Further tags

Συχνά στον πληθυντικό: ντιζαϊνιές.

Από το αγγλικό design (ντιζάιν).

Γραφικά, κυρίως, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλους τομείς του σχεδιασμού (πχ. του βιομηχανικού) που εντυπωσιάζουν αλλά στερούνται πραγματικού νοήματος.

Έχουν γίνει μόνο για να γίνουν, χωρίς να εκφράζουν κάτι ή να περνάνε ένα μήνυμα.

  1. Καλές οι ντιζαϊνιές αλλά δεν υπάρχει κόνσεπτ…

  2. Πάλι καλά που αυτές που αυτές οι ντιζαϊνιές του κώλου δεν θεωρούνται αρχιτεκτονική από όσους πραγματικά γνωρίζουν το αντικείμενο.

  3. Το κουτάκι είναι από τις κλασικές ντιζαϊνιές της Apple.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απόλυτη ονείρωξη του μηχανόβιου: να γέρνει την μηχανή του στα στροφιλίκια έτσι ώστε να ξύνει γόνατο στην άσφαλτο, όπως κάνουν οι επαγγελματίες σε αγώνες μοτό.

- Είμαι καβάλα σε ss, είμαι χεράς, είμαι γαμάτος, ξύνω γόνατο, ξύνω και τ'αρχίδια μου ξύνοντας γόνατο...
(εδώ)

- Απο αυτα που εχω δει και ακουσει εβγαζα σωμα για να ξυσω και γω επιτελους το πολυποθητο γονατο στην ασφαλτο, αντι αυτου εξυνα συνεχεια τις γλυστρες απο τις μποτες μου. Να σημειωσω οτι στο μαρσπιε παταω με το κουτουπιε και τα λαστιχα μου τερματισαν (μπρος-πισω). ΓΙΑΤΙ δεν εξυνα γονατο σαν το rossi τοτε; (κλαψ)
(εκεί)

- Ένα τυπικό χαρακτηριστικό σε όλα τα KTM είναι η ευκολία αλλαγής κατεύθυνσης και η ελαφριά αίσθηση είτε πηγαίνεις όρθιος είτε ξύνεις γόνατα και μπότες.
(παραπέρα)

Δες και ξύνω αυτιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έτοιμος να αναλάβει επαγγελματικά ή άλλα καθήκοντα ή δράση, ο ετοιμοπόλεμος, ιδίως όταν πρόκειται για νεοαποκτηθέντα εργαζόμενο ή στέλεχος.

Ο όρος προέρχεται από την ποδοσφαιρική αργκό, όπου μία ποδοσφαιρική ομάδα αγωνίζεται με 11 ποδοσφαιριστές και εντεκαδάτος χαρακτηρίζεται ένας παίκτης έτοιμος να αγωνιστεί χωρίς να θεωρείται απροετοίμαστος ή να χρειάζεται περίοδο προσαρμογής.

Acknowledgement: Το λήμμα εμφανίζεται στον ορισμό τσιμεντάτος του notheitis

- Πώς τον βλέπεις τον νέοπα που προσέλαβε ο διευθυντής για την εξυπηρέτηση πελατών;
- Μια χαρά βιογραφικό έχει. Φουλ εντεκαδάτος!

(από Κωνσταντίνος Ωμέγας, 14/07/10)

Δες και -άτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Slang από τον πολυπαθή χώρο της πληροφορικής. Δηλώνει το μηχάνημα που έχουμε διαθέσιμο, αναφορικά με τα σπεκς και τις τεχνικές δυνατότητές του.

Αποτελεί μια μάγκικη (αλλά και ταυτόχρονα ακριβέστατη) μετάφραση του όρου hardware.

Στον επαγγελματικό τομέα χρησιμοποιείται συχνά σε συζητήσεις με υψηλά ιστάμενους από τους οποίους ζητάμε έγκριση χρηματοδότησης για νέα μηχανήματα. Στην καθημερινότητα, θα ακουστεί κυρίως για games.

- Και που λέτε κύριε Γενικέ, τα χρήματα αυτά είναι απαραίτητα για να φτιάξουμε μια εφαρμογή που να χαίρεται να χρησιμοποιεί ο χρήστης, με το τάδε functionality, το δείνα feature κτλ.
- Άκουσε κύριε Σκορδοπούτσογλου, εμένα δεν με ενδιαφέρουν αυτές οι μαλακίες που μου αραδιάζεις. Πες μου σταράτα ακριβώς τι θες, σίδερο-λειτουργικό-βάση, κι εγώ θα σου πω αν πληρώνουμε ή όχι.

- Γεια σας, θα ήθελα να μου αντιγράψετε το νέο Crysis.
- OK φιλαράκο, εγώ δεν έχω πρόβλημα, σου το καίω στο λεπτό. Αλλά για πες μου. Τι σίδερο έχεις;
- Εεε, ένα Pentium MMX...
- Καλά, άσ' το. Πάρε το Monkey Island καλύτερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην αργκό της διοίκησης/γραφειοκρατίας, πολλές φορές ένα σημείωμα φαινομενικά πρόχειρο, ανυπόγραφο, γραμμένο στα όρθια σε ένα ποστ ιτ, χαρτοπετσέτα ή άλλο κωλόχαρτο που βρήκε μπροστά του ο Διευθυντής ή ο Προϊστάμενος, έχει συχνά την ίδια ή και περισσότερη αξία με ένα επίσημο έγγραφο της Υπηρεσίας ή Εταιρίας με όλες τις σφραγίδες, υπογραφές και διακριτικά.

Ένα τέτοιο σημείωμα συνήθως απευθύνεται σε έναν υφιστάμενο υπάλληλο που το πιάνει το μηνυματέισον και εκτελεί την εντολή που διαβάζει στη χαρτοπετσέτα αυθωρεί και παραχρήμα και χωρίς χικ-μικ, επειδή δεσμεύεται από την ιεραρχία και από άγραφους νόμους και κώδικες που ισχύουν στην Υπηρεσία και που δεν μπορεί να τους αρνηθεί ή αγνοήσει.

Οι λόγοι για τους οποίους οι ρουμάνοι (no pun intented) γράφουν σε χαρτοπετσέτες είναι συνήθως για να μην αφήνουν ίχνη ή αποδεικτικά στοιχεία και να μπορούν αργότερα, αν προκύψει θέμα, να αρνηθούν ότι έδωσαν αυτοί την εντολή.

Συνώνυμο: non-paper

Όχι ρε πστ μου, πάλι συνταγή γραμμένη σε χαρτοπετσέτα μου έστειλε ο Διευθυντής της Κλινικής, για να την περάσω σε συνταγολόγιο του ΙΚΑ. Πάλι με πανάκριβα φάρμακα, και πάλι εκτός ενδείξεων. Καλά, δεν του μίλησε κανείς του παπάρα ότι τα Ασφαλιστικά Ταμεία δεν αποζημιώνουν δαπάνες για φάρμακα όταν αυτά χορηγούνται εκτός των εγκεκριμένων από τον ΕΟΦ ενδείξεών τους; Και τί περιμένει να κάνω εγώ τώρα; Το φελέκι μου μέσα, με τον στηπού άνδρα που έμπλεξα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι το πεντακοσάευρο από το χρώμα του. Λέγεται κάργα από τραπεζοϋπάλληλους αλλά και γενικότερα.

Με μωβ (μόνο μωβ και τίποτα άλλο) λένε κυκλοφορούν κάποιοι πλουσίου, πχ Τζίγγερ.

- Παρακαλώ.
- Ανάληψη 4 χιλιάρικα.
- Ταυτότητα.
- ...
- Έχω μωβ και κατοστάρικα, σε τι τα θέλετε ;
- Δώμου 2 μωβ και τα υπόλοιπα πράσινα.

(από perkins, 07/07/10)

Δες ακόμη: καφετί, κίτρινα, γιοφύρι, πράσινα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην επαγγελματική αργκό του ντηλάκια, χταπόδι αποκαλείται είδος τηλεφωνικής συσκευής που χρησιμοποιείται για τηλεδιασκέψεις σε ανοιχτή ακρόαση.

Χταποδιάρα γραμματέας: - Αχταπόδια, πού να τα βάλω;

Χταπόδι ρουμάνος: - Αστακοί, στο κόνφερενς ρουμ.

Μιλάμε για τέτοιο χταπόδι (από Vrastaman, 07/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην ιατρονοσηλευτική αργκό, σκουλήκι είναι η σκωληκοειδής απόφυση και, κατ' επέκταση, η σχετική εγχείριση αφαίρεσής της.

Να σημειωθεί πως για τους «απέξω», η χρήση τέτοιων αργκοτικών εκφράσεων από γιατρούς και νοσηλευτές συχνά εκπλήσσει δυσάρεστα, καθώς προδίνει την αναισθητοποίηση των ανθρώπων αυτών που έχουν τον ανθρώπινο πόνο για επάγγελμα.

Φήμες λένε επίσης πως ορισμένοι γιατροί, για να κονομάνε, σου βγάζουν δήθεν ότι χρειάζεται αφαίρεση σκωληκοειδούς, όταν πας στο νοσοκομείο για κάποιο άλλο άσχετο λόγο.

- Τι είχες σήμερα; Κανένα περίεργο περιστατικό;
- Μπα, τίποτα. Δυο σκουλήκια μόνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη χρηματιστηριακή αργκό, οι μετοχές που βγήκαν εκτός ταμπλό.

Παλαιότερα, πριν εμφανιστεί το Σ.Α.Τ. (Σύστημα Άυλων Τίτλων), οι μετοχές ήταν έγχαρτες. Που σημαίνει πως, αγοράζοντας π.χ. 100 μετοχές της ΕΤΕ, έπαιρνες τα αντίστοιχα χαρτιά. Αυτή η διαδικασία, εκτός από χρονοβόρα, ευνοούσε και την ύπαρξη «ψιλοκομπίνων». Δηλαδή μάζευε ο χρηματιστής 1.000 ΕΤΕ και κράταγε π.χ. για τον εαυτό του ή τον κολλητό του αυτές που πήρε φθηνότερα. Όταν κάποια μετοχή έβγαινε εκτός διαπραγμάτευσης, τα χαρτιά που είχες ήταν άχρηστα. Άρα μπορούσες να τα χρησιμοποιήσεις για να ντύσεις τους τοίχους του σπιτιού σου, εξ ου και «οι μετοχές έγιναν ταπετσαρία».

Τα τελευταία χρόνια το ΣΑΤ έλυσε αυτά τα προβλήματα, οι μετοχές πια δεν είναι έγχαρτες, αν κάποια βγει εκτός ταμπλό απλά χάνεις τα λεφτά σου, αλλά κάποιες εκφράσεις είναι old time classic.

- Γεια σου Μερόπη μου, τι κάνεις;
- Χάλια Τιτίκα μου, που να σ' τα λέω...
- Τι έγινε χρυσό μου;
- O Θανάσης...
- Τι ;
- O Θανάσης...
- E, τι ο Θανάσης;
- Είχε «πληροφορία» για μια μετοχή και την αγόρασε με δανεικά...
- Και;
- Τι και Τιτίκα μου; Έγινε ταπετσαρία...
- Μη μου πεις. Χοντρή ζημιά;
- 100.000 ευρώ.
- Γάμα τα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και μπουκίνο.

Έτσι λέγεται στην τιμημένη Φ.Ε.Λ. (Φιλαρμονική Εταιρεία Λευκάδας) και σίγουρα όχι μόνον εκεί το επιστόμιο των πνευστών οργάνων. Η λέξη είναι ιταλογενής, bocca (λατινικά bucca) είναι είναι το στόμα, συν την κατάληξη -ino.

Ένα γρήγορο γούγλισμα έδωσε κάτι και για το επιστόμιο του ναργιλέ, αν και μου κάνει παράξενο να παίζει ιταλική λέξη για εξάρτημα του ναργιλέ.

Και επειδή η ΦΕΛ εκτός από από τα πιο ιστορικά σωματεία της ελλάδας είναι και άντρο λευκαδίτικης καφρίλας, τα λογοπαίγνια τύπου «αποκείνο» (λέμε και «αποκειό», όπως και το αποτέτοιο, για μη κατονομαζόμενο αντικείμενο), και οι ατάκες δίνουν και παίρνουν, χωρίς να θεωρούνται μπανάλ και εύκολες.

  1. Στο κούρτ'σμα*:
    (μαέστρος) - Τζήζου, δώσ' ένα σολ.
    - (με το τιμημένο άλτο σαξόφωνο που είχε τρία στρώματα σκουριά) σοοοοολ
    - Μπα γαμώτο κάνε, χαμ'λός είσαι πάλε. Δεν το ζέστανες μωρέ διάολε;
    - Ε, μωρέ Μάκ', ξέρ'ς τώρα...έπαιξα μια φορά το μάπετ σώου πάντως.
    (τρίτος κάφρος) - Ε, βάλ' το τό αποκείνο σου παραμέσα μωρέ να τελειώνμε και το βρίσκ'ς μετά...

*κουρτίζω < κουρδίζω < χορδίζω, αδόκιμη χρήση του ρήματος, καθώς η φιλαρμονική δεν έχει έγχορδα. Αλλά νταξ.

  1. - Κιο τί 'ν' τούτο!!
    - Το μποκίνο μ', Μάκ'.
    - Μότσα έπιασε, να το καθαρίζ'ς. Δε νιώθ'τε από μουσική, γαμώ τ'ν Αγία μ'...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified