Further tags

Απάτη, ατιμία. Μάλλον περιορισμένης εκτάσεως - είναι, ας πούμε, μια λέξη που θα χρησιμοποιήσουμε αν ένα μικρό παιδί πάει να κλέψει στη Μονόπολη.

Ματσακόνι είναι ένα βαρύ σφυρί που χρησιμοποιούν στα ναυπηγεία για να καθαρίζουν τις σκουριές και τα άλατα από τα σίδερα π.χ. από την αλυσίδα της άγκυρας. Ματσακονιά, σε αυτό το περιβάλλον, είναι το κοπάνισμα με τέτοιο σφυρί.

Πώς από το κοπάνισμα φτάσαμε σε αυτή την απαρχή ηθικής κατάπτωσης, είναι μέγα μυστήριο.

- Δημητράκη, άσε τις ματσακονιές, έξι έφερες, όχι εφτά - κι έχεις πέσει στη Λεωφόρο Αμαλίας ... λοιπόν, στη Λεωφόρο Αμαλίας με τρία σπίτια ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που έχει μάλλον μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του αλλά βασικά είναι κομπάρσος και άνευ σημασίας.

Θεατρικής προελεύσεως όρος. Κοντάρια έλεγαν στους θιάσους αρχαίας τραγωδίας τους αποτυχημένους ηθοποιούς οι οποίοι μια ζωή έπαιζαν τους δορυφόρους και άλλα βωβά πρόσωπα. Επί σκηνής στόμα είχαν και μιλιά δεν είχαν, αλλά στις παρέες τους ευκαιρία δεν έχαναν να αναφέρουν ότι «αυτή τη σαιζόν ανεβάζουμε Οιδίποδα στο Εθνικό».

- Κι απ' αυτούς, ποιοι ήρθανε στο μίτινγκ;
- Οι δυο Σκορδομπούτσογλου βασικά και κουβαλήσανε κι έναν άλλο που πρώτη φορά τον έβλεπα... Ένας Κωλομερόπουλος, δικηγόρος νομίζω... Τον ξέρεις;
- Άστον αυτόν, κοντάρι είναι, δε μετράει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η περούκα.

Κοίτα τον γεροντόπουστα, φοράει καούκα με κομοδινί μαλλί!

(από patsis, 07/04/12)

Επίσης έχει περάσει και καθιερωθεί στη γλώσσα του θεάτρου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη εκ των τούρμπο και καιρός. Για τους μη επαΐοντες των ατμοσφαιρικών μηχανών εσωτερικής καύσης, είναι γνωστό ότι η χαμηλή θερμοκρασία είναι το Α και το Ω για την απόδοση του αυτοκινήτου με turbo κινητήρα. Η χαμηλή θερμοκρασία του περιβάλλοντος ευνοεί την πτώση της θερμοκρασίας και μέσα στον κινητήρα, αφού ο αέρας που εισέρχεται είναι κι αυτός πιο κρύος. Ε, ένα κι ένα κάνουν δυο: Αν έχεις turbo αυτοκίνητο, μην το βγάλεις στον καύσωνα για κόντρα γιατί θα στενοχωρηθείς. Αντίθετα, αν πιάσουν τα μπιλοζίρια, ξαμολήσου.

- Τα βάζουμε μεγάλε;
- Τι λε ρε μάγκα; Τώρα που σκάει ο τζίτζικας; Κάτσε να πιάσει κάνας τουρμπόκαιρος και θα σου ξηγήσω τ' όνειρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχή των απανταχού της επικρατείας χρηματιστών και επενδυτών/τζογαδόρων/αλογομούρηδων. Παρά την σαφή αναφορά σε ισπανόφωνο άνδρα, η έκφραση ΔΕΝ έχει καμιά απολύτως σχέση με την Ιβηρική ή τη Λατινική/Νότια Αμερική. Προέρχεται από το ελληνικό ρήμα χώνω (προστακτική χώσε) το οποίο παραπέμπει στην πώληση μετοχών, το κοινώς λεγόμενο χώσιμο στην αγορά. Το γιατί η μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ είναι προφανές: αν προλάβεις να ρευστοποιήσεις μέρος ή το σύνολο του χαρτοφυλακίου μετοχών πριν από την πτώση της αγοράς, δεν έχεις λόγο να κλαις ούτε εσύ (ο Χοσέ) ούτε βέβαια και η μάνα σου, αφού έχεις παντελονιάσει τα κέρδη. Το είδος αυτό του επενδυτή-τζογαδόρου-αλογομούρη ΔΕΝ υπήρχε κατά την περίοδο του 1999-2000, οπότε πολλές μάνες έκλαψαν με μαύρο δάκρυ.

- Ντίνο, σκέφτομαι να δώσω εκείνα τα Χαλυβδόφυλλα και τα Κλωνάρια (σ.σ. εξαιρετικές μετοχές αμφότερες), πώς το βλέπεις;
- Τι να σου πω αγόρι μου; Ξέρεις τι λένε: η μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ. Να τα χώσω;
- Χώστα να παν στο διάολο να γλιτώσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κάνει διακόσμηση σε μια ιστοσελίδα.

- Εισάγετε τη διεύθυνση του διακομιστή μηνυμάτων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπάλληλος των μεγάλων σινεμά που δουλεύει στο φουαγιέ ως πωλητής αναψυκτικών, καραμελών, γαριδακιών, ποπ κορν κλπ

-Αρχίζει σε 2 λεπτά η ταινία. Θα πάρεις τίποτα να τσιμπάμε;
-Μπα, θα χάσουμε την αρχή. Δε βλέπεις τι αργός που είναι ο ποπκορνάς και τι ουρά έχει ακόμα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού manager, το οποίο σημαίνει διευθυντής. Ο μανατζαραίος είναι η ένωση δυο συνόλων: αφενός του manager με την αγγλοσαξονική έννοια του όρου, που υποδηλώνει επαγγελματική κατάρτιση, αυξημένο επίπεδο ευθύνης, διοικητικές ικανότητες και σχετικό ακαδημαϊκό background, και αφετέρου της νεοελληνικής εκδοχής της συγκεκριμένης επαγγελματικής ιδιότητας, που εκτός του ότι δεν έχει κανένα από τα προαναφερθέντα στοιχεία, θεωρεί εαυτόν γκουρού και τρεις κλάσεις πάνω από τους ξένους ομολόγους του.

Κλίνεται όπως ο νοματαίος.

  1. - Έχουμε γεμίσει μανατζαραίους και δουλειά δεν βλέπω να γίνεται.

  2. - 48ωρες κυλιόμενες απεργίες ανακοίνωσε το συντονιστικό όργανο των απανταχού της επικρατείας σωματείων της συμπαθούς τάξης των μανατζαραίων, σε μια προσπάθεια προώθησης των εργασιακών, θεσμικών και οικονομικών αιτημάτων του κλάδου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά του βρυκόλακας + δράκουλας. Αναφέρεται σε πανάσχημο πρωταγωνιστή ταινιών τρόμου, αλλά και κατ΄επέκταση στον επαγγελματικό χώρο σε κάτι καρα-άσχετους και ψιλοάσχημους τύπους που θέλοντας να επιβληθούν έχουν δεσποτική συμπεριφορά.

Ωχ κρύψε τα ποτά από το γραφείο μην το πάρει πρέφα ο βουρβούλακας από μέσα και έχουμε τραβήγματα με τον μεγάλο.

Cunt Dracula (από Vrastaman, 04/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαίλαπα είναι η καταιγίδα στα αρχαία ελληνικά. Πύρινη λαίλαπα είναι η πύρινη καταιγίδα, δηλαδή φωτιά που εξαπλώνεται γρήγορα.

- Ναι Νίκο, όπως βλέπουμε στο πλάνο, τίποτα δεν άφησε όρθιο η πύρινη λαίλαπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified