Further tags

Ο υπάλληλος των μεγάλων σινεμά που δουλεύει στο φουαγιέ ως πωλητής αναψυκτικών, καραμελών, γαριδακιών, ποπ κορν κλπ

-Αρχίζει σε 2 λεπτά η ταινία. Θα πάρεις τίποτα να τσιμπάμε;
-Μπα, θα χάσουμε την αρχή. Δε βλέπεις τι αργός που είναι ο ποπκορνάς και τι ουρά έχει ακόμα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κάνει διακόσμηση σε μια ιστοσελίδα.

- Εισάγετε τη διεύθυνση του διακομιστή μηνυμάτων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχή των απανταχού της επικρατείας χρηματιστών και επενδυτών/τζογαδόρων/αλογομούρηδων. Παρά την σαφή αναφορά σε ισπανόφωνο άνδρα, η έκφραση ΔΕΝ έχει καμιά απολύτως σχέση με την Ιβηρική ή τη Λατινική/Νότια Αμερική. Προέρχεται από το ελληνικό ρήμα χώνω (προστακτική χώσε) το οποίο παραπέμπει στην πώληση μετοχών, το κοινώς λεγόμενο χώσιμο στην αγορά. Το γιατί η μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ είναι προφανές: αν προλάβεις να ρευστοποιήσεις μέρος ή το σύνολο του χαρτοφυλακίου μετοχών πριν από την πτώση της αγοράς, δεν έχεις λόγο να κλαις ούτε εσύ (ο Χοσέ) ούτε βέβαια και η μάνα σου, αφού έχεις παντελονιάσει τα κέρδη. Το είδος αυτό του επενδυτή-τζογαδόρου-αλογομούρη ΔΕΝ υπήρχε κατά την περίοδο του 1999-2000, οπότε πολλές μάνες έκλαψαν με μαύρο δάκρυ.

- Ντίνο, σκέφτομαι να δώσω εκείνα τα Χαλυβδόφυλλα και τα Κλωνάρια (σ.σ. εξαιρετικές μετοχές αμφότερες), πώς το βλέπεις;
- Τι να σου πω αγόρι μου; Ξέρεις τι λένε: η μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ. Να τα χώσω;
- Χώστα να παν στο διάολο να γλιτώσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη εκ των τούρμπο και καιρός. Για τους μη επαΐοντες των ατμοσφαιρικών μηχανών εσωτερικής καύσης, είναι γνωστό ότι η χαμηλή θερμοκρασία είναι το Α και το Ω για την απόδοση του αυτοκινήτου με turbo κινητήρα. Η χαμηλή θερμοκρασία του περιβάλλοντος ευνοεί την πτώση της θερμοκρασίας και μέσα στον κινητήρα, αφού ο αέρας που εισέρχεται είναι κι αυτός πιο κρύος. Ε, ένα κι ένα κάνουν δυο: Αν έχεις turbo αυτοκίνητο, μην το βγάλεις στον καύσωνα για κόντρα γιατί θα στενοχωρηθείς. Αντίθετα, αν πιάσουν τα μπιλοζίρια, ξαμολήσου.

- Τα βάζουμε μεγάλε;
- Τι λε ρε μάγκα; Τώρα που σκάει ο τζίτζικας; Κάτσε να πιάσει κάνας τουρμπόκαιρος και θα σου ξηγήσω τ' όνειρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η περούκα.

Κοίτα τον γεροντόπουστα, φοράει καούκα με κομοδινί μαλλί!

(από patsis, 07/04/12)

Επίσης έχει περάσει και καθιερωθεί στη γλώσσα του θεάτρου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που έχει μάλλον μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του αλλά βασικά είναι κομπάρσος και άνευ σημασίας.

Θεατρικής προελεύσεως όρος. Κοντάρια έλεγαν στους θιάσους αρχαίας τραγωδίας τους αποτυχημένους ηθοποιούς οι οποίοι μια ζωή έπαιζαν τους δορυφόρους και άλλα βωβά πρόσωπα. Επί σκηνής στόμα είχαν και μιλιά δεν είχαν, αλλά στις παρέες τους ευκαιρία δεν έχαναν να αναφέρουν ότι «αυτή τη σαιζόν ανεβάζουμε Οιδίποδα στο Εθνικό».

- Κι απ' αυτούς, ποιοι ήρθανε στο μίτινγκ;
- Οι δυο Σκορδομπούτσογλου βασικά και κουβαλήσανε κι έναν άλλο που πρώτη φορά τον έβλεπα... Ένας Κωλομερόπουλος, δικηγόρος νομίζω... Τον ξέρεις;
- Άστον αυτόν, κοντάρι είναι, δε μετράει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάτη, ατιμία. Μάλλον περιορισμένης εκτάσεως - είναι, ας πούμε, μια λέξη που θα χρησιμοποιήσουμε αν ένα μικρό παιδί πάει να κλέψει στη Μονόπολη.

Ματσακόνι είναι ένα βαρύ σφυρί που χρησιμοποιούν στα ναυπηγεία για να καθαρίζουν τις σκουριές και τα άλατα από τα σίδερα π.χ. από την αλυσίδα της άγκυρας. Ματσακονιά, σε αυτό το περιβάλλον, είναι το κοπάνισμα με τέτοιο σφυρί.

Πώς από το κοπάνισμα φτάσαμε σε αυτή την απαρχή ηθικής κατάπτωσης, είναι μέγα μυστήριο.

- Δημητράκη, άσε τις ματσακονιές, έξι έφερες, όχι εφτά - κι έχεις πέσει στη Λεωφόρο Αμαλίας ... λοιπόν, στη Λεωφόρο Αμαλίας με τρία σπίτια ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δοκιμαστική ηχογράφηση που προορίζεται για ιδία χρήση ή για προώθηση.

Τα «Μωρά» είχαν ηχογραφήσει σ' ένα ντέμο πριν διαλυθούν ένα τραγούδι με τίτλο «Αδρεναλίνη». Όταν διαλύθηκαν, ο Παυλίδης το πήρε, άλλαξε τους στίχους (κράτησε μόνο το γενικό νόημα), κράτησε ένα-δυο ριφάκια από το αρχικό και έκανε την «Αδρεναλίνη» που γνωρίζουμε σήμερα. (από το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαναλαμβανόμενη μουσική φράση που συνιστά τη βάση (μέρους) κομματιού, συνήθως σε ροκ ή τζαζ συμφραζόμενα.

  1. Εγώ το μόνο που θα πω είναι πως μέταλ χωρίς ριφ είναι σκορδαλιά χωρίς σκόρδο. (από το διαδίκτυο)

  2. Έχει μάλιστα ένα σύντομο, ημιπαράφωνο πιασάρικο ριφ που σε αιχμαλωτίζει και ένα παλιό ινδιάνικο σκοπό στα τύμπανα... (από το διαδίκτυο)

  3. το «κλασσικότερο» ριφ είναι απ' το smoke on the water το
    «τεν-τεν-τεεεεν, τεν-τεν-τέ-εεεεν
    τεν-τεν-τεεεεν, τεν-τεν-τεεεεν»
    (Χεσούς, εδώ)

Από το αγγλικό riff (= ρυθμικό σχήμα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπό διάλυση.

  1. - Ντριμαλια έγινε η μηχανή.

  2. - Ντριμάλια είναι αυτή η μηχανή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified