Further tags

Ο κολλημένος με τα Μακ, αλλά συγχρόνως ψωνισμένος, υποκουλτουριάρης, με περίσσια δηθενιά, που τό' χει το εργαλείο όχι επειδή το χρειάζεται, αλλά γιατί έτσι.

- Πάλι δεν μπορείς να παίξεις;
- Ασταδγιάλα, με τις εφαρμογές για τους μακάκηδες που δεν κάνουν για τα πισιά, το κέρατό μου μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παίκτης του χρηματιστηρίου ο οποίος επιδίδεται στο σορτ σέλλινγκ, δηλαδή δανείζεται μετοχές σε μια τιμή πληρώνοντας κάποια προμήθεια, τις πουλάει ακριβότερα, τις γυρίζει πίσω, κρατάει την διαφορά.

Αυτή η άνοδος του χρηματιστηρίου οφείλεται στους σορτάκηδες.

Από το αγγλικό short selling, που γενικότερα αναφέρεται στην πώληση αγαθού από κάποιον, χωρίς αυτός να κατέχει το αγαθό τη στιγμή της πώλησης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα -σχεδόν όλες είναι γυναίκες- που έχει την ευθύνη να βρει και να κλείσει τους διάφορους μαϊντανούς οι οποίοi θα εμφανισθούν στα τηλεοπτικά παράθυρα για τον γνωστό σωκρατικό διάλογο με τον εισαγγελάτο του καναλιού. Είναι δημοσιογράφοι, συχνά έμπειρες, αλλά από τη στιγμή που θα εξειδικευθούν στο ρόλο της κλείστρας, οι δημοσιοκάφροι τις θεωρούν, εννοείται, παιδιά ενός κατώτερου θεού.

Συνώνυμο: παραθυρατζού. Δες και: σουπερατζού

Πίσω από κάθε τηλεπαράθυρο κρύβεται μια «κλείστρα». Με τσαμπουκά ή κλάμα, με θεμιτά (ή και αθέμιτα) μέσα, πείθουν τους καλύτερους... μαϊντανούς να εμφανιστούν στα δελτία για να μας δώσουν τα φώτα τους. (Ελευθεροτυπία, 09/03/2003)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χαϊδευτικό της Λίλιαν. Λίλιαν- Λιλιανάρα- (μουνάρα)- νάρα.

-Και ποιοι θα είναι στο μπαράκι;
-Ο Μήτσος, ο Κίτσος, ο Λάκης, ο Μάκης, ο Τάκης, ο Σάκης και η Νάρα.
-Ποια Νάρα;
-Η Λιλιανάρα!
-Α, κατάλαβα! Θα είναι πάλι η λάρα, η νάρα και το καυτό συναπάντημα!

Η Λίλιαν συστήνεται σε νέο ψαρωμένο θαυμαστή: Με λένε Λίλιαν. Οι φίλοι με φωνάζουν Νάρα. Εσύ μπορείς να με λες δεσποινίδα Ευαγγελία Μηνιάτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανύπαρκτο εκπαιδευτικό ίδρυμα που χρησιμοποιείται υποτιμητικά ή χάριν αστεϊσμού, για κάποιον που δεν διαθέτει καμία παιδεία, σε συνδυασμό με εμφανές καφριλίκι.

Συνήθως, ο απόφοιτος της Βοϊδοσχολής είναι δημόσιος υπάλληλος, που κατάφερε να μονιμοποιηθεί μέσω βύσματος στην περίοδο μετά τη μεταπολίτευση.

- Πως τον έλεγαν ρε εκείνον τον ξάδερφο που έχεις στο υπουργείο Εργασίας. Θέλω να ρωτήσω κάτι για τα εποχιακά επιδόματα.
- Να σού δώσω το τηλέφωνό του, αλλά δεν νομίζω να σε βοηθήσει ιδιαίτερα.
- Γιατί, δεν μπορεί να μην ξέρει.
- Είναι απόφοιτος της Βοϊδοσχολής, εκεί δεν ασχολούνται με τέτοια ζητήματα.

Φοιτητές Βοϊδοσχολής (από Μπεναρόγιας, 05/02/09)Πτυχίο Βοϊδοσχολής (από Vrastaman, 05/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα αστυνομικός. Προφανώς από την μπλε στολή.

-Με πήγανε στο στρουμφοχωριό, τρία στρουμφάκια και μια στρουμφίτα.
-Ο μπαμπα-στρουμφ ήταν εκεί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως Γκέκας ονομαζόταν εκείνος που άνηκε στην αλβανική φυλή των Γκέκηδων που κατοικούσαν στη Βόρεια Αλβανία.Οι Γκέγκηδες επί τουρκοκρατίας αποτελούσαν άτακτα μισθοφορικά τάγματα και ο Αλή Πασάςχρησιμοποιούσε πολλούς απ αυτούς είτε ως δήμιους είτε ως τζοχανταραίους.

Ο Βεληγκέκας ήταν ένας απ' αυτούς.Ηταν από τη Σκόδρα και υπηρετώντας πιστά τον Αλή είχε εξολοθρεύσει πολλούς Ελληνες αρματολούς. Ωσεκτουτού η φήμη του είχε εξαπλωθεί στις περιοχές της Θεσσαλίας και Σερεας Ελλάδας και το όνομα του ήταν συνδεδεμένο με φρίκη και τρόμο.

Περιφρονούσε τον Κατσαντώνη, ώσπου κάποτε συναντήθηκαν οι δρόμοι τους.Τον προσκάλεσε σε μονομαχία στην οποία και σκοτώθηκε από αυτόν.

Ως ήρωας του θεάτρου Σκιών, είναι υπασπιστής του πασά που πάντοτε δέρνει τονΚαραγκιόζη, αλλά με τη σειρά του κι αυτός δέρνεται από τον Μπάρμπα Γιώργο. Ο Βεληγκέκας στον Καραγκιόζη συμβολίζει την εξουσία που δυνάστευε τον ελληνικό Λαό.

Βάσει των παραπάνω όταν αποκαλούμε κάποιον Βεληγκέκα μιλάμε για: 1)έναν άγριο, σκληρό, ωμό,απότομο,τραχύ, ακαλλιέργητο, άξεστο, χωρίς τρόπους άνθρωπο.

2)κάποιον που λειτουργώντας ως υπέρτατος υπερασπιστής των συμφερόντων ενός εργοδότη, μοστράρει τουπέ και ύφος 1000 καρδιναλίων γαρνιρισμένο με μπόλικο τσαμπουκά (π.χ: κάποιος προσωπάρχης,κάποιος μπράβος,κλπ)

  1. «Τακτικές Βεληγκέκα» απέδωσε στον υπουργό Γεωργίας Αλέκο Κοντό, λόγω των τραμπουκισμών του, η βουλευτής της ΝΔ Π. Φουντουκίδου.
    Δες

2.Στις 20 Μάη του ζητήσαμε αντίγραφο της γνωμοδότησης, αλλά με ύφος Βεληγκέκα αρνήθηκε να μας το δώσει.
Δες

Ο original Βεληγκέκας αριστερά κι ο Κοντός ως Βεληγκέκας δεξιά(βλ.παράδειγμα 1) (από GATZMAN, 10/02/09)Κατσαντώνης (από GATZMAN, 10/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χρήστης του slang.gr, που συνηθίζει να παίρνει τα λήμματα έτοιμα από το Δημόσιο Πρόχειρο και δεν τα βρίσκει μόνος του. Χαρακτηρίζεται από ραθυμία και θέληση για σταθερότητα και μονιμοποίηση, όπως οι υπάλληλοι του Δημοσίου.

-Πώς έφτασες ρε Dirty Talking τα 136 λήμματα σε χρόνο dt;
-Το Δημόσιο νά 'ναι καλά! Αυτά είναι τα καλά του δημοσίου υπαλλήλου!

Δημόσιος υπάλληλος επί το έργον. (από joe909, 07/09/11)Ευειδής μοντ στο Δημόσιο Πρόχειρο του σλανγκρ. (από joe909, 07/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κραυγή ενθουσιασμού του δημοσίου υπαλλήλου, που μπορεί να τα ξύνει με την ησυχία του στο Δημόσιο μονιμοποιημένος, αντί να τον τρέχει στον ιδιωτικό τομέα ο κάθε ρουμάνος.

«Φορέβα» από το «for ever», όπως καθιέρωσαν τα Ημισκούμπρια.

Δεν θέλω κάτσε σήκω, ανέβα και κατέβα,
γιατί τα ξύνω μόνιμα, Δημόσιο φορέβα!
(Ημισκούμπρια)

Δημόσιο φορέβα (από Dirty Talking, 13/02/09)συμβαίνει κ αλλού (από gaidouragathos, 11/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κομμωτής, που έχει το τακτ και την ευαισθησία του Ράμπο σε εξόρμηση στο Βιετνάμ και που, σε κουρεύει όπως θέλει εκείνος, παρά τα δάκρυά σου.

Οι Ραμπωτές αξίζουν να πάθουν ό,τι έπαθε η καριέρα του Συλβέστερ Σταλόνε.

Ραμπωτής που σου χρειάζεται ρε μάλετ!

από το Πλαθολόγιο του Λύο Καλοβυρνά, εκδ. Intro 2007.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified