Further tags

Παρτούζα συνειρμών στη λέξη αυτή.

Ο όρος θα μπορούσε να προκύπτει εκ:

α) παράφρασης της λέξης προλετάριος, (δες εδώ και εδώ). Μιλάμε για τον κατ' επίφαση προλετάριο, τον κατ' όνομα προλετάριο που λειτουργεί με χρηματοκεντρικά κριτήρια (λεφτά).

β) της λέξης προ (που παραπέμπει στην αγγλική λέξη pro, εκ του professional που σημαίνει επαγγελματίας) και της λέξης λεφτά. Το πακέτο παραπέμπει δηλαδή σε κάποιον που είναι επαγγελματίας λεφτάς. Και επειδή οι λέξεις προλετάριος - προλεφτάριος μορφολογικά μοιάζουν, ο συγκεκριμένος επαγγελματίας λεφτάς αναδίνει, κάπου στο βάθος, άρωμα προλετάριου. Σε πολλές περιπτώσεις θα μπορούσε να γίνει και επαγγελματική αξιοποίηση αυτού του αρώματος (επαγγελματίας πολιτικός, επαναστάτης, κλπ., δες σχετικά το παράδειγμα 3 και το λήμμα Μαρξορθόδοξος).

γ) εκ της λέξης προ (που παραπέμπει στην αγγλική λέξη pro από professional που σημαίνει επαγγελματίας) και της λέξης left (αριστερός). Εδώ το πακέτο παραπέμπει σε κάποιον που είναι επαγγελματίας αριστερός.

δ) εκ της λέξης προ (που παραπέμπει σε πρώην) και της αγγλικής λέξης left (αριστερός). Εδώ το πακέτο παραπέμπει σε κάποιον που είναι: πρώην αριστερός.

  1. Εκ των παραπάνω συνειρμών, αντιλαμβανόμαστε πως η λέξη ενσωματώνει συναφείς νοηματικές παραπομπές.

Εκφέροντας τον όρο, θα μπορούσαμε βάσει των παραπάνω, να χαρακτηρίσουμε ως προλεφτάριο κάποιον πρώην αριστερό, που έχει από χρόνια αντικαταστήσει το σύνθημα «Νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», με το σύνθημα «Νόμος είναι το δίκιο του Σωκράτη», κάποιον κατ' επίφαση αριστερό, κάποιον γιαλαντζί κομμουνιστή, κάποιον Μαρξ εντ Σπένσερ, που 'χει κάνει θεό του, το μαρούλι, τις αστικές απολαύσεις, που 'χει τα ... κονέ, που κάνει τις μπίζνες, που μπορεί να 'ναι και σκαφάτος και που επιδιώκει πάντοτε να τα περνά ζωή και κότα.

Χαρακτηριστικό τύπο προλετάριου που μεταμορφώθηκε σε προλεφτάριο είχε ενσαρκώσει στην ταινία «Ξύπνα Βασίλη» ο Αλέκος Αλεξανδράκης, όπου το κέρδος ενός λαχείου, μετέβαλλε άρδην τον τρόπο ζωής του, μεταβάλλοντας τον από μαχητικό αγωνιστή της Αριστεράς σε άνθρωπο του κεφαλαίου. (Βλ. παραδείγματα 1, 2 ,3)

  1. Στα πλαίσια χιουμοριστικής εκφοράς του λόγου, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ως προλεφτάριο κάποιον παντελώς άσχετο με την αριστερά, που ζει μέσα στη γκλαμουριά και στη χλίδα. (βλ. παράδειγμα 4)
  1. Και εμείς θα καμαρώνουμε για τον άνθρωπό μας που «νίκησε» και μπήκε στη Βουλή, γεμίζοντάς μας προσδοκίες και όνειρα καλοκαιρινής νυκτός, για να γίνει από προλετάριος, προλεφτάριος. Ναι, μιλάμε γι’ αυτόν το μασκαρά που μόλις εκλέχθηκε, έκλεισε το κινητό του… Και πήρε καινούριο, για να μιλάει με επιχειρηματίες. Μιλάμε γι’ αυτόν που μόλις εκλέχθηκε και ζητήσαμε να τον δούμε, μας παρέπεμψε σε κάτι παρατρεχάμενα και θρασύτατα λαμόγια, κάτι ανεκδιήγητους αλεξιπτωτιστές, που ποτέ πριν δεν είχαμε ξαναδεί. Που θεωρούν ότι μας έκαναν χάρη που άκουσαν το πρόβλημά μας, ή το (κατ’ εμάς πάντα εύλογο, αλίμονο) αίτημα μας. Τα θέλει ο οργανισμός μας. Δες εδώ

  2. Ηταν ένας φτωχός προλεφτάριος που για να αποκτήσει αστικές απολαύσεις έγινε επαγγελματίας επαναστάτης και τώρα ζει σε μια χλιδάτη βίλα κάπου στο Παρίσι. Δες εδώ

  3. - Οι προλετάριοι, κατά τον Μαρξ, έπρεπε να επαναστατήσουν γιατί δεν είχαν να χάσουν τίποτα άλλο, πέρα από τις αλυσίδες της σκλαβιάς τους. Τώρα ο προλεφτάριος, αλυσόδεσε τον Μαρξ και 'φύγε με το γκλαμουράτο αμάξι του για το εξοχικό του, δίπλα στο κύμα, αφήνοντας την Αλέκα να παλεύει για την απεργία και τη Λιάνα για την ορθοδοξία.
    - Υπάρχει ένας προλεφτάριος συγγραφέας, στο ίδιο στιλ που περιγράφεις. Απομονώνεται στην παραθαλάσσια βίλα του και αξιοποιεί επαγγελματικά τις αναμνήσεις του ως παλιός λαϊκός αγωνιστής, γράφοντας βιβλία για την ανανέωση της αριστεράς κι άλλα τέτοια. Έτσι θα αποκτήσει περισσότερο μπαγιόκο, που σημαίνει πως θα γίνει πιο προλεφτάριος απ' ότι είναι, θα δώσει ελπίδες στον κόσμο κι αυτοί θα του ξαναδώσουν λεφτά για να γίνει ακόμα πιο προλεφτάριος.

  4. - Που λες, ο φίλος μου, ο Μάνος, είναι προλεφτάριος.
    - Πρώην αριστερός;
    - Ούτε πρώην, ούτε νυν. Μιλάμε για έναν φραγκάτο, που η μόνη κοπιαστική δουλειά που ξέρει να κάνει, είναι να εισπράττει ενοίκια από τα καταστήματα τριών μεγάλων εμπορικών κέντρων που πήρε κληρονομιά από τον πατέρα του.

Μπένυ  (από GATZMAN, 16/03/09)GAP: Ο Θεός μου είπε... μπλα μπλα μπλα (από GATZMAN, 01/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει με παράφραση της αγγλικής λέξης user (γιούζερ), που σημαίνει: χρήστης.

  1. Ο όρος μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον ουζοπότη (που χρησιμοποιεί ούζο, ως υγρό καύσιμο, βλ. παρ. 1).

  2. Θα μπορούσε να αναφέρεται και σε κάποιον κατ' επίφαση χρήστη (γιούζερ) μηχανήματος, εφαρμογής κ.λπ., που απαξιωτικά ή χιουμοριστικά μπορεί, να αποκαλεστεί ή να αυτo-αποκαλεστεί ούζερ (λόγω παραπομπής της λέξης ούζερ, στη λέξη ούζο και στις αρνητικές συνδηλώσεις της αρχικής συλλαβής της, ου).

Κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις της χρήσης του όρου, παρουσιάζονται παρακάτω. Θα μπορούσαμε να μιλάμε λοιπόν για κάποιον:

- Kαθ' όλα εντάξει χρήστη, στα πλαίσια τριγκαρίσματος (βλ. παρ. 2).

- Tζακντανιελίστα χρήστη, που δεν έχει καμιά συναίσθηση του καθήκοντος κατά την επιτέλεση μιας εργασίας, π.χ.: λόγω ιδιοσυγκρασίας, λόγω ταπηροκρανίασης με τον προϊστάμενο του, κ.λπ. (βλ. παρ. 3)..

- Aνεπίδεκτο μαθήσεως με μυαλό αϊκιού ραδικιού, ή για κάποιον κακό εφαρμοστή των όσων έμαθε. (βλ. παρ. 4).

- Που του ανατίθεται στο εταιρικό περιβάλλον, ένα σύνθετο έργο, άνευ: εκπαιδεύσεως, παροχής του κατάλληλου υλικοτεχνικού εξοπλισμού, λοιπής υποστήριξης, κλπ. Έτσι ο όρος θα μπορούσε να λεχθεί, π.χ: στα πλαίσια αυτοσαρκασμού κάποιου για τον εταιρικό ρόλο του. (βλ. παρ. 5).

.

  1. - Ωχ πάλι, ο κ. Ουζούνογλου πίνει τα ουζάκια του σήμερα. Χάλια θα γίνει πάλι.
    - Ούζερ, όνομα και πράγμα ο τύπος. Σαν το ούζο 12 πίνει!

  2. - Γεια σου ρε ούζερ!
    - Ούζερ; - Έλα ρε σε πειράζω. Αφού είναι γνωστόν πώς είσαι ο μόνος στην εταιρεία, που ξέρεις την εφαρμογή απέξω κι ανακατωτά, γι’ αυτό και δεν παίρνεις κι ανάσα.
    - Ούτε γιούζερ, ούτε ούζερ. Λούζερ είμαι φίλε.

  3. - Σ' αυτόν θέλεις να αναθέσεις τη δουλειά; Σώθηκες. Μη βασιστείς σ' αυτόν. - Μα ξέρω πως είναι εύκαιρος τώρα και ξέρω επίσης πως ξέρει να χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο μηχάνημα.
    - Κοίτα γιούζερ του μηχανήματος δεν τον λες, ούζερ σίγουρα, γιατί τη δουλειά που θέλεις να σου παραδώσει μέχρι αύριο, θα στη δώσει την επόμενη βδομάδα. Ο άνθρωπος, παίρνει τις...δόσεις γραψαρχιδίνης.

  4. - Τον έχω εκπαιδεύσει όσο δεν πάει. Το....ντουβάρι! Σιγά μη γίνει γιούζερ αυτός! Ούζερ μπορεί!

  5. - Άσε, μου 'χουν, αναθέσει μια πολυσύνθετη εργασία. Αλλά ούτε εκπαίδευση μου 'χουν κάνει, ούτε άλλη βοήθεια έχω, ενώ παράλληλα με έχουν βαφτίσει και εξπέρ γιούζερ της εφαρμογής, για να μου φορτώσουν την ευθύνη σε περίπτωση μαλακίας. Ούτε καν γιούζερ, δεν μπορείς να με πεις. Ούζερ είμαι o μαλάκας, αφού παρά τις ελλείψεις συνεχίζω να την παλεύω. Θα πρέπει να 'μαι και το... ψώνιο αν κάποιες στιγμές καυλώνω στη σκέψη, πως είμαι εξπέρ γιούζερ.

Βλ. και luser

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τοκογλύφος. Πιθανή μετάφραση του αγγλικού όρου leech.

- Άστε στο διάολο βδέλλες! Μας έχετε πιεί το αίμα, κουφάλες τοκογλύφοι!

Μεταμφιεσμένος τοκογλύφος (από Marco De Sade, 16/03/09)Θεσσαλονίκη, πωλητές βδελλών, 1914 (από soulto, 17/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο νταβατζής. Επειδή παίρνει σχεδόν όλα τα λεφτά της πουτάνας. Η λέξη πιθανόν να προέρχεται από το παιδικό παιχνίδι «παρταόλα» (είδος σβούρας).

  2. Κατ' επέκταση το αρπακτικό, αυτός που στα παίρνει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο (εφορία, τοκογλύφος, δικηγόρος, δοσατζής κ.λπ.).

  1. Κρύψτε τα λεφτά, ήρθε ο παρταόλας...

  2. Φτού ρε πούστη, Δευτέρα πρωί δεν έχω κάνει σεφτέ ακόμη και ήρθε ο παρταόλας.

Σκούρος παρταόλας (από Marco De Sade, 18/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δικηγόρος. Γιατί πάντα φουσκώνει τις υποθέσεις με ψέματα για να ευνοήσει τον πελάτη του.

Έχει προσλάβει κι αυτόν τον ψεύτη και με τραβολογάνε στα δικαστήρια για κάτι μαλακίες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο διανομέας πίτσας.

Ο όρος ανήκει στο ρεπερτόριο αστειάτορα που επιχειρεί να γοητεύσει με φτηνά σεξουαλικά υπονοούμενα την κάθε δύσπιτση.

Βλ. επίσης: πιτσαφέρτας, πιτσαράς, πιτσαφέρνης.

«Τα πιτσοπαίδια είναι κάτι σαν τα σπυριά! Βγαίνουν την πιο ακατάλληλη στιγμή, στο πιο ακατάλληλο σημείο και σε αιφνιδιάζουν! Αν τους ρωτήσεις τι γνωρίζουν από κοκ έχουν μία απάντηση.. το στρογγυλό γλυκό σάντουιτς με σοκολάτα απ’ έξω και κρέμα μέσα! Το κακό είναι ότι για τα σπυριά υπάρχει λύση, για τα πιτσοπαίδια όχι!» Από εδώ

«Πλοτ: Το πιτσοπαίδι (δυο μέτρα, πολλά κιλά, ντιπ ληγμένος) γουστάρει, ρε γκαρντάση, να ζήσει ένα αποφοιτητικό όνειρο με την Κιμ, δηλαδή, ήμαρτον, ΚΑΛΑ ΚΑΝΕΙ, αλλά οι σλατς (όλες οι σλατς λέγονται Κιμ στο μυαλό του) δεν του κάθουνται, ή (για να το θέσω αλλέως) δεν παίζουν το παιχνίδι: μ@λακία τους), οπότε πιάνει δουλειά με το πριγιόνι και τα λοιπά […]. Η αποδέλοιπη το σκάει κακήν-κακώς, και αναλαμβάνουν δράση οι δικοί της. Κι επειδής si vis pacem para bellum, η φαμίγια εξοπλίζεται με όλα τα κουζινικά κι όλα τ’ άλλα τα καλούδια που κρύβουν και κρεμάν στους τοίχοι στ’ αμερικάνικα τα σπίτια και τα γκαράζζζ, και μπουκάρει στου ψυχακίου το σπίτι και το κάνει π@υτάνα. Και όχι μόνο το σπίτι.» Film review από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκαούγκαγκας, βλακόμετρο, γκάου-μπίου.

- Κοίτα ρε τον τυπά εκεί στη γέφυρα. Πάει να κάνει μπάντζι-τζάμπινγκ χωρίς σκοινί.
- Μιλάμε αυτός έχει κάψει φλάτζα. Θα γκρεμοτσακιστεί και μετά θα του κάνουνε τα εννιάμερα. Αιωνία η μνήμη!

Βλ. και καίω φλάντζα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τούρκικο bölük που σημαίνει στρατιωτικό τμήμα, άγημα - όχι απαραίτητα ατάκτων.

Η λέξη έχει ενσωματωθεί στα Ελληνικά προ αιώνων και έχει προσλάβει πολλές σημασίες. Κοινός παρονομαστής είναι η έννοια του πλήθους, και ειδικότερα του ασύντακτου πλήθους. Αλλά υπάρχουν και διαφορές στη χρήση της λέξης, συχνά λεπτές. Έτσι, μπουλούκι μπορεί να είναι:

  • Ένα τμήμα άτακτων οπλοφόρων - κλέφτες κι αρματολοί, αντάρτες κλπ. Αυτή η σημασία είναι παλιά και η πλησιέστερη στα τούρκικα. (Παρ.1)
  • Μια συντεχνία, συχνά αλλά όχι απαραίτητα, περιοδεύουσα - π.χ. τα συνάφια των μαστόρων της πέτρας που αναζητούσαν δουλειά από χωριό σε χωριό ήταν οργανωμένα σε μπουλούκια με επικεφαλής τον μπουλουκτσή (Παρ.2 & 3)
  • Ένας περιοδεύων θεατρικός θίασος - απο κλασικό ρεπερτόριο έως βαριετέ και τσίρκο, για την ιστορία του πράγματος δες εδώ (Παρ.4 & 5)
  • μια παρέλαση μασκαράδων που τραγουδούν και χορεύουν, ειδικά στα καρναβάλια της Δυτικής Μακεδονίας - οι σχολές της σάμπας στη βλάχικη έκδοση τους, Μπούλες και δε συμμαζεύεται. (Παρ.6)
  • ένα κοπάδι ζώων - κυριολεκτικά (Παρ.7)
  • ένα απείθαρχο πλήθος, ένας θορυβώδης συρφετός - παραπέμπει και στο κοπάδι που άγεται και φέρεται και στους άτακτους οπλοφόρους που 'χουν το νου στο πλιάτσικο (Παρ.8)
  • ένα οποιοδήποτε μεγάλο πλήθος - δεν είναι απαραίτητο να κάνει φασαρία αλλά είναι ανώνυμο και συμπεριφέρεται ως αγέλη (Παρ.9)
  • μια ομάδα που δεν έχει σύστημα και τακτική - μπορεί να αναφέρεται σε ποδοσφαιρική ομάδα ή και στην κυβέρνηση της χώρας (Παρ.10 & 11)

Κοινή είναι και η έκφραση μπουλούκια-μπουλούκια - σημαίνει κατά κύματα (Παρ.12).

  1. Το 1811 πέφτει με προδοσία στα χέρια του Αλή πασά ο Κατσαντώνης, ο αετός των βουνών και της κλεφτουριάς. Και λίγα χρόνια αργότερα δολοφονείται και ο αδερφός του Λεπενιώτης και τα κλέφτικα μπουλούκια αναγκάζονται να προσκυνήσουν τον Αλή. (από το www.dimitrisvlachopanos.gr)

  2. Οι μάστορες κτίστες και πελεκάνοι συγκροτούνταν σε συντεχνίες, τα ονομαζόμενα «μπουλούκια», το τελος των οποίων σημειώνεται στη δεκαετία του '30. (από το http://www.vithos-voiou.org.gr)

  3. Δωδεκὰς λέμβων ἵστατο πλησίον τῆς ἀποβάθρας. Αὗται περιεῖχον τὸ πλήρωμα τῶν δυὸ μπουλουκιῶν, διότι ὁ Φτίκας καὶ ὁ Σοροκᾶς εἶχαν μπουλούκια, σχεδὸν πολεμάρχαι. (από το διήγημα του Αλ. Παπαδιαμάντη 'Ο Σημαδιακός')

  4. Οσοι γνωρίζουν, στοιχειωδώς έστω, την ιστορία του ελληνικού θεάτρου γνωρίζουν την τεράστια συνεισφορά που είχαν στην εξέλιξή του τα μπουλούκια. Θεατρικές ομάδες που όργωναν τις εσχατιές της επαρχίας, φέρνοντας σε επαφή με το θέατρο τους απομονωμένους από τις εξελιγμένες μορφές τέχνης κατοίκους της ...
    Τα μπουλούκια έχουν πια πεθάνει και μαζί τους έχει πεθάνει μια αυθεντική σχέση των κατοίκων της επαρχίας με το λαϊκό θέατρο. (από το http://www.eksegersi.gr)

  5. (Το μπουλούκι - στίχοι και μουσική: Δ. Σαββόπουλος)

Με δύο δίφραγκα-δίφραγκα για τους μεγάλους
και δίφραγκο-δίφραγκο για τους φαντάρους
και τα παιδιά φτάσανε σήμερα-σήμερα, φτάσανε
λυγίζουν σίδερα-σίδερα τρώνε καρφιά.

Το μπουλούκι φεύγει
κι άρχισε να πέφτει η βροχή
ο δικός σου πόνος
στο κατώφλι μόνος
σαν σκυλί.

  1. Ετοίμαζαν τις φορεσιές τους με μεγάλη προσοχή και φροντίδα. Ηταν το μόνο μέλημα τους και περιμένανε πως και πως τις Αποκριές.. Μάζευαν πολλά ασήμια, σιρίτια, στολίδια, κιουτσέκια (διπλές, τριπλές ασημένιες αλυσίδες) για να τα βάλουν στο στήθος. Την Κυριακή της Αποκριάς τα μπουλούκια αφού ντύνονταν με ευλάβεια στα σπίτια τους συναντιόντουσαν στην πλατεία Ωρολογίου μετά το σχόλασμα της εκκλησίας και αρχίζανε τις πατινάδες στους μαχαλάδες της πόλης όπου χόρευαν σε κάθε μαχαλά ο καθένας τον δικό του χορό με την σειρά. (από το http://www.dwdekatheon.org)

  2. Τα μπουλούκια των αιγοπροβάτων της κοπαδιάρικης κτηνοτροφίας με την μελωδική αρματωσιά τους ήταν ένα είδος ποιμενικής συμφωνικής ορχήστρας. Το ετερόκλητο μπουλούκι των ζώων της οικιακής κτηνοτροφίας (γελάδες, κατσίκες, φορτιάρικα, μανάρια, σκύλοι) που κάθε πρωί ξεχυνόταν στα χωράφια του Ευρυτάνα νοικοκύρη, ήταν μια εικόνα βουκολικής κομπανίας, η οποία τώρα μπήκε για καλά στο μουσείο. (από το http://www.evrytanika.gr)

  3. ΠΑΝΤΑ στα μέσα αυγούστου αποφεύγουμε τις εξής τρεις περιοχές:

1) Μύκονο
2) Μάλια Κρήτης
3) Ρόδο

Θα πέσετε σε όλο το μπουλούκι των βρωμοάγγλων που κάνουν ό,τι χειρότερο μπορείτε να φανταστείτε... (από το http://www.ischool.gr)

  1. Ατελείωτα… μπουλούκια σχηματίστηκαν τις τελευταίες μέρες στο ισόγειο του νομαρχιακού μεγάρου με τους ασφαλισμένους να προσπαθούν να θεωρήσουν τα βιβλιάρια Υγείας για τη νέα χρονιά. (από το www.epirotikosagon.gr)

  2. Ανεγκέφαλο ποδόσφαιρο. Πολλές σέντρες για το κεφάλι του Κωνσταντίνου και οι περισσότερες επιθέσεις μας συγκεντρώνονταν στο ημικύκλιο της μεγάλης περιοχής. Ένα μπουλούκι ήταν όλοι. Κλωτσούσαμε την μπάλα όπου να ‘ναι, και εάν μπει γκολ, μπήκε. Σαν τον Ολυμπιακό προ πολλών ετών, προ Μπάγεβιτς. 9από το http://gavros.blogspot.com)

  3. Το μυώδες ύφος, ο γραβατωμένος λόγος, οι μεγαλοστομίες, μπορούν να ξεγελάσουν πολλούς, ιδιαίτερα αν η φερόμενη ως εναλλακτική λύση δεν έχει ακόμη καταφέρει να βρει το βηματισμό της. Με λίγη βοήθεια από πρόθυμους δημοσκόπους, και οι ρυτίδες της παρακμής θα κρυφτούν. Ωστόσο, το ερώτημα είναι ώς πότε μια κυβέρνηση-μπουλούκι και ένας πρωθυπουργός άβουλος, ψοφοδεής, χωρίς σχέδιο και με περιορισμένη αίσθηση καθήκοντος, θα ασελγούν επί της σοβαρότητος. (άρθρο με τίτλο Κυβέρνηση μπουλούκι, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 22/04/07)

  4. ... κάποια λεωφορεία είχανε έρθει για να φέρουνε τους εργαζόμενους στο κέντρο τη Αθήνας και μπουλούκια-μπουλούκια έβγαιναν από τα λεωφορεία, ανέβαιναν την Πειραιώς προς την Ομόνοια. Οπότε χώθηκα εγώ ανάμεσά τους λέω εργάτες είναι, ευκαιρία να φωνάξουμε κάτω η χούντα, αντίσταση ... (από συνέντευξη του δημοσιογράφου Γ.Βότση στην εκπομπή Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα: Η Άγνωστη Αντίσταση κατά της Δικτατορίας)

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που δανείζει χρήματα με τόκο (κατ' εξοχήν επάγγελμα των Ζακυνθινών). Ο τοκιστής λέγεται και σουλατσαδόρος (κόβει σουλάτσα, αργόσχολος).

Όταν αναφερόμαστε και με τις δύο λέξεις εννοούμε, το άτομο που τα έχει βρει όλα έτοιμα χωρίς κόπο και το μόνο που κάνει είναι να χαζολογάει, σε αντίθεση με τους πολλούς που πρέπει να φτύνουν αίμα για τα προς το ζην, γιατί δεν είναι, ούτε αποδέκτες κληρονομιάς κάποιου πλούσιου μπάρμπα, ούτε λαμόγια του κερατά.

Από εφημερίδα Ελευθεροτυπία:
«Φαίνεται, όμως, ότι το πράγμα δεν έβγαινε έτσι. Με τις ανοησίες του (μαθητευόμενου μάγου) Αλογοσκούφη (απογραφές, φοροαπαλλαγές σε επιχειρήσεις κ.λπ.) ήρθε κι έφτασε η οικονομία στα πρόθυρα κατάρρευσης. Οι προϋπολογισμοί δεν έβγαιναν με τίποτα. Ετσι, αποφάσισαν -ύστερα από 4,5 χρόνια απραξίας- να στριμώξουν φορολογικά και κάποιους που δηλώνουν όσα έσοδα θέλουν - ή δεν δηλώνουν τίποτα. Μέχρι και απ' τους «τοκιστές και σουλατσαδόρους» ζήτησαν να πληρώνουν φόρους (άκουσον - άκουσον!), έστω και με πολύ τακτ...».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα νομικά πράγματα υπάρχει, ως γνωστόν (;) το Ενοχικό Δίκαιο. Κατά τη Βίκι, «ο όρος ενοχή χρησιμοποιείται στο Δίκαιο με τελείως διαφορετικό περιεχόμενο και μπορεί να σημαίνει

  • Ενοχή (Αστικό Δίκαιο): την υποχρέωση προς παροχή ή
  • Ενοχή (Ποινικό Δίκαιο): τον καταλογισμό μιας πράξης στον δράστη»

Εμείς όμως, που πάντα έχουμε τη φωλιά μας χεσμένη για κάτι, ενδέχεται να ανήκουμε στην κατηγορία των αυτομαστιγωνόμενων για τις αμαρτίες μας και να βουλιάζουμε από ενοχές για το παραμικρό αληθινό ή φανταστικό ατόπημά μας. Τότε είμαστε του ενοχικού, με την γιαλομική έννοια του πράγματος.

- Πάψε πια μωρέ! με ζάλισες, όλο «φταίω εγώ» και «φταίω εγώ»! κάνε κάτι αντί να κλαίγεσαι συνέχεια!
- Μη μου τα λες και συ από πάνω (σνιφ), αφού ξέρεις, τα ρίχνω όλα πάνω μου, τα παίρνω βαριά, και γω του ενοχικού είμαι...

Στράτος Λασκαρίδης, Δεν είμ\' ο ένοχος εγώ. (από patsis, 18/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified