρουμ του www.hiphop.gr)

Got a better definition? Add it!

Published

Ειρωνικό λογοπαίγνιο επί της λέξης «Εφετείο». Καταδεικνύει την υποτιθέμενη στάση «άφεσης αμαρτιών» του δικαστηρίου του δεύτερου βαθμού υπέρ των κατηγορουμένων (ή και του πρωτοδίκως ηττημένου διαδίκου σε αστική δίκη), την οποία στηλιτεύει ο ομιλητής.

  1. Από εδώ:

Μήπως των πρώην αξιωματικών που του είχαν παρασταθεί στο δικαστήριο λέγοντας πόσο καλό παιδί είναι και τί άξιο παλικάρι, επιδιώκοντας και το κατάφεραν στο Αφετείο (όχι δεν πρόκειται για γραμματικό λάθος) μετά από αλλεπάλληλες αναβολές, να βγάλουν τρελή την εισαγγελέα κ. Σκεπαρνιά που τον είδε με τα μάτια της να αφαιρεί αυτά για τα οποία κατηγορήθηκε;

  1. Από εδώ:

Έτσι όπως κατέληξε(ή κατάντησε)το Εφετείο να γίνει«Αφετείο» οι περισσότεροι ίσως σκέφτονται:«Ποιος νοιάζεται πού θα γίνει το Εφετείο; Άμα είναι να αθωωθώ, πάω όχι μόνο στην Πάτρα αλλά στην Αλεξανδρούπολη!»

Got a better definition? Add it!

Published

Υπάρχουν τρεις παραδοσιακοί τρόποι για να αναρριχηθείς στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας στον τόπο μας:

  • Οι τέχνες, τα γράμματα, ο μόχθος και η σκληρή εργασία (βλ. το άλλο, με τον Τοτό, το ξέρεις;)
  • Αυτό που ο σερ Στέλιος Χατζηιωάννου αποκαλεί the Easy way: να έχεις πλούσιο μπαμπά ή να κάνεις πλούσιο γάμο.
  • Η δοκιμασμένη μέθοδος του γυμνοσάλιαγκα: γλείφοντας, έρποντας και με τα κέρατά σου.

    Σλανγκιστί λοιπόν αφισοκολλητές αποκαλούνται οι κάθε συνομοταξίας -πατέρες και κομματόσκυλα με μικρές ή μεγάλες εξουσίες σε κρατικούς ή παρακρατικούς θώκους που αναρριχήθηκαν με τον τρίτο (και μακρύτερο) αυτό τρόπο, έχοντας πουλήσει εκδούλευση (σ.ς. κολλήσει αμέτρητες κομματικές αφίσες) αντί για ένσημα.

Βλ. επίσης: γενιά του Πολυτεχνείου, με το «σπαθί» της.

1.
Οι (πρώην) ΠΑΣΟΚ, αφισοκολλητές στου ΣΥΡΙΖΑ…

2.
Οι αλήτες-ρουφιάνοι-αφισοκολλητές που το παίζουν Δημοσιογράφοι και με ταυτότητα της ΕΣΗΕΑ

3.
Δέκα χρόνια μετά και αφού ο «σοσιαλιστής» Παπανδρέου γκρέμιζε τα κάστρα της ολιγαρχίας και διόριζε στην θέση τους αφισοκολλητές - βιομήχανους άρχισε να χτίζει τα νέα επιχειρηματικά τζάκια...

(από σφυρίζων, 25/11/13)Θόδωρος Κασσίμης στα πρ\'ωτα του βήματα (από σφυρίζων, 25/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Tσαπράζι (ουδέτερο). Εκ του τουρκικού çapraz που σημαίνει σταυρός, σταυρωτός, σταυρωτά (copy-paste από πάνω) είναι το χαρακτηριστικό «σταύρωμα» που έχουν τα δόντια των πριονιών, πριονοκορδέλλας, αλυσίδας πριονιού, ώστε να δημιουργείται κενό στο κόψιμο, σε αντίθεση με τα δόντια των μαχαιριών που είναι σε μια ευθεία και γι αυτό σφηνώνουν όταν κόβεται κάτι σκληρό, πχ ξύλο.

Παράγωγα: τσαπράζωμα, τσαπράζης.

- Μουδιασμένο σε βλέπω, τι έγινε;
- Άσε, από τον οδοντίατρο έρχομαι. Μού 'κανε καθαρισμό αλλά με γάμησε...
- Τσαπράζι σού 'κανε;
- Άντε γαμήσου κι εσύ, καραγκιόζη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μορφή κατάθλιψης των ναυτικών, κατά την οποία ο πάσχων αρνείται να βγει στο λιμάνι, παρόλο που έρχεται από μεγάλο ταξίδι, μακροχρόνια ράδα κλπ., αλλά προτιμά να παραμείνει μέσα στο βαπόρι. Ελαφρότερη μορφή ήταν να βγαίνεις μόνο για τηλέφωνο (τότε που δεν είχαν δορυφορικά στα βαπόρια) και μετά πάλι μέσα σαν κυνηγημένος.

Εμφανίζεται μετα από παραμονή στο πλοίο πάνω από 6μηνο, μετά από μεγάλα ταξίδια (30-40 μέρες) και δεν έχει να κάνει με οικονομικούς λόγους γιατί οι μη πάσχοντες μπορούν απλώς να βγουν και να περιφέρονται χωρίς να ξοδεύουν, έτσι για να «ξεσκάσουν», ενώ οι πάχοντες δεν κατεβαίνουν τη σκάλα αλλά κοιτούν τη στεριά από τα ρέλια.

Αυτοδιάγνωση: Το πρώτο σύμπτωμα είναι αίσθηση έστω και ελαφρού άγχους, στην προοπτική της εξόδου (κάτι σαν να κάνεις κοπάνα, σαν πρώτο ραντεβού).
Πρακτική θεραπεία: Έξοδος έστω και με το ζόρι και με κέρασμα, για βόλτα, για βοήθεια στα ψώνια, για ψώνια, για οτιδήποτε. Αν ο πάσχων πεισθεί να ψωνίσει (shopping therapy), να πάει για ποτό (drinking-boozing therapy) ακόμα καλύτερα άμα γαμήσει κιόλας (fucking therapy) έγινε καλά και το διαπιστώνει κι ο ίδιος στην επιστροφή στο βαπόρι.

Παρόμοιο φαινόμενο συντάται στην αποφυλάκιση.

Οι γνωρίζοντες ψυχολογία ας συμπληρώσουν επί το ορθότερον.

  1. - Καπτα-Γιώργη, ο Μήτσος ο λαδάς έχει τρία λιμάνια τώρα να βγει. Τελειώνει, κάνει μπάνιο, αλλάζει και κάθεται στο καπνιστήριο και βλέπει τηλεόραση. - Λαμαρινίαση έπαθε. Θα πω του πρώτου αύριο που θα βγει να ψάξει για κάτι σπέαρ* με τον ατζέντη** να τον πάρει μαζί του για να τα κουβαλήσει, γιατί στο τέλος θα τονε ξεμπαρκάρομε από το πέλαγος***.

  2. «Θα βγω άλλη μέρα» Ν. Καββαδίας


  • σπέαρ (spare parts) = αμοιβά, ανταλλακτικά εν γένει

** ατζέντης= ναυτιλιακός πράκτορας που αναλαμβάνει τις συναλλαγές, προμήθειες, επαφές κλπ του πλοίου στο κάθε λιμάνι, συμβεβλημένος με τη ναυτιλιακή εταιρεία.

*** Σε κατεπείγοντα περιστατικά (πχ σοβαρός τραυματισμός, κρίση σκωληκοειδίτιδας) όπου η προσέγγιση σε λιμάνι έστω και εκτός πορείας είναι χρονικά ανέφικτη, καλείται ελικόπτερο και παίρνει τον ασθενή από τη θάλασσα (άμα είναι το πλοίο σε απόσταση από την ξηρά που να είναι κι αυτό εφικτό γιατί στη μέση του ωκεανού, ό,τι προλάβει ο Αη-Νικόλας).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χρεωκοπία ενός νομικού, φυσικού ή άλλου προσώπου, ενός κράτους, μιας ιδέας, ενός σαϊτόστ, γουτέβα.

Λολοπαίγνιο στο φουντάρω και το αγγλικάνικο foundation (ίδρυμα). Βλ. και το γαμοσλανγκοεπίθημα -έϊσ(ι)ο(ν).

1.
Πάει για φουντέισον η Praktiker; Με πτώση πάνω από 70% για τη μετοχή της Praktiker, καθώς η εταιρία είναι αντιμέτωπη με τη χρεοκοπία, αφού απέτυχαν οι διαπραγματεύσεις για την αναδιάρθρωσή της.

2.
Πάει για φουντέισον και το «Ερρίκος Ντυνάν»;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χημειοθεραπεία, στην αργκό των καρκινοπαθών και των ανθρώπων τους.

Αγγλιστί: chemo.

1.
Οι γιατροί μας είχαν μιλήσει για 6 μήνες ζωής και να μην κάνουμε ούτε χημειο, ούτε τίποτα.

2.
Ο πυρετος εχει πεσει 2 μερες τωρα οποτε ευχομαι να μην ξανανεβασει (φτου φτου σκορδα :) ) κ τωρα εχουμε τις παρερνεργειες της χημειο που τη μαμα μ την ανησυχουν αλλα εγω καθοτι εχω διαβασει κ τις ξερω ειμαι οκ.

3.
Τλκ ξεκινησαμε χημειο γτ δ σηκωνει χειρουργιο αυτη τη στιγμη μασ το απεκλεισε...

Δες και κομμέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευστοχία σε κατακόρυφη τοποθέτηση αντικειμένου μέσα σε άλλο ή σε θήκη, τρύπα, χωρίς επαφή με τα τοιχώματα.

  1. Σηκώνει που λες την παλέτα με το γερανό και την πάει ο πούστης κουφέτο. (Είχε μόνο μια θέση ελεύθερη η καρότσα κι αυτή στη μέση)

  2. Έβαλε το καλάθι κουφέτο. (Ούτε ταμπλό ούτε καν στεφάνι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην αρχαία ταξιτζήδικη σλανγκ, το αγώι.

  2. (παίρνω) κούρσα (+ πληθυντικός), παίρνω παραμάζωμα, συλλήβδην αλλά και διαδοχικά, αναλόγως το αντικείμενο στον πληθυντικό.

1α. 'Εχω μια κούρσα για αεροδρόμιο και μετά σχολάω.

2α. Καβάλησε πεζοδρόμιο και πήρε κούρσα τα τραπεζάκια μέχρι το περίπτερο.

2β. Μπήκε λιώμα στο μαγαζί και ήθελε να πάρει όλα τα κορίτσια κούρσα.

Μετά το πρώτο λεπτό. (από Khan, 26/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο ασθενής που καταφθάνει σε Δημόσιο Νοσοκομείο σε ώρα επειγόντων και του οποίου η εισαγωγή έχει προσυμφωνηθεί με τον θεράποντα ιατρό του, κατά παράβαση της σύννομης διαδικασίας αλλά και των χρηστών ηθών.

Πρόκειται για ανθρώπους που κατόπιν προσυνεννοήσεως με τον ιατρό τους έρχονται για τσεκ-απ ή για αντιμετώπιση μιας μη επείγουσας κατάστασης και εισάγονται ως επείγοντα περιστατικά σε ώρα γενικής εφημερίας του Νοσοκομείου (στο οποίο εργάζεται ο εν λόγω ιατρός), ώστε να παρακαμφθούν ραντεβού και λοιπές χρονοβόρες διαδικασίες.

Σχεδόν πάντα υπάρχει πελατειακή σχέση ιατρού-ασθενούς, είτε σε χρήμα, είτε (παλαιότερα) σε εκδουλεύσεις (συνήθως ψήφος). Συχνά, ο ασθενής κατάγεται από επαρχία και έχει βρεθεί για λίγες μέρες στη μεγάλη πόλη, οπότε τα χρονικά περιθώρια για εισαγωγή στο Νοσοκομείο είναι στενά.

Ο χαρακτηρισμός ως «βαλιτσάκι» οφείλεται στο γεγονός ότι ο ασθενής σκάει μύτη στα επείγοντα σαν έτοιμος από καιρό, σαν σίγουρος ότι θα εισαχθεί, αρματωμένος με βαλίτσα περιέχουσα τα προσωπικά του είδη (πυτζάμες, παντόφλες, κολυνός κ.λπ.)

(διάλογος ιατρών στα επείγοντα)
- Πόσες εισαγωγές είχαμε σήμερα, συνάδελφε;
- Ως τώρα πέντε. Δύο επείγοντα και τρία βαλιτσάκια.
- Από πού είναι τα βαλιτσάκια;
- Άρτα, όλα. Του Διευθυντή πατριωτάκια.
- Με ταξί τα κατέβασε, ρε πούστη μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified